Τι έκανε ο Χιώτης όταν συνάντησε τον δολοφόνο του πατέρα του;

Στην Κατοχή ο Μανώλης Χιώτης συνάντησε ένα βράδυ στο μαγαζί που εμφανιζόταν τον φονιά του πατέρα του...

Τι έκανε ο Χιώτης όταν συνάντησε τον δολοφόνο του πατέρα του;

Έχει χυθεί αρκετό μελάνι για την δολοφονία του ανθρώπου ο οποίος έτυχε να είναι πατέρας ενός από τους μεγαλύτερους μουσικούς αυτής της χώρας. Για πολλούς ο δολοφόνος παραμένει μια απροσδιόριστη φιγούρα βγαλμένη από το λούμπεν προλεταριάτο της εποχής. Για άλλους όμως έχει όνομα, λεγόταν Φώτης Μουρκάκος, και ήταν χασισέμπορας από τη Μάνη.

Όλοι πάντως συμφωνούν πως ήταν ένας "χαμένος", όπως τον χαρακτήρισε ο Παπαϊωάννου, ένα αντράκι που δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει στα ίσια τον πελώριο νταή Διαμαντή Χιώτη.

Η παράξενη αυτή ιστορία εκτυλίσσεται με την λογική αρχαίας τραγωδίας. Ο ίδιος ο Διαμαντής το 1934 βρισκόμενος εν αμύνη πυροβολεί και σκοτώνει ένα πελάτη του στο καφενείο που διατηρεί στο Πολύγωνο Ναυπλίου. Δεν γνωρίζουμε αν καταδικάστηκε ποτέ για αυτό το έγκλημα. Τον επόμενο χρόνο πάντως αφήνει το Ναύπλιο και έρχεται στην Αθήνα, για να ανοίξει μια ταβέρνα, τα "Παγώνια", στην περιοχή του κέντρου. Η κίνηση αυτή ίσως να υπαγορεύτηκε από το φόνο στο Ναύπλιο.

Υπάρχει μάλιστα η υπόνοια πως ο μετέπειτα φονιάς του είχε κάποια σχέση με τον δολοφονημένο πελάτη. Το φονικό πάντως ξεκίνησε από ένα τσαμπουκά στην πόρτα της οικογενειακής ταβέρνας όπου ο βαρύς κι ασήκωτος Διαμαντής χαστούκισε τον Μανιάτη χασισέμπορο. Η προσβολή ξεπλύθηκε με αίμα. Λίγες μέρες κάποιος κάλεσε τον Διαμαντή να βγει από το μαγαζί για να του δώσει μια πληροφορία. Δημιουργώντας τον απαραίτητο περισπασμό, έδωσε την ευκαιρία στον Φώτη Μουρκάκο να ξεκάνει τον πατέρα του Χιώτη με αλλεπάλληλες μαχαιριές.

Ο Μουρκάκος καταδικάστηκε και πήγε φυλακή, μεσούσης όμως της Κατοχής και εξαργυρώνοντας κάποιες σχέσεις του με συνεργάτες των Γερμανών αποφυλακίστηκε. Είχε μάλιστα το θράσος να εμφανιστεί στο μαγαζί που έπαιζε ο Χιώτης δίπλα στον Μπαγιαντέρα.

Μόλις ο χαρισματικός μουσικός αντιλήφθηκε τον φονιά κατέβηκε από το πάλκο δηλώνοντας: «Δεν θα διασκεδάσω αυτόν που σκότωσε τον πατέρα μου». Τότε ο δολοφόνος με την παρέμβαση ανθρώπων του μαγαζιού τα μάζεψε κι έφυγε κακήν κακώς.