Όταν ο Γενίτσαρης συγύρισε τον ανθυπολοχαγό και την μαντάμα σε οίκο ανοχής στη Θήβα

Ο Μιχάλης Γενίτσαρης, «ο τελευταίος των μοϊκανών» αφηγείται με τον δικό του γλαφυρό τρόπο τα καθέκαστα ενός δυνατού έρωτα.

Όταν ο Γενίτσαρης συγύρισε τον ανθυπολοχαγό και την μαντάμα σε οίκο ανοχής στη Θήβα

«Έμπλεξα με μια γκόμενα που τη λέγανε Σοφία. Ήταν γυναίκα ελευθέρων ηθών. Αυτή εμένα με ξεμυάλισε και όπως ήμουνα τρελός, μαζί της απόγινα. Ήταν γυναίκα που μου έκανε τα γούστα. Ένα βράδυ έρχεται στο μαγαζί ο Διαμαντής ο Χιώτης (ο πατέρας του Μανώλη Χιώτη), μαζί με έναν άλλονε (…) Μου λένε τότε ότι ο άλλος, που είχε παρέα ο Διαμαντής, είχε ένα καλό μπουρδέλο στη Θήβα και ήθελε γυναίκες από δω, να τις πάει στο νταραβέρι που είχε. Με ψήσανε κι εμένα να αφήσω τη Σοφία να πάει στη Θήβα. Έπεσε όλη η σωματεμπορία πάνω μου, για να με ψήσουνε ν' αφήσω τη Σοφία να πάει στο μπουρδέλο. Μου είπανε ότι κάθε εβδομάδα θα έρχεται να με βλέπει εδώ στον Πειραιά. Με πείσανε και με καταφέρανε και της είπα να πάει».

Στη Θήβα όμως η Σοφία γυάλισε σ' έναν ενωματάρχη που ήθελε να την παντρευτεί κι εκείνη διαμήνυσε στον ερωτευμένο ρεμπέτη ότι δεν θα την ξαναδεί.

«Παίρνω και τον ανεψιό του Βλάχου τον Αντώνη, παίρνω και τον Χρήστο, έναν Μενιδιάτη (παιδί κι αυτό, λουλούδι) που ήταν φυγόδικος τότες γιατί χτύπησε στο Μενίδι έναν ενωματάρχη και τόνε κυνηγούσανε και τον έκρυβα εγώ στο σπίτι της γκόμενας. Βρίσκω κι ένα φίλο μου Στράτο Κουτσομπόλη, που ήτανε κι αυτός ίδια φάρα με μας, και αρχινάμε το ούζο, μέχρι που βγάζω συμπέρασμα εγώ, ότι πρέπει να πάμε στη Θήβα με ταξί και να πάρουμε τη Σοφία και με το ζόρι, αν δεν ήθελε να έρθει. Έτσι κι έγινε». Ο πρώτος «τυχερός» που βρέθηκε μπροστά του ήταν ένας ανθυπολοχαγός. Ο Γενίτσαρης νομίζοντας ότι πάει να βγάλει πιστόλι τον μαχαιρώνει κάτω από την ελιά του ποδιού με την κάμα του, όπως διηγείται χαρακτηριστικά, «να βγαίνει πίσω στο κωλομέρι» του ανθυπολοχαγού. «Δεν υπολογίζαμε ούτε Θεό, ούτε κυρίως τους μπάτσους. Δεν τους γουστάρω τους μπάτσους» «Τότε έγινε το σώσε. Αποπάνω από τις σκάλες βλέπω τη Σοφία και πεντέξι από τις άλλες γυναίκες να φωνάζουνε σαν τρομαγμένα θηρία. Ο Κουτσομπόλης είχε κάτσει όξω, ο Μαρίνης κάτω στις σκάλες, και εγώ πάω απάνω. Μόλις ανεβαίνω απάνω, βλέπω ένανε άντρα που έχει ανοίξει ένα παράθυρο από πίσω από το σπίτι, που ήτανε και πιο χαμηλά, και πηδάει έξω. Εγώ τρέχω στο παράθυρο νομίζοντας ότι είναι ο ενωματάρχης, του ρίχνω, αλλά αυτός χάθηκε· έτρεχε πολύ. Τότε γυρίζω εγώ, μαγκώνω τη Σοφία από τα μαλλιά και την τραβάω να μου πει πού είναι το δωμάτιό της. Μπαίνω σε ένα, ήταν μια ντουλάπα με καθρέφτη, σπάω τον καθρέφτη, σπάω μια κανάτα μεγάλη με μια λεκάνη. Αλλά η Σοφία φοβήθηκε και φεύγει να πάει κάτω. Τότε εγώ φωνάζω του Στράτου να την πιάσει, και περιλαβαίνω την μαντάμα (ονόματι Μαργιώ) να μου δείξει το δωμάτιο της Σοφίας. Αυτή φοβάται να μου το δείξει, γιατί νομίζει ότι εγώ θα της κάψω τα ρούχα. Και τότες αρχινάει η ζημιά· δεν αφήνω δωμάτιο γερό. Τα 'σπασα όλα μέσα: ντουλάπες, λαβουμάνα, ρούχα έσχιζα, και άλλα. Ώσπου μπαίνω στο δωμάτιο της μαντάμας μέσα, χωρίς να ξέρω ότι είναι της μαντάμας. Ορμάει κι αυτή μέσα, φοβούμενη μη της σπάσω κι αυτηνής, και πάει να μου αρπάξει την κάμα που βαστούσα στα χέρια. Τότε γίνεται το μοιραίο· της κόβω το χέρι και της αφαιράω δύο δάχτυλα. Μπήζει τις φωνές».