Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια
Ήταν ένα κυριακάτικο πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου του 1831 όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας δέχτηκε δολοφονική επίθεση έξω από τον Ιερό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος στο Ναύπλιο.
Ο τότε κυβερνήτης της Ελλάδας σκόπευε να παρακολουθήσει την καθιερωμένη θεία λειτουργία, ωστόσο η μοίρα είχε διαφορετικά πλάνα για εκείνον.
Κατά τη διάρκεια της άφιξής του στην εκκλησία, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης τον άρπαξε με το αριστερό χέρι και τον πυροβόλησε στη βάση του κρανίου και συγκεκριμένα πίσω από το δεξί αυτί. Παράλληλα ο Γιώργος Μαυρομιχάλης τον μαχαίρωσε στη δεξιά βουβωνική περιοχή. Αμέσως ο σωματοφύλακας του Καποδίστρια, Γεώργιος Κοζώνης ή Κοκκώνης, βετεράνος της Επανάστασης του 1821, που είχε χάσει το ένα χέρι στο πεδίο της μάχης με τους Οθωμανούς Τούρκους, πυροβόλησε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη ελαφρά στην πλάτη, με τον στρατηγό Φωτομάρα να του δίνει τη χαριστική βολή ρίχνοντάς τον στο έδαφος μετά από πυροβολισμό.
Το πλήθος φανερά αναστατωμένο χτύπησε με μανία τον ανήμπορο να αντιδράσει Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη με αποτέλεσμα να ξεψυχήσει. Στη συνέχεια ο όχλος τον έσυρε έως την πλατεία του Πλατάνου και τον έριξε στη θάλασσα πάνω από τα τείχη του φρουρίου. Από την άλλη ο ανιψιός του, Γιώργος, μπόρεσε να διαφύγει από την προσοχή του πλήθους και να κρυφτεί στη γαλλική πρεσβεία, από την οποία μάλιστα ζήτησε να τον προστατέψει. Ωστόσο μετά τις πιέσεις του κόσμου παραδόθηκε και στην πορεία δικάστηκε από αναρμόδιο στρατοδικείο, το οποίο και τον καταδίκασε σε θάνατο.
Η απόφαση των Μαυρομιχάληδων να εκτελέσουν τον Καποδίστρια δεν ήταν τυχαία και αυτό γιατί οι δύο πλευρές βρίσκονταν σε πόλεμο. Η διένεξή τους ξεκίνησε όταν ο κυβερνήτης της Ελλάδας αποφάσισε να συλλάβει τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας για υποκίνηση σε στάση κατά της κυβέρνησης. Στο άκουσμα της είδησης, ο αδερφός του, Κωνσταντίνος, ταξίδεψε από τη Μάνη στο Ναύπλιο προκειμένου να ζητήσει την απελευθέρωση του αδερφού του. Η προσπάθειά του όμως δεν απέφερε καρπούς δυναμιτίζοντας έτσι το κλίμα της έχθρας.
Μάλιστα, μία μέρα πριν από τη δολοφονία του, ο Καποδίστριας είχε προγραμματίσει να συναντηθεί με τον Πετρόμπεη, όμως ο πολύπειρος πολιτικός είχε τύχει να διαβάσει ένα άρθρο σε βρετανική εφημερίδα που κατέκρινε την πολιτική του και είχε εξοργιστεί με αποτέλεσμα να αναβάλει τη συνάντηση. Επιστρέφοντας στο κελί του, ο γενάρχης της Μάνης ζήτησε να περάσει έξω από το σπίτι του, πράγμα που έγινε.
Με βροντερή φωνή και απευθυνόμενος στους συγγενείς του φώναξε: «Γεια σας, μωρέ σεις παιδιά». Αμέσως γιος και αδελφός βγήκαν στο περβάζι και τον ρώτησαν «Τι κάνεις;». Ο ίδιος, φανερά ταπεινωμένος, τους απάντησε «Να, τα βλέπετε» δείχνοντας τις χειροπέδες. Από εκείνη τη στιγμή οι δύο άνδρες αποφάσισαν να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους και να τιμωρήσουν τον Ιωάννη Καποδίστρια για τη φυλάκιση του συγγενούς τους.
Από την πλευρά του ο Καποδίστριας, αν και δέχθηκε επανειλημμένες προειδοποιήσεις για την ασφάλειά του, αρνούνταν να λάβει μέτρα. Μάλιστα μετά την προσβολή προς το πρόσωπο του Πετρόμπεη οι συνεργάτες του κυβερνήτη τού είχαν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, με τον ίδιο ωστόσο να απαντά: «Αυτές είναι απλώς κουβέντες. Πείτε τους ότι αν με σκοτώσουν, θα σκοτώσουν μαζί μου και την πατρίδα».