Η κατάθλιψη του Μπρους Σπρίνγκστιν και η ταραγμένη σχέση με τον πατέρα του

Τα παιδικά χρόνια του Μπρους Σπρίνγκστιν στο Νιου Τζέρσεϊ δεν ήταν ιδανικά και η οικογένειά του πάλευε με τη φτώχεια.

Η κατάθλιψη του Μπρους Σπρίνγκστιν και η ταραγμένη σχέση με τον πατέρα του

Ο μικρός Μπρους αισθανόταν οικεία μόνο με τη μητέρα του, Αντέλ Αν Ζερίλι, γραμματέα σε δικηγορικό γραφείο, σε αντίθεση με τον πατέρα του, Ντάγκ Σπρίνγκστιν.

Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Μπρους: «Το σπίτι μου ήταν χαρούμενο και φωτεινό, αλλά υπήρχε και η κουζίνα. Κι όταν πήγαινες στην κουζίνα, η ενέργεια από αυτό που συνέβαινε εκεί ήταν απειλητική. Ήταν ένα σκοτεινό σιωπηλό μέρος. Ο αέρας ήταν παχύρρευστος. Τόσο, μα τόσο παχύρρευστος! Σαν να κολυμπάς σε μια θάλασσα από πηχτή και σκοτεινή μελάσα. Έπρεπε να περάσεις μέσα από αυτήν χωρίς να ενοχλήσεις ή να τραβήξεις την προσοχή επάνω σου».

Η σχέση του Μπρους με τον πατέρα του ήταν πολύπλοκη εξ’ αρχής: Μέχρι τα 6 του, στον ρόλο της μητέρας του στάθηκε η γιαγιά του, Αλίκη, μητέρα του Νταγκ Σπρίνγκστιν. Αυτό δημιούργησε κάποιου είδους ανταγωνισμό ανάμεσα σε πατέρα και γιο.

Ο μικρός Μπρους είχε την αίσθηση ότι αυτός ήταν η αιτία των πολλών εκρήξεων οργής του πατέρα του, ιδιαίτερα μετά από μερικά ποτηράκια, το βράδι στην κουζίνα.

«Κυριαρχούσε μέσα στο σπίτι διαφεντεύοντας γεμάτος σιωπή και μνησικακία. Ο θρόνος του ήταν μια καρέκλα στο τραπέζι της κουζίνας. Κάθε νύχτα καθόταν στο σκοτάδι πίνοντας και προετοιμάζοντας την επόμενη έκρηξή του. Ήταν ένα σιωπηλό επιβλητικό ηφαίστειο φτιαγμένο από τη βραδινή σκοπιά που φυλούσε, με τη φαινομενική του ακινησία να καλύπτει μια κατακόκκινη ομιχλώδη οργή».

Ο Μπρους δεν ικανοποιούσε τις προσδοκίες του πατέρα του. Οι λεπτοί του τρόποι, η ευγένεια και η τρυφερότητα που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του, φαίνονταν θηλυπρεπείς στον Νταγκ, έναν σκληροτράχηλο Ιρλανδο – Ῑσπανό οδηγό λεωφορείου στο Νιου Τζέρσεϊ.

Προσπάθησε να αποτυπώσει την ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα της ΄΄κουζίνας΄΄ στο πιο ατμοσφαιρικό και σκοτεινό του άλμπουμ, το ‘Nebraska’ και ιδιαίτερα στο τραγούδι ‘My father’s house’.

Η πρώτη του κρίση κατάθλιψης το 1982

Δεν ήταν σύμπτωση το γεγονός ότι λίγο μετά την κυκλοφορία αυτού του δίσκου, ήρθε η πρώτη μεγάλη του κρίση. Ήταν κατά τη διάρκεια ενός οδοιπορικού που έκανε με τον φίλο του Ματ Ντέλια, από το Νιου Τζέρσεϊ στο Λος Άντζελες, με μια παλιά Ford.

Ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα η Ford διέσχιζε το Τέξας, όταν συνάντησαν ένα τοπικό πανηγύρι. Κόσμος τραγουδούσε, οικογένειες χόρευαν μες το δρόμο, μια εικόνα αυθεντικής ευτυχίας.

«Εκείνη η στιγμή της πορείας, μακριά από όλα τα συνηθισμένα μπερδέματα της ζωής και της αγάπης, μου αποκάλυψε πόσο πολύ μου κόστιζε”.

Ένιωσε σαν να βυθίζεται σε ένα ατελείωτο σκοτάδι. Για καλή του τύχη και με τη βοήθεια των δικών του ανθρώπων, πήρε τη σωστή απόφαση: Ξεκίνησε την ψυχανάλυση και άρχισε να ΄΄σκάβει΄΄ μέσα του με γενναιότητα. Έτσι κατάφερε να βγει από το βούρκο.

Η επίσκεψη του πατέρα του

Δέκα χρόνια αργότερα, πλησίαζε η δική του ώρα του να γίνει πατέρας, όταν συνέβη κάτι μοναδικό. Τον επισκέφτηκε ο τελευταίος άνθρωπος που θα φανταζόταν. Ο πατέρας του. Ο Νταγκ Σπρίνγκστιν εκμυστηρεύτηκε στον Μπρους, ότι όλα αυτά τα χρόνια, υπέφερε από παρανοϊκή σχιζοφρένεια. Ήταν βαθιά δυστυχισμένος λόγω ενός τραγικού γεγονότος που είχε σημαδέψει και τη δική του οικογένεια.

Ήταν ο τραγικός χαμός της 5χρονης αδερφούλας του, Βιρτζίνια, όταν αυτός ήταν μόλις 2 χρονών. Την είχε σκοτώσει κατά λάθος οδηγός φορτηγού που έκανε μανούβρα έξω από το πατρικό του σπίτι.

Μετά το συμβάν, όλη η οικογένεια του μικρού Νταγκ και κυρίως η μητέρα του και γιαγιά του Μπρους, Αλίκη, βυθίστηκαν στη θλίψη και τη μελαγχολία. Ο ίδιος μεγάλωσε χωρίς τα γέλια, τα παιχνίδια και την τρυφερότητα που είχε ανάγκη ένα παιδί, αλλά και χωρίς καμιά ιδέα για το πώς να παλέψει με τους δαίμονές του.

Διάλεξε να επισκεφτεί εκείνη τη στιγμή τον Μπρους και να του αποκαλύψει την αλήθεια, ώστε ο γιος του να αποφύγει τα ίδια λάθη με τον εαυτό του και με τα παιδιά του. Για τον Μπρους Σπρίνγκστιν, ήταν μια στιγμή ανακούφισης, αυτογνωσίας, αλλά και φόβου.

Μπορούσε πλέον να δικαιολογήσει τον πατέρα του, ακόμα και να τον συγχωρήσει, αν όμως έκανε κι αυτός το ίδιο στην οικογένειά του; Ή αν πάθαινε κι αυτός παρανοϊκή σχιζοφρένεια;

Κατάφερε εν τέλει να κρατήσει το πατρικό πρότυπο, πετώντας στα σκουπίδια τα στοιχεία που είχε κληρονομήσει από τη συμπεριφορά του πατέρα του και που του στερούσαν την ελευθερία, την ωριμότητα να γίνει αυτός που ήθελε πραγματικά.

Κάπως έτσι έγινε το παιδί της εργατικής τάξης στα τραγούδια του, ακόμα και στο εξώφυλλο του ‘Born in the USA’, ένας εργάτης γιος του εργάτη πατέρα του αλλά απαλλαγμένος από αυτόν, ταυτόχρονα.

«Μιμούμαστε εκείνους την αγάπη την οποίων επιζητούμε, αλλά δεν πήραμε ποτέ. Είναι ο μόνος τρόπος για να έχουμε αυτό που ζητάμε. Γι’ αυτό, όταν ήρθε η ώρα, επέλεξα τη φωνή του πατέρα μου, γιατί σε αυτήν υπήρχε κάτι ιερό για μένα».

Ο Μπρους ΄΄έπιασε πάτο΄΄ ψυχολογικά πολλές φορές, έφτασε κοντά στην αυτοκτονία αλλά η αγάπη του για τη ζωή πάντα νικούσε:

«Κοίτα, είχα έναν πολύ κολλητό φίλο που αυτοκτόνησε. Τον είχα σαν τρίτο γιο. Ήμουν ο μέντοράς του. Τελικά δεν ξέρω κανέναν που μπορεί με σιγουριά να εξηγήσει εκείνες τις στιγμές που οδηγούν κάποιον να κάνει κάτι τέτοιο. Αν, λοιπόν, μπορώ να καταλάβω το πώς κάποιος φτάνει μέχρι εκεί; Ναι. Νομίζω ότι έχω νιώσει αρκετή απελπισία».
Ο θάνατος του πατέρα του

Όταν ο Νταγκ Σπρίνγκστιν πέθανε, ο Μπρους φτυάρισε ο ίδιος το χώμα που τον σκέπασε. Ήταν μια μυστικιστική καθαρτική πράξη, την είχε ανάγκη.

Προσπάθησε να προσφέρει την αγάπη που δεν είχε εισπράξει ο ίδιος, στα παιδιά του. Πάλεψε για να είναι εκεί στα προβλήματά τους, να τους ετοιμάζει το πρωινό, κάτι εξαιρετικά δύσκολο για έναν ΄΄βραδινό΄΄ τύπο σαν τον Μπρους, όπως παραδέχεται.

Δεν κατάφερε να χτίσει μια σωστή σχέση με την πρώτη του σύζυγο, την Τζούλιαν Φίλιπς, δεν επανέλαβε όμως τα ίδια λάθη με τη δεύτερη, την Πάτι Σιάλφα, με την οποία είναι παντρεμένος από το 1991. Έκαναν μαζί τρία παιδιά και τα μεγάλωσαν στο Νιου Τζέρσεϊ, σε αυτό ο Σπρίνγκστιν ήταν ανένδοτος!

Κι όμως, η κατάθλιψη του ξαναχτύπησε την πόρτα εκεί λίγο πριν τα εξήντα. Πάλεψε ξανά με τους δαίμονές του και τα κατάφερε, με τη βοήθεια της ψυχανάλυσης και των δικών του ανθρώπων.

Πλέον στα 72 του, είναι έτοιμος για νέες περιπέτειες. Άλλωστε το μότο του ήταν πάντα: «Η νοσταλγία των μεγάλων ημερών είναι ένας πρόωρος θάνατος»!

Πηγή: mixanitouxronou.gr