Διαβήτης και άσκηση

Παρ’ όλο που η άσκηση είναι το βασικό θεραπευτικό μέσο στην αντιμετώπιση του διαβήτη, αρκετές όψεις της νόσου πρέπει να εξεταστούν.

Διαβήτης και άσκηση

Παρ’ όλο που η άσκηση είναι το βασικό θεραπευτικό μέσο στην αντιμετώπιση του διαβήτη, αρκετές όψεις της νόσου πρέπει να εξεταστούν, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του κάθε αθλητή. Αναμφίβολα η συμβολή της συνίσταται στο ότι μειώνει σε σημαντικό βαθμό την ποσότητα των αντιδιαβητικών δισκίων και την ινσουλίνη.

Η αύξηση της συγκέντρωσης της γλυκόζης του αίματος ύστερα από ένα γεύμα διεγείρει την έκκριση της ινσουλίνης από τα β-κύτταρα του παγκρέατος. Η ινσουλίνη μειώνει το επίπεδο της γλυκόζης του αίματος αυξάνοντας την πρόσληψή της από τους μυς και το λίπος, ενώ ταυτόχρονα αναστέλλει τη διάσπαση του γλυκογόνου του ήπατος. Όταν η γλυκόζη του αίματος είναι χαμηλή, μια αντίθετης δράσης ορμόνη, η γλυκαγόνη, που παράγεται επίσης από το πάγκρεας, διεγείρει το ήπαρ να παράγει γλυκόζη, ενώ παράλληλα καταστέλλεται η έκκριση της ινσουλίνης. Κατά τη διάρκεια της άσκησης η ινσουλίνη καταστέλλεται εν μέρει για να διευκολύνει την απελευθέρωση γλυκόζης από το ήπαρ. Εντούτοις τα μυϊκά κύτταρα είναι πιο ευαίσθητα στην παραμένουσα ινσουλίνη, διευκολύνοντας την πιο αποτελεσματική πρόσληψη γλυκόζης. Τελικά τα επίπεδα της γλυκόζης μειώνονται μέτρια αλλά όχι στα επίπεδα της υπογλυκαιμίας, εξαιτίας αφενός της μείωσης της έκκρισης ινσουλίνης και αφετέρου της αύξησης της έκκρισης των αντιρροπιστικών ορμονών, όπως είναι η γλυκαγόνη. Μετά το πέρας της άσκησης τα επίπεδα της ινσουλίνης αυξάνονται για να συμβάλλουν στην αποθήκευση της περίσσειας γλυκόζης, η οποία είχε απελευθερωθεί στο αίμα για τις αυξημένες ανάγκες της άσκησης.

Διαβητικοί αθλητές οι οποίοι δεν λαμβάνουν ινσουλίνη δεν παρουσιάζουν υπέρ ή υπογλυκαιμικά επεισόδια κατά την άσκηση, ενώ οι εξαρτώμενοι από ινσουλίνη έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εξαιτίας της εξωγενούς χορήγησης της ινσουλίνης. Οι επιδράσεις της υπογλυκαιμίας περιλαμβάνουν διαταραχές του αυτόνομου νευρικού συστήματος (συμπαθητικό-παρασυμπαθητικό) με διαταραχές της αρτηριακής πίεσης και των σφίξεων, συμπτώματα πείνας, ιδρώτα, ανησυχία, αίσθημα παλμών, ζάλη, πονοκέφαλο, κόπωση, αδυναμία και σύγχυση. Πολλοί διαβητικοί αθλητές με επιπλοκές της νόσου τους (αμφιβληστροειδοπάθεια, νεφροπάθεια, αγγειοπάθεια κ.ά.) χρειάζονται εξατομικευμένη δόση της προπόνησης και η αντιμετώπισή τους είναι δύσκολη. Η διακοπή του καπνίσματος και του αλκοόλ, η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και η αντιμετώπιση του λιπιδαιμικού προφίλ είναι σημαντικά για την πρόληψη των επιπλοκών. Η τριάδα διατροφή-άσκηση-φάρμακα είναι σημαντική στη γλυκαιμική ρύθμιση. Πρώτη προτεραιότητα είναι η ρύθμιση της γλυκοζυλιομένης αιμοσφαιρίνης. Στον νεανικό σακχαρώδη διαβήτη όταν η γλυκοζυλιομένη αιμοσφαιρίνη είναι περισσότερη από 9% δεν συνιστάται έντονη άσκηση μέχρι να πέσει κάτω από 6%. Στους διαβητικούς τύπου 2, με κακώς ρυθμισμένη γλυκοζυλιομένη αιμοσφαιρίνη, το πρόγραμμα άσκησης πρέπει να αρχίζει βαθμιαία και όσο βελτιώνεται η γλυκοζυλιομένη αιμοσφαιρίνη να αυξάνεται διαδοχικά και η διάρκεια της έντασης.

Όταν υπάρχει στεφανιαία νόσος, πρέπει να καθοριστούν οι εφεδρείες του ασθενούς με τεστ κόπωσης. Κατά πόσο οι ασυμπτωματικοί διαβητικοί πρέπει να ελέγχονται με τεστ κόπωσης αποτελεί επίμαχο θέμα. Διαβητικοί με στεφανιαία νόσο χωρίς ισχαιμία ή σοβαρές αρρυθμίες μπορούν να συμμετέχουν σε έντονη άσκηση μέχρι το 60% έως 80% της μέγιστης καρδιακής συχνότητας. Σε αυτούς με ισχαιμία ο στόχος των μέγιστων σφίξεων πρέπει να είναι 10% κάτω του ισχαιμικού κατωφλίου. Διαβητικοί με περιφερική αγγειακή νόσο, με συμπτώματα χωλότητας χρειάζονται συχνές διακοπές κατά την περίοδο της άσκησης ώστε να ελαττώνεται η εκδήλωση συμπτωμάτων. Επιβάλλεται περπάτημα ή άλλες χαμηλής έντασης δραστηριότητες κάτω από το επίπεδο εμφάνισης συμπτωμάτων.

Παθολογικές απαντήσεις της αρτηριακής πίεσης και του σφυγμού στην έντονη προσπάθεια, αυξημένες σφίξεις ηρεμίας και ορθοστατική υπόταση αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο σιωπηρής ισχαιμίας και ξαφνικού θανάτου. Συνεπώς διαβητικοί με μεγάλο ρίσκο που εμφανίζουν διαταραχές της θερμορύθμισης και δυσανεξία σε ζεστό ή κρύο περιβάλλον χρειάζονται προσοχή και συχνό έλεγχο και να υποβάλλονται, οπωσδήποτε σε τεστ κόπωσης προτού ακολουθήσουν ένα πρόγραμμα άσκησης.

Δρόσος Βενετούλης

Πνευμονολόγος, τ. Δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά.