Οι τελευταίες ώρες του Στράτου Διονυσίου

Με τον πρόωρο θάνατο του Στράτου Διονυσίου χαιρετίσαμε μια μεγάλη γενιά λαϊκών τραγουδιστών που ξεκίνησε με τον Καζαντζίδη και τελείωσε με τον Σαλονικιό τραγουδιστή.

Οι τελευταίες ώρες του Στράτου Διονυσίου

Ο Στράτος Διονυσίου ήταν στη δεκαετία του '80 ό,τι ο Καζαντζίδης τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες. Ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς του λαϊκού τραγουδιού. Ήταν μόνος του οι Θερμοπύλες στον κατακλυσμό του σκυλάδικου της πίστας, κουβαλώντας στις πλάτες του τις αντιξοότητες αλλά και το μεγαλείο μιας λαμπρής και έντιμης καριέρας.

Η σπουδαία αυτή φωνή δεινοπάθησε να βρει το δρόμο της πίσω από τα θηρία του '50 και του '60 -Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Γαβαλά, Αγγελόπουλο. Κι αφού βγήκε δια πυρός και σιδήρου από την αφάνεια, σύρθηκε σε μια δικαστική περιπέτεια που ο ίδιος χαρακτήρισε πλεκτάνη, βρέθηκε στη φυλακή, κι όταν ξαναβγήκε στον κόσμο, διαπίστωσε πως όλοι τον είχαν ξεχάσει. Με εφόδιο την μπέσα της στιβαρής φωνής του καθιερώθηκε από την αρχή και σε όλη τη δεκαετία του '80 μεσουρανούσε. Ήταν το πρωί της 11ης Μαΐου 1990 που τον τύλιξε η αιθάλη του θανάτου.

Τον βρήκαν αναίσθητο στη σουΐτα του ξενοδοχείου "Χανδρής", που κρατούσε τον τελευταίο καιρό, για να παρακολουθεί από κοντά όχι μόνο τις αγαπημένες του ιπποδρομίες αλλά και την προπόνηση των αλόγων του. Πέθανε από ρήξη ανευρύσματος στην κοιλιακή αορτή, αφήνοντας την τελευταία του πνοή καθ' οδόν προς τον Ευαγγελισμό. Την προηγούμενη μέρα έκανε για τελευταία φορά αυτό που ήξερε καλύτερα από τον καθένα. Νωρίς το απόγευμα είχε μπει στο στούντιο και ηχογράφησε μια κι έξω 9 τραγούδια ενός δίσκου για λογαριασμό της εταιρίας ΜΙΝΟΣ.

Σύμφωνα με τον συνθέτη Τάκη Μουσαφίρη, ο Στράτος στάθηκε απέναντι στο απαιτητικό μικρόφωνο που χειριζόταν με τόση άνεση και είπε το ένα μετά το άλλο τα εννέα κομμάτια, σταματώντας στο "Μη μ' αφήνεις μόνο". Ακολουθούσε μια βραδιά στο κέντρο "ΣΤΡΑΤΟΣ" της οδού Φιλελλήνων, ένα από τα χιλιάδες μεροκάματα στο σκληρό αλλά και μαγικό κόσμο της νύχτας. Αν όπως λένε ο άνθρωπος προαισθάνεται το θάνατό του, τότε ο Διονυσίου θα αποχαιρέτησε τα εγκόσμια με "μπαγλαμάδες και μπουζούκια", και θα άφησε την μελαγχολία της τελευταίας νύχτας να χρωματίσει τη φωνή του.

Θα τραγούδησε με προφητικό σπαραγμό τον στίχο του τραγουδιού που τον καθιέρωσε: "Η ζωή εδώ τελειώνει, σβήνει το καντήλι μου!" Έτσι έσβησε και μια φωνή από την οποία, όπως λένε, έπαιρναν τόνο για να κουρδίσουν τα όργανα.