Mελομακάρονα και κουραμπιέδες, η προέλευση της ονομασίας τους
Mελομακάρονα και κουραμπιέδες είναι τα εδέσματα των Χριστουγέννων. Πώς πήραν το όνομα τους.
Ο Δημήτρης Σταθακόπουλος, δρ. Κοινωνιολογίας της Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου, αναφέρει σε πόνημα του πώς πήραν το όνομα τους οι κουραμπιέδες.
Qurabiya στα Αζέρικα, kurabiye, στα τούρκικα και φυσικά κουραμπιές στα ελληνικά, που στην κυριολεξία σημαίνει kuru = ξηρό, biye = μπισκότο. Η ονομασία όμως μπισκότο καθιερώθηκε τον Mεσαίωνα, προερχόμενη από το λατινογενές bis-cuit, που σημαίνει ψημένο δύο φορές (στα αρχαία ελληνικά λεγόταν δί-πυρον), ως τεχνική ψησίματος για να μην «χαλάει» εύκολα ο άρτος, κυρίως των στρατιωτών και των ναυτικών.
Ολυμπιακός: Κινήσεις επίθεσης από την αρχή χωρίς τέλος
Στα σύγχρονα ιταλικά, η λέξη είναι biscotto (τo cookies έχει φλαμανδική/ολλανδική προέλευση και αργότερα πέρασε στην αγγλική γλώσσα). Το λατινικό bis-cuit διαδόθηκε μέσω των Βενετών εμπόρων και στην Ασία, όπου καθιερώθηκε ως παραφθορά της λατινικής λέξης, σε biya/biye, οπότε συνδέθηκε με το δικό τους qura /kuru (ξηρό) και έδωσε τη νέα μικτή (λατινο-ανατολίτικη) λέξη qurabiya/kurabiye, η οποία με τη μορφή αντιδάνειου ξαναγύρισε στη δύση και στην Ελλάδα το ονομάσαμε το «κουραμπιές» με την έννοια του ξηρού μπισκότου, που διανθίστηκε με αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη.
Πρωτοεμφανίστηκε στην Περσία, τον 7ο αιώνα, όταν η ζάχαρη διαδόθηκε στην περιοχή, αλλά τον συναντήσαμε και στον Λίβανο. Ένα είδος κουραμπιέ με την ονομασία Πολβορόν (Polvorón) είναι διαδεδομένο στις ισπανόφωνες χώρες και το νότιο Τέξας.
Μικρασιάτες πρόσφυγες από την Καρβάλη της Καππαδοκίας εγκαταστάθηκαν στο Νομό Καβάλας το 1924 τη Νέα Καρβάλη και μετέφεραν την παραδοσιακή συνταγή κουραμπιέδων. ΟΙ πιο γνωστοί παραδοσιακοί κουραμπιέδες είναι αυτοί της Νέας Καρβάλης.
Τα μελομακάρονα εξάλλου έχουν ετυμολογικά αρχαιοελληνική προέλευση παρότι το δεύτερο συνθετικό παραπέμπει στο ιταλικό "μακαρόν", αλλά δεν έχει καμμία σχέση με αυτό.
Η λέξη «μακαρόνι» παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία» (επρόκειτο για νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό). Η μακαρωνία προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μακαρία», που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία.
Μετά η μακαρία περιλούστηκε με σιρόπι μελιού και ονομάστηκε: μέλι+μακαρία = μελομακάρονο και καθιερώθηκε ως γλύκισμα του 12ημέρου, κυρίως από τους Μικρασιάτες Έλληνες και με το όνομα «φοινίκια».
Πρασκευάζεται β από αλεύρι, σιμιγδάλι, λάδι, χυμό πορτοκαλιού και μέλι. Κατατάσσεται όπως και οι κουραμπιέδες στα πατροπαράδοτα εθνικά γλυκίσματα που θεωρούνται απαραίτητα σε κάθε ελληνική οικία ιδιαίτερα την περίοδο των Χριστουγέννων.
Τυπικά συστατικά των μελομακάρονων είναι το αλεύρι και το σιμιγδάλι, ζάχαρη, ξύσμα ή και χυμός πορτοκαλιού, κονιάκ, κανέλα και άλλα αρωματικά, λάδι, μέλι και νερό. Το μελομακάρονο στην αγγλική γλώσσα λέγεται "small honey cake".
Οι Λατίνοι και αργότερα οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη μακαρωνία ως maccarone που τελικά κατέληξε να σημαίνει το σπαγγέτι. Τέλος, από το μεσαίωνα και μετά στη Γαλλία και την Αγγλία, ένα είδος αμυγδαλωτού μπισκότου ονομάστηκε «macaroon» (το γνωστό σε όλους σήμερα «μακαρόν»).