Ένας άντρας που καταστράφηκε, αλλά δεν ηττήθηκε

«Η ζωή κάθε ανθρώπου, ειπωμένη αληθινά, είναι ένα μυθιστόρημα».

Ένας άντρας που καταστράφηκε, αλλά δεν ηττήθηκε

Αυτή ήταν η άποψη ενός ανθρώπου που έγραψε εξαιρετικά μυθιστορήματα, αποτυπώνοντας μέσα σε αυτά, πολλά κομμάτια της ζωής του. Ο

Έρνεστ Χεμινγουέι, περί ου ο λόγος, γεννιέται το 1899, στο Όουκ Παρκ του Ιλινόις, «μια πόλη, με ανοιχτές αυλές και κλειστά μυαλά», όπως ο ίδιος εύστοχα την περιγράφει.

Στα τρία του χρόνια, σκοτώνει έναν σκαντζόχοιρο και κατ’ εντολή του πατέρα του, τον τρώει. Στην πορεία της ζωής του σκότωσε και πολλά άλλα ζωάκια, ως λάτρης του κυνηγιού. Κλασικός «κυνηγός» και στις σχέσεις του με το άλλο φύλο, κατάφερε να «ρίξει» πολλές γυναίκες στο κρεβάτι του και να τελέσει 4(!) γάμους.

Εκτός από το κυνήγι, αγαπούσε και το ψάρεμα. Η περίφημη νουβέλα του «Ο γέρος και η θάλασσα», η οποία βραβεύτηκε το 1953 με Πούλιτζερ, είναι βγαλμένη, μέσα από προσωπικά του βιώματα. Αλλά και το πάθος του για τις ταυρομαχίες, το έκανε βιβλίο: «Θάνατος στο απομεσήμερο».

Ωστόσο το μεγάλο και καταστροφικό πάθος του, αυτό που σημάδεψε την ζωή του, ήταν το ποτό. «Πίνω για να κάνω τους άλλους ανθρώπους πιο ενδιαφέροντες», ήταν το … αυτοσαρκαστικό άλλοθί του, ενώ η παρότρυνσή του προς άλλους ομοιοπαθείς συναδέλφους, ήταν η ακόλουθη:

«Γράφε μεθυσμένος, διόρθωνε ξεμέθυστος».

Έχει πει κι άλλα ωραία για την τέχνη της συγγραφής:

«Το πιο δύσκολο κομμάτι στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος είναι να το τελειώσεις».

«Μετά το γράψιμο μιας ιστορίας ήμουν πάντα άδειος και ταυτόχρονα λυπημένος και χαρούμενος, σαν να είχα κάνει έρωτα».

Άλλα αγαπημένα του χόμπι , το μποξ, το αμερικανικό ποδόσφαιρο και η… δημοσιογραφία.

Ο σπουδαίος αυτός Αμερικανός συγγραφέας, μέλος της λεγόμενης «Χαμένης γενιάς», ξεκίνησε την σχέση του με το γράψιμο από τις εφημερίδες, τις οποίες θεωρούσε «μεγάλο σχολείο»: «Εκεί μαθαίνεις, την αξία των μικρών και περιεκτικών προτάσεων, την δυναμική των ενεργητικών ρημάτων, την σπουδαιότητα των παραγράφων», συνήθιζε να λέει. Κυρίως εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής, καλύπτοντας μεταξύ άλλων, τον ελληνοτουρκικό πόλεμο και την καταστροφή της Σμύρνης.

Και βέβαια, ήταν η αποστολή του στον εμφύλιο της Ισπανίας που τον οδήγησε να γράψει το κλασικό αριστούργημα της σύγχρονης λογοτεχνίας «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Αλλά και οι εμπειρίες του από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετουσιώθηκαν σ’ ένα σπουδαίο έργο:

«Αποχαιρετισμός στα όπλα».

Το 1954, πήρε το Νόμπελ της λογοτεχνίας. Την άνοιξη του 1961, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Ένα χρόνο πριν, το 1960, είχε νοσηλευτεί στην κλινική Mayo, λόγω της υψηλής του πίεσης, αλλά κυρίως λόγω της κατάθλιψής του και της παράνοιάς του. Υποβλήθηκε σε θεραπείες με ηλεκτροσόκ, οι οποίες ωστόσο όχι μόνο δεν τον βοήθησαν, αλλά του προκάλεσαν μερική απώλεια μνήμης και κατά συνέπεια μεγαλύτερη κατάθλιψη.

Στις 2 Ιουλίου του 1961, αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι, με ένα από τα αγαπημένα του κυνηγητικά όπλα. Τα τελευταίο του θήραμα, ήταν ο εαυτός του. Ο κατεστραμμένος εαυτός του. Είχε και περί αυτού άλλωστε, μια ενδιαφέρουσα θεωρία:

«Ένας άντρας μπορεί να καταστραφεί αλλά όχι να ηττηθεί».