Καρυωτάκης: Η τελευταία βυσσινάδα και το πιστόλι που δεν έπαιρνε μπρος!

Οι τελευταίες κινήσεις ενός αδέξιου ανθρώπου πλην όμως μεγάλου ποιητή που έκαναν την αυτοκτονία του να μοιάζει με φάρσα.
Καρυωτάκης: Η τελευταία βυσσινάδα και το πιστόλι που δεν έπαιρνε μπρος!

Αν δεχτούμε αυτό που λέγεται συχνά, ότι οι ποιητές είναι αθάνατοι, τότε η αυτοκτονία του Καρυωτάκη ήταν ένας ρόλος που μαζί με την ποίηση του εξασφάλισε την πολυπόθητη αθανασία. Αν προσπαθήσει κάποιος να συνδέσει με την κλωστή της αφήγησης τα τελευταία γεγονότα που οδήγησαν στο μοιραίο, θα ξεκινούσε από την απόσπαση του υπαλλήλου Καρυωτάκη στην Πάτρα, τον Φεβρουάριο του 1928 και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα. Η ελληνική επαρχία της εποχής θα φάνταζε γκρίζα και μονότονη για τα όνειρα και τον ποιητικό δυναμισμό ενός Καρυωτάκη. Θα πρέπει όμως να αναλογιστούμε και το πρόσθετο βάρος μιας αρρώστιας που του είχε γίνει βρόχος. Κυρίως θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την συντριπτική κατάθλιψη που επιφέρει στον φορέα της η σύφιλη στο τελικό στάδιο, αν υποτεθεί ότι ο Καρυωτάκης είχε περάσει ήδη σ’ αυτό.

Στις 21 Ιουλίου 1928, στις 4.30 το απόγευμα ο Κώστας Καρυωτάκης, σε ηλικία 32 ετών, ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά. Την προηγουμένη είχε αποπειραθεί να δώσει τέλος στη ζωή του προσπαθώντας μάταια επί δέκα ώρες να πνιγεί.

Η απόγνωση που εκφράζει στην αλληλογραφία με δικούς του ανθρώπους για την επαρχιακή ζωή και την μικρότητα της τοπικής κοινωνίας, θα μπορούσε να εξηγήσει ως ένα μόνο βαθμό το αποτρόπαιο της πράξης του.

Γεγονός είναι ότι από το παραλιακό καφενείο «Ουράνιος Κήπος», όπου ήπιε μια βυσσινάδα, αφήνοντας πουρμπουάρ 75 δραχμές σ’ ένα λογαριασμό 5 δραχμών, ο Καρυωτάκης βάδισε προς την αιωνιότητα σε μια απόσταση 400 μέτρων για την τελευταία πράξη του δράματος. Η φωτογραφία της Χωροφυλακής που τον δείχνει κουστουμαρισμένο, με το ψαθάκι και με το χέρι οπλισμένο στο ύψος του στήθους θα μπορούσε να είναι η εικόνα της ίδιας της ποίησης που θυσιάζεται ρομαντικά και ανεξήγητα για αυτό τον κόσμο.

Τα παραλειπόμενα της ειρωνείας που υπάρχουν συνήθως σε κάθε τραγικό γεγονός επιβεβαιώνουν ότι ο Καρυωτάκης αφού είχε αγοράσει το πιστόλι δεν ήξερε ούτε να το απασφαλίσει κι επέστρεψε διαμαρτυρόμενος στον οπλοπώλη ότι το όπλο δεν εκπυρσοκροτούσε.

Στο υστερόγραφο της επιστολής αυτοχειρίας δεν ξέχασε την αυτοσαρκαστική του διάθεση κι έγραψε:

«Καὶ γιὰ ν' ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου».