Ρυπαντές και μεταβολική υγεία

Η επιβλαβής διατροφή αποτελεί σοβαρό παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη αχρονίων μεταβολικών νοσημάτων και όχι μόνο.

Ρυπαντές και μεταβολική υγεία

Η επιβλαβής διατροφή αποτελεί σοβαρό παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη αχρονίων μεταβολικών νοσημάτων και όχι μόνο, καθώς η παρουσία οργανικών ρύπων (συντηρητικών των τροφών, εντομοκτόνων, παρασιτοκτόνων) στις τροφές και κατ’ επέκταση στο σώμα μας συμβάλλουν στην παθογένεση διαφόρων ενδοκρινικών και μεταβολικών παθολογικών καταστάσεων. Οργανικές ενώσεις χλωρίου (οργανοχλωριούχα), πολυχλωριωμένα διφενύλια (PCBf), πολυχλωριωμένες διβενζοδιοξίνες (PCDDs), πολυχλωριωμένα διβενζοφουράνια (PCDFs), τα οποία είναι ευρέως χρησιμοποιούμενα συντηρητικά, κατάλληλα για τη διατήρηση και μεταφορά τροφίμων.

Επειδή οι ουσίες αυτές είναι πολύ ανθεκτικές στη διάσπασή τους από τους μηχανισμούς του μεταβολισμού του σώματος, συσσωρεύονται στον λιπώδη ιστό, όπου παραμένουν για πολλά χρόνια. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι ευθύνονται για την ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2, την αντίσταση στην ινσουλίνη και για τη σχέση μεταξύ δόσης ρυπογόνου φορτίου και αποτελέσματος, δηλαδή μεταβολικών διαταραχών. Η συσσώρευσή τους στον οργανισμό τριπλασιάζει τον προδιαβήτη και εξαπλασιάζει τον διαβήτη σε σχέση με άτομα τα οποία ζουν σε περιοχές με μικρότερη ρύπανση. Σε μια περιοχή με σοβαρή ρύπανση στη Σλοβακία, σε 2.047 άτομα διαπιστώθηκε σημαντική αύξηση μεταξύ των ρύπων που ανιχνεύτηκαν στον ορό του αίματος και του διαβήτη τύπου 2.

Πολλές επιβλαβείς χημικές ουσίες που παράγονται από τους ανθρώπους, σκόπιμα ή άθελά τους, μεταφέρονται στα οικοσυστήματα. Οι ανθεκτικοί στη διάσπαση οργανικοί ρύποι περιέχουν δύο βασικές συνθετικές οργανικές ενώσεις: τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες και τους αλογομένους υδρογονάνθρακες, οι οποίοι περιέχουν οργανικές ενώσεις του χλωρίου (διοξίνες, φουράνια, πολυχλωριωμένες διφαινόλες, τοξαπρένιο και άλλες, όπως το γνωστό DDT). Ιστορικά οι αλογομένοι υδρογονάνθρακες έχει αποδειχθεί ότι είναι οι πιο ανθεκτικοί στη διάσπαση από τη θερμότητα και τη φωτοαποδόμηση, ενώ έχουν χαμηλή διαλυτότητα στο νερό και υψηλή στο λίπος. Οι διοξίνες και τα παράγωγά τους τείνουν να συσσωρεύονται σε μεγαλύτερη έκταση από τους λιγότερο χλωριωμένους υδρογονάνθρακες, επειδή ο μεταβολισμός και η απέκκρισή τους είναι βραδύτερη από το σώμα, με συνέπεια να έχουν μεγαλύτερη τοξικότητα στον οργανισμό. Υπάρχει μια κατηγορία από 209 συγγενείς ενώσεις που δεν έχει βρεθεί η καταγωγή της.

Αυτές οι ουσίες συσσωρεύονται σε μεγαλύτερη συγκέντρωση στους ανθρώπους που αποτελούν το κορυφαίο είδος της τροφικής αλυσίδας. Επίσης παραμένουν στο έδαφος και στο νερό και εκδηλώνουν τοξικότητα για πολλά χρόνια, αφού μέσω του εδάφους εισέρχονται στον κύκλο της διατροφικής αλυσίδας. Γενικά δεν έχουν μόνο μακρά διάρκεια ζωής, παραμένοντας στο περιβάλλον για δεκαετίες, αλλά έχουν και μεγάλη διασπορά μέσω του αέρα, των ποταμών και των ζώντων οργανισμών. Εισερχόμενα στην τροφική αλυσίδα συσσωρεύονται στους ιστούς των τροφών, δηλητηριάζοντας όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Επειδή δεν μεταβολίζονται, ούτε αποβάλλονται εύκολα, ακόμα και αν εισέρχονται σε μικρές δόσεις καθημερινά, συσσωρεύονται και ανιχνεύονται σε μεγάλες ποσότητες μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Σημαντικές ποσότητες έχουν ανιχνευθεί στα βιολογικά υγρά, όπως το αίμα, το λίπος και το γάλα.

Τον Μάιο του 2001 το DDT και πολλές άλλες ενώσεις απαγορεύτηκαν από τη Συνθήκη της Στοκχόλμης.

Δρόσος Βενετούλης

Πνευμονολόγος, τ. Δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά