Λιπώδης ιστός και διατροφή

Βιολογικοί, ψυχολογικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες μπορεί να συμβάλουν στην αλλαγή του μοντέλου διατροφής.

Λιπώδης ιστός και διατροφή

Βιολογικοί, ψυχολογικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες μπορεί να συμβάλουν στην αλλαγή του μοντέλου διατροφής από τον μεσογειακό τύπο με τη μεγάλη ποικιλία τροφών, όπως κρέας, αβγά, φρούτα, λαχανικά, σε λήψη επεξεργασμένων τροφών με έμφαση στα γαλακτοκομικά, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε στέρηση βασικών θρεπτικών ουσιών, λόγω φτωχής ποικιλίας της διατροφής, με συνέπεια επιδείνωση της θρεπτικής κατάστασης και αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα.

Έχει βρεθεί ότι οι ποσότητες βιταμινών Ε, D,C, B1,B12, φολικό οξύ, σιδήρου, καλίου, ασβεστίου και άλλων βιοδραστικών ουσιών, όπως πολυφαινόλες, καροτινοειδή, φυτοστερόλες, είναι σε κατώτερη ποσότητα στα επεξεργασμένα τρόφιμα απ’ ό,τι συστήνεται, ιδιαίτερα για τους ηλικιωμένους.

Οι θρεπτικές ουσίες μπορεί να επηρεάσουν τον λιπώδη ιστό σε σχέση με τη σύσταση, την κατανομή και τη λειτουργία. Οι ίνες από τα δημητριακά φαίνεται να παρέχουν προστασία έναντι της ανάπτυξης χρόνιων νοσημάτων, όπως μεταβολικό σύνδρομο, καρδιαγγειακή νόσος, σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2. Η υψηλή πρόσληψη ινών δημητριακών, ιδιαίτερα ολικής άλεσης, σχετίζεται με μείωση του σωματικού βάρους και του ποσοστού λίπους του σώματος. Μειώνονται, επίσης, οι δείκτες χαμηλού βαθμού ύπουλης χρόνιας φλεγμονής.

Σε μια μελέτη με αξονική τομογραφία σε άτομα 32 έως 82 ετών η πρόσληψη ολικής άλεσης δημητριακών σχετίστηκε με μείωση του υποδόριου και σπλαχνικού λίπους, ενώ η πρόσληψη επεξεργασμένων δημητριακών σχετίστηκε με αύξησή του. Η πρόσληψη λαχανικών και φρούτων σχετίστηκε με ελάχιστη φλεγμονή. Η ωφέλιμη επίδραση των ολικής άλεσης δημητριακών στην ποσότητα και κατανομή του υποδόριου και σπλαχνικού λίπους πιθανότατα οφείλεται στο αίσθημα κορεσμού και στις επιδράσεις τους στις ορμόνες του γαστρεντερικού συστήματος, ενώ οι αντιφλεγμονώδεις δράσεις των φρούτων και λαχανικών οφείλονται στα ειδικά συστατικά τους, όπως φυτοχημικά, πολυφαινόλες και άλλα. Η κουρκουμίνη έχει ισχυρές αντιφλεγμονώδεις και αντιλιπογενητικές επιδράσεις σε πειραματόζωα με ποντίκια. Η ρεσβερατρόλη, μια πολυφαινόλη που βρίσκεται στο κρασί, στα φιστίκια, στα μούρα και στα κράνμπερι, έχει σημαντική αντιφλεγμονώδη δράση στον λιπώδη ιστό, μειώνει τη λιπογένεση, ενώ αναστέλλει την έκκριση φλεγμονωδών ουσιών όπως η ρεζιστιβίνη, αυξάνοντας ταυτόχρονα την έκκριση ωφέλιμων αντιφλεγμονωδών ουσιών όπως η αδιπονεκτίνη. Ο τύπος των λιπών που προσλαμβάνονται με την τροφή είναι ένας σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τη δομή και τη λειτουργία του λιπώδους ιστού. Η πρόσληψη κεκορεσμένων λιπαρών οξέων (ΚΛΟ) σχετίζεται με παχυσαρκία, αυξημένο ποσοστό λίπους στον κορμό σε ηλικιωμένους άνδρες και γυναίκες και χρόνια φλεγμονή. Τα ΚΛΟ προκαλούν διήθηση του λιπώδους ιστού με φλεγμονώδη κύτταρα, πυροδοτώντας χαμηλού βαθμού ήπια φλεγμονή και αντίσταση των κυττάρων στην ινσουλίνη, λόγω απελευθέρωσης φλεγμονωδών παραγόντων.

Τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (ΜΛΟ) έχει αποδειχθεί ότι ανταγωνίζονται τη φλεγμονή που πυροδοτείται από άλλους παράγοντες. Αρκετές μελέτες δείχνουν ότι τα ΜΛΟ αναστέλλουν τη λιπογένεση, μειώνοντας την έκκριση φλεγμονωδών παραγόντων από τα λιποκύτταρα. Σημειώνεται ότι το ολεϊκό οξύ βελτιώνει την ευαισθησία της ινσουλίνης σε παχύσαρκους. Η δράση τους φαίνεται ότι οφείλεται στην αύξηση της λιπόλυσης και της ταυτόχρονης μείωσης της εναπόθεσης λίπους.

Τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (ΠΛΟ) που βρίσκονται στα καρύδια αυξάνουν την έκκριση αδιπονεκτίνης, ουσίας γνωστής για το αντιφλεγμονώδες προφίλ της. Σε ένα δείγμα ατόμων μέσης ηλικίας 67 ετών η κατανάλωση καρυδιών μείωσε το ποσοστό λίπους και βελτίωσε τη σύσταση του σώματος. Σε μια άλλη μελέτη σε άτομα μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας, και στα δύο φύλα, βρέθηκε ότι η πρόσληψη πρωτεΐνης, μέσω διατροφής, σχετίζεται με ελαφρά αύξηση του ποσοστού λίπους.

Δρόσος Βενετούλης

Πνευμονολόγος, τ. δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά.