Ένα ήταν το αγαπημένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη

Ένα τραγούδι ξεχώριζε και θαύμαζε απεριόριστα ο Μίκης Θεοδωράκης, προτίμηση που είχε εκμυστηρευτεί κάποτε στους συνεργάτες του

Ένα ήταν το αγαπημένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη

Μύστης της τέχνης του ο Μίκης Θεοδωράκης με πολλά καντάρια γνώσης στην κλασική μουσική, δεν περιφρόνησε ποτέ τον πλούτο της ελληνικής μουσικής, το αντίθετο μάλιστα.

Από το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι ξεχώριζε πάντα την προσφορά του Βασίλη Τσιτσάνη, ως του συνθέτη που εξευγένισε στιχουργικά αλλά και μελωδικά τη μεγάλη παράδοση που θεμελίωσε ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Σε κάποια πρόβα στην δεκαετία του ’60 είχε μαρτυρήσει στους συνεργάτες του το αγαπημένο του τραγούδι από το έργο του Τσιτσάνη.

«Όταν πρωτοάκουσα την Αχάριστη τα έχασα! Τι είναι αυτό το πράγμα, ρε παιδιά, είπα μέσα μου. Δεν σας κρύβω πως υποψιάστηκα τον Τσιτσάνη, γιατί είχα την εντύπωση πως άκουγα μελωδικά σχήματα συμφωνικής μουσικής. Μου είχαν πει πως οι ρεμπέτες έκλεβαν καμιά φορά φράσεις από το κλασικό ρεπερτόριο και σκάρωναν δικά τους τραγούδια. Για καιρό έψαχνα ανάμεσα στα ακούσματά μου αλλά επειδή δεν κατάφερα να εντοπίσω κάτι, συμβιβάστηκα με την ιδέα πως ήταν λαϊκό δημιούργημα. Δεν θα ξαναγραφτεί τέτοιο πράγμα και βάζω την υπογραφή μου σ’ αυτό που λέω. Μίκης Θεοδωράκης!»

Ο Θεοδωράκης επαινούσε επίσης την ατμόσφαιρα των πρώτων εκτελέσεων στα τραγούδια του Τσιτσάνη τη δεκαετία του ’40. Το είχε συζητήσει με τον Λαμπρόπουλο στις πρώτες τους συναντήσεις για τον Επιτάφιο. Ο διευθυντής της Columbia του εξήγησε πως οι γραμμοφωνημένες εκτελέσεις εκείνης της περιόδου δεν μπορούσαν πια να αναπαραχθούν. «Η τεχνολογία φαίνεται πως έκλεψε κάτι από την ψυχή των μουσικών και των τραγουδιστών», του απάντησε κι ίσως δεν είχε άδικο.

Πάντως οι λιτές ενορχηστρώσεις στα τραγούδια του Θεοδωράκη την εποχή εκείνη προσεγγίζουν το πνεύμα και την ατμόσφαιρα των ρεμπέτικων τραγουδιών του ’30 και του ’40. Η αισθητική του Μίκη με τα όργανα και τα παιξίματα ήταν ένα από τα δυνατά του χαρτιά που τον έκαναν ιδιαιτέρως δημοφιλή τόσο στους κύκλους της διανόησης όσο και στις λαϊκές γειτονιές.