Ο πάπα Γιώργης και ο Επαναστάτης Χριστός
Σαν σήμερα, στις 16 Μαΐου 1988, ο Γιώργος Πυρουνάκης φεύγει από την ζωή, αφήνοντας πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό.
«Αγαπώ τον άνθρωπο, καλό ή κακό, αμαρτωλό ή άγιο, τον δικό ή τον ξένο, τον εχθρό ή τον φίλο, τον αλλόθρησκο, αυτόν που βρίσκεται ακόμη στη γη, ή που ‘χει ανέβει στους ουρανούς. Αγαπώ τον άνθρωπο πάνω από καθετί στον κόσμο».
Αυτή ήταν η «θέση» του πάπα- Γιώργη. Μια θέση καρδιάς κι ανοιγμένων σπλάχνων για να χωράνε το δώρο της ζωής, το δώρο του Θεού, σε όλες του τις εκδοχές. Αυτή ήταν η θεολογική ματιά του πάπα –Γιώργη που έριχνε το βλέμμα του «πέρα από τις γραμμές των οριζόντων», χωρίς να φοβάται «τα δάκρυα τα σκοτεινά». Αυτή ήταν τελικά η προσευχή του πάπα- Γιώργη που σαν θάλασσα απλωνόταν, ίσως για να συναντήσει την «μεγάλη αγαπημένη» του Νίκου Καββαδία, του συμμαθητή του στο Δημοτικό, στον Πειραιά.
Γεννημένος στην Μήλο από Σφακιανούς γονείς, ο Γιώργος Πυρουνάκης έφτασε γρήγορα στο μεγάλο λιμάνι για να βιώσει και να μοιραστεί τον μόχθο και την αγωνία ανθρώπων που παλεύανε από πολύ νωρίς για «μια θέση στον ήλιο».
Για αυτούς τους ανθρώπους ίδρυσε το 1932 την «Φιλική Εταιρεία Νέων», δίνοντάς τους την ευκαιρία να φοιτούν σε νυχτερινά και σε επαγγελματικά σχολεία, ακόμη και στο πανεπιστήμιο· το Λαϊκό Πανεπιστήμιο.
Τοποθετώντας τον Υιό του Θεού στην τάξη που -ιστορικά τουλάχιστον- Εκείνος επέλεξε, καθιέρωσε την «Γιορτή του Εργάτη Χριστού»:
«Ο Χριστός είναι ο Επαναστάτης. Μοναδικός και αναντικατάστατος.
Η επανάστασή Του θα συνεχίζεται ως τη συντέλεια των αιώνων.
Ο Χριστός είναι εδώ. Πάνω στη γη πάντα μαζί μας και θα μείνει ως το τέλος. Θα αγωνιά, θα βασανίζεται και θα ξαναθανατώνεται αναρίθμητες φορές σε κάθε τόπο, σε κάθε εποχή».
Με τέτοιο κήρυγμα που περιλάμβανε ακόμη και διαβήματα αγωνίας για τα πυρηνικά όπλα και την μόλυνση του περιβάλλοντος και με τέτοιο έργο που συνοψιζόταν σε ατελείωτους κοινωνικούς αγώνες, όπως ήταν αναμενόμενο, ο πάπα- Γιώργης κυνηγήθηκε και από το κρατικό, αλλά και από το θρησκευτικό - κυρίως από αυτό το δεύτερο- κατεστημένο.
Έτσι δεν ήταν μόνο την περίοδο της Χούντας που διώχτηκε, ανακρίθηκε και παύτηκε από την ενορία της Ελευσίνας, ήταν και το 1980 που σύρθηκε στα δικαστήρια κατηγορούμενος από αρχιερείς της εποχής για την δράση του. Αθωώθηκε φυσικά και συνέχισε τον αγώνα του. Ακολουθώντας τα πιστεύω του και κάνοντας «πράξη ζωής» το Σύμβολο της Πίστης και το Ευαγγέλιο, αυτά που οι περισσότεροι συνάδελφοί του ιερείς τα αντιμετωπίζουν σαν «αναγνώσματα» προορισμένα να διαβάζονται από… απόσταση ασφαλείας.
Γνωρίζοντας ότι η συνώνυμη λέξη του Χριστού είναι η λέξη Αγάπη και η συνώνυμη της λέξης Αγάπη είναι η λέξη Ελευθερία, διατράνωνε την πεποίθησή του ότι για να έχουμε ελεύθερους πιστούς, χρειάζεται να έχουμε ελεύθερη εκκλησία:
«Η καλύτερη λύση είναι ο χωρισμός από το κράτος. Όχι όμως ο χωρισμός του λαού από την εκκλησία».
Στο πλαίσιο του νόμου Τρίτση, ενός από τους ελάχιστους πολιτικούς που τόλμησε να εκπονήσει σχέδιο διαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας, είχε δημιουργηθεί το αντίστοιχο διοικητικό συμβούλιο, στο οποίο ο παπά- Γιώργης δέχτηκε να διοριστεί, εξηγώντας τότε:
«Αποδέχτηκα την συμμετοχή μου στον ΟΔΕΠ (Οργανισμός Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας) για να βοηθήσω την εκκλησία να απεμπλακεί από ό,τι την καθηλώνει, από τον πλουτισμό και την έλλειψη συνοδικότητας».
Το 1987, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας του επέβαλε τον λεγόμενο «μικρό αφορισμό», δηλαδή απαγόρευση συμμετοχής στην Θεία Ευχαριστία επί δύο έτη.
Αλήθεια, ποιος θνητός μπορεί να απαγορεύσει την μετάληψη, την ενότητα του ανθρώπου με τον Δημιουργό του;
Στις 16/5/1988, ο πάπα- Γιώργης άφησε μια τελευταία πνοή σε τούτο τον κόσμο που τόσο αγάπησε και τόσο ενέπνευσε κοινωνώντας του ελπίδα και φως.
Αυτή την ελπίδα και αυτό το φως συνεχίζει να κοινωνεί με τα λόγια του τα «βαφτισμένα» στον Λόγο Του:
«Ο ελεύθερος άνθρωπος που ποθεί την ελευθερία, δεν καταδέχεται να ντροπιάζει τον εαυτό του με τυραννία, ή υποδούλωση: Αυτός είναι ο άνθρωπος του Θεού».