Η αλκοολική αθλητική κουλτούρα

Οι κίνδυνοι που μπορεί να προκαλέσει το αλκοόλ στους αθλητές που το καταναλώνουν.

Η αλκοολική αθλητική κουλτούρα

Το αλκοόλ είναι η πιο ευρέως διαδεδομένη ψυχοδιεγερτική ουσία που βρίσκεται στα διάφορα ποτά. Ένα μεγάλο ποσοστό αθλητών, ιδίως στα ομαδικά σπορ καταναλώνουν σημαντικές ποσότητες αλκοόλ ύστερα από αγώνες, γεγονός που σε χρόνια βάση συνιστά σοβαρή απειλή για την υγεία τους.

Περίπου 16,5% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι βαρείς πότες και σε πολλές χώρες ο πληθυσμός των νεαρών αθλητών-φοιτητών καταναλώνει αλκοόλ σε ποσοστό μεγαλύτερο από τον γενικό πληθυσμό. Δυστυχώς η αλκοολποσία έχει ενσωματωθεί στην αθλητική κουλτούρα. Επικρατεί, μάλιστα, η άποψη, ακόμη και μεταξύ προπονητών, ότι το αλκοόλ σε μέτριες ποσότητες βοηθά τον αθλητή να χαλαρώσει και να κοιμηθεί μετά τον αγώνα, μειώνοντας το αίσθημα του πόνου.

Οι βλάβες που προκαλεί, ωστόσο, είναι μακροχρόνιες και πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν δηλητήριο. Η τοξικότητα είναι δοσοεξαρτώμενη και η μέγιστη δόση που συστήνεται μετά την άσκηση και εφόσον το προτιμούν είναι μισό gr/Kgr βάρος σώματος.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει ως ελάχιστη δόση, ώστε να θεωρείται ασφαλές, δύο ποτά την ημέρα καθένα από τα οποία εμπεριέχει 8gr αιθανόλης αλλά ο αριθμός διαφέρει στις διάφορες χώρες, όπως Νέα Ζηλανδία και Αυστραλία, όπου κάθε ποτό περιέχει 10gr ενώ στην Ιαπωνία 19,75gr. Μεγάλες δόσεις αυξάνουν τον κίνδυνο υπέρτασης, εγκεφαλικού, καρκίνου και προκαλούν διαταραχές της συμπεριφοράς.

Εκτός από τη χρόνια δηλητηριώδη δράση του η πρόσληψη 60gr σε μία δόση σχετίζεται με σοβαρές διαταραχές της συνείδησης, όπως επιθετικότητα, με απρόβλεπτο κίνδυνο για τον χρήστη και την κοινωνία.

Η επίδραση του αλκοόλ στον οργανισμό του αθλητή είναι πολύπλοκη και ανεξερεύνητη, εξαρτώμενη από πολλούς παράγοντες όπως η δόση, η ευαισθησία κάθε αθλητή, προϋπάρχοντα νοσήματα, ο μεταβολισμός του, ο χρόνος πρόσληψής του, κ.ά. Πολλές έρευνες δείχνουν αμφιλεγόμενα αποτελέσματα που μπορεί να οφείλονται στην πρόσληψη διαφορετικών δόσεων, αγωνισμάτων, πρωτοκόλλων άσκησης και τη μεταβλητότητα των ατόμων στην ανθεκτικότητα του αλκοόλ.

Οι περισσότερες πρόσφατες μελέτες αποδεικνύουν μείωση της απόδοσης σε αγωνίσματα αντοχής αν το αλκοόλ χορηγηθεί πριν από τον αγώνα, ακόμα και σε ελάχιστες δόσεις. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με παλαιότερες μελέτες που θεωρούσαν ότι η χορήγησή του πριν από τη φυσική δραστηριότητα έχει εργογενή δράση. Επομένως, ο συνδυασμός άσκησης και αλκοόλ είναι επιβλαβής επιλογή, αφού επηρεάζει
την απόδοση με τους εξής τρόπους:

1) Αφυδάτωση λόγω διούρησης. Η ισχυρή διουρητική του δράση είναι αποδεδειγμένη από το 1948 και οφείλεται στην αναστολή της δράσης της αντιδιουρητικής ορμόνης αλλά εξαρτάται από την κατάσταση ενυδάτωσης του αθλητή. Δηλαδή, όταν ο αθλητής είναι αφυδατωμένος η διούρηση είναι χαμηλή. Άμεση συνέπεια της αφυδάτωσης είναι η διαταραχή του θερμορυθμιστικού συστήματος. Η διουρητική δράση εμφανίζεται όταν η συγκέντρωση του αλκοόλ στα προσλαμβανόμενα ποτά είναι πάνω από 4%. 1 gr αιθανόλης παράγει 10 ml ούρα.

2) Παρεμβαίνει στον μεταβολισμό και στους μηχανισμούς παραγωγής ενέργειας, αναστέλλοντας την παραγωγή γλυκόζης στο ήπαρ (νεογλυκογένεση), επειδή το ήπαρ δίνει προτεραιότητα στη διάσπαση και στον μεταβολισμό της γλυκόζης. Συνέπεια της μειωμένης σύνθεσης γλυκόζης είναι η υπογλυκαιμία και η διαταραγμένη απόδοση. Μειωμένη είναι, επίσης, και η ικανότητα επεξεργασίας του γαλακτικού από το ήπαρ.

3) Επηρεάζει τους μηχανισμούς της νευρικής αγωγιμότητας και τη μετάδοση ερεθισμάτων από τα νεύρα στους μύες, με συνέπεια την αδυναμία συνεργασίας των μυϊκών ομάδων, τη διαταραχή της ισορροπίας και τις αντανακλαστικές αντιδράσεις. Η διαταραχή στον μηχανισμό διέγερσης-σύσπασης των μυών διαταράσσει τη λειτουργικότητα και ακεραιότητα του μυϊκού κυττάρου, με αποτέλεσμα την εύκολη απελευθέρωση των ενδοκυττάριων συστατικών του, όπως η κρεατινική φωσφοκινάση (CPK). Επόμενο είναι ότι, ταυτόχρονα, επηρεάζεται η νεφρική λειτουργία, λόγω απόφραξης των νεφρικών σωληναρίων από τη CPK (ραβδομυόλυση).

4) Σε δόσεις πάνω από 1,5gr/Kgr βάρος σώματος διαταράσσει την ποιότητα του ύπνου, την παραγωγή αυξητικής ορμόνης και τεστοστερόνης που συμβάλλουν στη διαδικασία αποδόμησης των ιστών. Η χρόνια μείωση της τεστοστερόνης συνεπάγεται οστεοπόρωση, ατροφία των όρχεων και γυναικομαστία. Ο μηχανισμός επούλωσης και αποκατάστασης μετά από μυϊκό τραυματισμό διαταράσσεται διότι το αλκοόλ δρα ως αγγειοδιασταλτικό, αυξάνοντας τη διαπερατότητα των ήδη τραυματισμένων αγγείων διευκολύνοντας την έξοδο του υγρού από το κυκλοφορικό σύστημα στους ιστούς και επιδεινώνοντας το οίδημα στη θέση της βλάβης. Η ανοσοενδοκρινική λειτουργία, επίσης, επηρεάζεται αρνητικά λόγω διαταραχής της σύνθεσης πρωτεϊνών.

Παραδόξως, όταν το αλκοόλ χορηγείται μετά την άσκηση με αντιστάσεις σε μεγάλες δόσεις (πάνω από 1,5 gr / kgr βάρος σώματος) αυξάνει την ελεύθερη τεστοστερόνη και επομένως δεν επηρεάζει την ανάπτυξη δύναμης.