Η γυναίκα υπερμαραθωνοδρόμος

Αναφορικά με την ικανότητα απόδοσης υπάρχουν σημαντικές διαφορές στα αγωνίσματα μεταξύ των δύο φύλων.

Η γυναίκα υπερμαραθωνοδρόμος

Αναφορικά με την ικανότητα απόδοσης υπάρχουν σημαντικές διαφορές στα αγωνίσματα μεταξύ των δύο φύλων, οι οποίες οφείλονται σε βιολογικούς, γενετικούς, κυτταρικούς και, κυρίως, ορμονικούς, αλλά και σε άλλους παράγοντες.

Σε μια μελέτη που έγινε με περισσότερα από 5 εκατομμύρια άτομα, από 15.000 αγώνες, μεταξύ 1996 και 2018, σε αγώνες μεγάλων αποστάσεων διαπιστώθηκε ότι όσο η απόσταση του αγώνα μεγάλωνε τόσο η διαφορά στην απόδοση μεταξύ ανδρών και γυναικών μίκραινε. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα ποιοι είναι οι πρωτεύοντες παράγοντες που καθορίζουν την απόδοση σε έναν υπερμαραθώνιο. Αν και η απόδοση σε έναν μαραθώνιο εξαρτάται από τη μέγιστη κατανάλωση οξυγόνου, το κατώφλι του γαλακτικού και την οικονομία του τρεξίματος, εντούτοις η απόδοση σε αγώνες άνω των 6 ωρών εξαρτάται, κυρίως, από άλλους παράγοντες, όπως:

  • Η ανεκτικότητα (ανοχή) στην κόπωση, δηλαδή πόση ώρα οι μύες και οι αρθρώσεις θα αντέξουν στην καταπόνηση και κατά πόσο τα διάφορα συστήματα της οξεοβασικής ισορροπίας, της παραγωγής ενζύμων, της αντιοξειδωτικής προστασίας θα διατηρήσουν την επάρκειά τους.
  • Η μορφολογία των μυών και ο τύπος των μυϊκών ινών. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν δύο τύποι μυϊκών ινών. Ο τύπος 1, κατάλληλος για αερόβια άσκηση, και ο τύπος 2, κατάλληλος για άσκηση δύναμης και ταχύτητας.
  • Η σωστή και αποδοτική χρήση του λίπους για παραγωγή ενέργειας.
  • Η διαφορετική επίδραση των ορμονών στα όργανα-στόχος μεταξύ ανδρών και γυναικών.
  • Η διαχείριση της επιβάρυνσης του γαστρεντερικού συστήματος.
  • Η διαχείριση της νευρομυϊκής και ψυχοπνευματικής κόπωσης.

Όσον αφορά την αντίσταση στη μυϊκή κόπωση και τη νευρομυϊκή ρύθμιση, φαίνεται ότι οι γυναίκες υπερέχουν γιατί, αναλογικά με τους άνδρες, έχουν μεγαλύτερο αριθμό μυϊκών ινών τύπου 1 (οι οποίες είναι κατάλληλες για αερόβια άσκηση, επειδή περιέχουν μεγάλο αριθμό μιτοχονδρίων) και μικρότερο αριθμό μυϊκών ινών τύπου 2, ικανών να παράγουν δύναμη και ισχύ (αερόβιες 44% έναντι αναεροβίων 36%). Επιπλέον, επειδή έχουν μικρότερη μυϊκή μάζα έχουν, αναλογικά, μεγαλύτερη αγγείωση, γεγονός που διευκολύνει την ανταλλαγή οξυγόνου και θρεπτικών ουσιών μεταξύ αίματος και μυϊκών ινών.

Αυτοί οι δύο ανωτέρω παράγοντες δημιουργούν μικρότερες απαιτήσεις (ανάγκες έργου) από το καρδιοκυκλοφορικό και νευρικό σύστημα και επομένως μεγαλύτερη αντοχή των γυναικών στην κόπωση σε σύγκριση με τους άντρες υπερμαραθωνοδρόμους.

Ένα άλλο πλεονέκτημα των γυναικών, όσο η απόσταση μεγαλώνει και η ταχύτητα αναγκαστικά μειώνεται, είναι ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν πιο αποτελεσματικά το λίπος για παραγωγή ενέργειας. Είναι δηλαδή καλύτερες «μηχανές» καύσης του λίπους, γεγονός που συνεπάγεται περισσότερη οικονομία σε υδατάνθρακες και καθυστέρηση της κόπωσης. Η περισσότερη ενεργοποίηση του λίπους οφείλεται στο ότι έχουν σε μεγαλύτερη ποσότητα ένα ένζυμο-πρωτεΐνη (CD36), το οποίο κινητοποιεί και συμβάλλει στη χρησιμοποίηση των ελεύθερων λιπαρών οξέων ως μονάδων ενέργειας. Οι έρευνες έχουν δείξει ότι ακόμη και σε συνθήκες ηρεμίας οι γυναίκες χρησιμοποιούν περισσότερο λίπος σε σχέση με τους άνδρες δρομείς. Επιπροσθέτως, τα οιστρογόνα επάγουν την οξείδωση των λιπαρών οξέων και παράλληλα επιβραδύνουν τον ρυθμό καύσης των υδατανθράκων.

Οι ορμόνες του φύλου, δηλαδή τα οιστρογόνα, η προγεστερόνη και η τεστοστερόνη, υπάρχουν και στα δύο φύλα, αλλά με διαφορετικές συγκεντρώσεις και ρόλους. Τα οιστρογόνα έχουν θετική επίδραση στην αθλητική απόδοση των γυναικών, μειώνουν τη φλεγμονή επιταχύνοντας την ανάκτηση και συμβάλλουν στην αυξημένη ενεργοποίηση των νευρικών οδών. Το πρόβλημα με τα οιστρογόνα είναι ότι επηρεάζουν τις ελαστικές δομές των τενόντων και των συνδέσμων και τις κάνουν πιο ευάλωτες σε τραυματισμούς. Ένα άλλο πρόβλημα είναι η διακύμανση των ορμονών κατά τον εμμηνορυσιακό κύκλο, εξαιτίας της αυξομείωσης του επιπέδου των οιστρογόνων. Τα χαμηλά επίπεδα της τεστοστερόνης θεωρείται ότι ενοχοποιούνται για την υστέρηση των γυναικών σε αγωνίσματα δύναμης και ταχύτητας. Η δράση της τεστοστερόνης, που αρχίζει από την εφηβική ηλικία, ευθύνεται για την αύξηση της μυϊκής μάζας, τη μείωση του λίπους, την αύξηση της αιμοσφαιρίνης και της ικανότητας σύνθεσης πρωτεϊνών, τα οποία συμβάλλουν στη γρήγορη ανάκτηση στους άνδρες. Από την άλλη οι παρενέργειές της συνίστανται στην αυξημένη παρορμητικότητα σε επικίνδυνες συμπεριφορές και λανθασμένες επιλογές. Σε αγώνες 100 χιλιομέτρων διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες επέλεγαν να τρέχουν αρχικά αργά και να αυξάνουν ταχύτητα κατά τα τελευταία χιλιόμετρα, ενώ σε πολλούς μαραθώνιους έχει βρεθεί ότι η μεταβολή του ρυθμού στους άντρες είναι 15,6%, ενώ στις γυναίκες 11,7%.

Δρόσος Βενετούλης

Πνευμονολόγος, τ. δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά