«Ποιος ενδιαφέρεται αν ένας τρομοκράτης είναι ζωντανός η νεκρός;»
Η ιστορία του… κακού ποδοσφαιριστή Ρόμπερτ Mπόμπι Τζέραρντ Σαντς από τη Βόρεια Ιρλανδία. Πέθανε σε ηλικία 27 ετών με τη Μάργκαρετ Θάτσερ να λέει ότι «ήταν ένας καταδικασμένος εγκληματίας που επέλεξε να χάσει τη ζωή του».
«Ποιος ενδιαφέρεται αν ένας τρομοκράτης είναι ζωντανός η νεκρός;», αναρωτιόταν Βρετανός δημοσιογράφος την 1η Μαρτίου του 1981 όταν έφτανε σε αυτόν η πληροφορία ότι ένας 27χρονος Βορειοϊρλανδός ξεκίνησε απεργία πείνας. Όταν ο Μπόμπι Σαντς μετά από 66 ημέρες άφηνε την τελευταία του πνοή και περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι πήγαιναν για το τελευταίο αντίο στο αποκαλούμενο «Νέο Δημοκρατικό Οικόπεδο», στο Μπέλφαστ, όπου ετάφη μαζί με άλλους 76 ανθρώπους, δεν είχε πλέον αυτή την απορία.
Όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους έφτασε στον θάνατο ο Μπόμπι Σαντς, για τη Μάργκαρετ Θάτσερ, ήταν απλή η εξήγηση. Σε σχετική ερώτηση στη Βουλή των Κοινοτήτων, στις 5 Μαΐου 1981, η Βρετανή πρωθυπουργός είχε πει: «Ο κύριος Σαντς ήταν ένας καταδικασμένος εγκληματίας. Ο ίδιος επέλεξε να χάσει τη ζωή του. Ήταν μια επιλογή που η οργάνωσή του δεν άφησε σε πολλά από τα θύματά της».
Ποιος όμως ήταν στην πραγματικότητα ο Μπόμπι Σαντς, ο οποίος ξεκίνησε απεργία πείνας ως φυλακισμένο μέλος του ΙΡΑ και πέθανε ως βουλευτής και κυρίως… θρύλος;. Ο Ρόμπερτ Τζέραρντ Σαντς ήταν μέλος του Προσωρινού Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού που πέθανε κατά τη διάρκεια απεργίας πείνας ενώ ήταν φυλακισμένος στην πτέρυγα «Η» της φυλακής του Μέιζ στη Βόρεια Ιρλανδία.
Ήταν ο ηγέτης της απεργίας πείνας του 1981 στην οποία φυλακισμένοι που ήταν μέλη του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού εναντιώθηκαν στην αφαίρεση της ιδιότητας τους ως πολιτικών κρατουμένων. Κατά τη διάρκεια της απεργίας εκλέχθηκε βουλευτής στο Βρετανικό Κοινοβούλιο ως υποψήφιος του «Αντί Η Μπλοκ», δηλαδή του συνδυασμού των υποστηρικτών των απεργών πείνας. Ο θάνατος του Μπόμπι Σαντς και αυτός άλλων εννέα απεργών πείνας προκάλεσε ένα νέο κύμα στρατολόγησης και δραστηριότητας του ΙΡΑ (Irish Republican Army).
Ρωμαιοκαθολικός στα… κρυφά
Ο Σαντς γεννήθηκε το 1954 από Ρωμαιοκαθολικούς γονείς, τον Τζον και τη Ροσαλίν, που μεγάλωσαν στο Μπέλφαστ. Μετά το γάμο τους, μετακόμισαν στο Νιοτάουναμπεϊ, έξω από το Βόρειο Μπέλφαστ. Οι γονείς του ζούσαν σε μια γειτονιά προτεσταντών αναγκαζόμενοι να αποκρύψουν τη θρησκεία τους. Ο Σαντς ήταν ο μεγαλύτερος από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Οι αδελφές του, Μαρσέλλα και Μπερναντέτ, γεννήθηκαν το 1955 και το 1958 αντίστοιχα. Το 1960, το οικογενειακό μυστικό αποκαλύφθηκε.
Ποδοσφαιριστής στον «Αστέρα της Θάλασσας»
Μετά τη βίωση παρενοχλήσεων και εκφοβισμών από τους γείτονες τους, η οικογένεια εγκατέλειψε τη γειτονιά και μετακινούνταν με φίλους για έξι μήνες, προτού βρουν κατοικία στην κοντινή γειτονιά Ράθκοουλ. Το Ράθκοουλ κατοικούνταν κατά 30% από καθολικούς και είχε καθολικά σχολεία, καθώς και μία φαινομενικά καθολική, αλλά στην ουσία πολυθρησκευτική ποδοσφαιρική ομάδα νέων γνωστή και ως «Ο Αστέρας της Θάλασσας», μια κατάσταση ασυνήθιστη στη Βόρεια Ιρλανδία. Το 1962 γεννήθηκε ο δεύτερος γιος της οικογένειας, ο Τζον, το τελευταίο από τα τέσσερα τους παιδιά.
Ως ποδοσφαιριστής, ο Σαντς ήταν γρήγορος, αλλά μάλλον… κακός. Έκανε περισσότερα φάουλ απ’ ό,τι πάσες. Ήταν γενικά βίαιος και μάλλον αδιάφορος ως χαρακτήρας.
Το 1966, η βία έναντι των «αιρετικών» στο Ράθκοουλ, καθώς και στο υπόλοιπο Μπέλφαστ είχε σημαντικά επιδεινωθεί, και ο καθολικός πληθυσμός που αποτελούσε μειονότητα, βρέθηκε κάτω από πολιορκία. Ο Σαντς και οι αδελφές του αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν την προτεσταντική νεολαία που τους έριχνε πέτρες κάθε πρωί στη διαδρομή για το σχολείο, και η πρώην πολυθρησκευτική ποδοσφαιρική ομάδα του Ράθκοουλ απέκλεισε τα καθολικά της μέλη και μετονομάστηκε σε "Τhe Kai", που σήμαινε «Σκοτώστε όλους τους Ιρλανδούς» (Kill All Irish).
Εγκατέλειψε το σχολείο το 1959 σε ηλικία 15 ετών, και γράφτηκε στο Τεχνικό Κολέγιο του Νιουτάουναμπεϊ, ξεκινώντας μαθητεία ως κατασκευαστής λεωφορείων στις κατασκευαστικές λεωφορείων του «Αλεξάντερ». Εργάστηκε εκεί για λιγότερο από ένα χρόνο, υπομένοντας συνεχόμενες παρενοχλήσεις από Προτεστάντες συνεργάτες του, ενοχλήσεις που σύμφωνα με άλλους συνεργάτες του, αγνοούσε παντελώς. Ήρθε αντιμέτωπος με ορισμένους από τους συναδέλφους του όταν τελείωσε η βάρδια του μια μέρα τον Ιανουάριο του 1971 οι οποίοι φορούσαν τα περιβραχιόνια της τοπικής συμμορίας φανατικών προτεσταντών. Τον Ιούνιο του 1972, το πατρικό της οικογένειας δέχθηκε επίθεση από φανατικούς προτεστάντες και έτσι, η οικογένεια αναγκάστηκε ξανά να φύγει, αυτή τη φορά προς το Δυτικό Μπέλφαστ και συγκεκριμένα την Καθολική περιοχή του Τουίνμπρουκ. Παρακολούθησε για πρώτη φορά σεμινάριο του ΙΡΑ τον ίδιο μήνα. Ήταν 18 ετών. Το 1973, σχεδόν κάθε καθολική οικογένεια εγκατέλειψε το Ράθκοουλ εξαιτίας της βίας και των εκφοβισμών.
Μέλος του ΙΡΑ
Το 1972, ο Σαντς έγινε μέλος του ΙΡΑ. Συνελήφθη και κατηγορήθηκε τον Οκτώβριο του 1972 για παράνομη κατοχή τεσσάρων περιστρόφων στο σπίτι όπου διέμενε. Ο Σαντς καταδικάστηκε τον Απρίλιο του 1973 σε πενταετή φυλάκιση, αλλά αποφυλακίστηκε τον Απρίλιο του 1976.
Μετά την αποφυλάκισή του, επέστρεψε στο οικογενειακό σπίτι στο Δυτικό Μπέλφαστ και συνέχισε τον ενεργό του ρόλο στον ΙΡΑ. Ο Σαντς και ο Τζο Μακντόνελ σχεδίασαν τη βομβιστική επίθεση τον Οκτώβριο του 1976 στην εταιρεία επίπλων στο Ντάνμουρι. Το εκθετήριο καταστράφηκε αλλά ενώ τα μέλη του ΙΡΑ αποχωρούσαν από το μέρος διαδραματίστηκε μια οπλομαχία με τη Βασιλική Χωροφυλακή. Αφήνοντας πίσω δύο άντρες πληγωμένους, τον Σίμους Μάρτιν και τον Γκάμπριελ Κορμπέτ, οι τέσσερις εναπομείναντες (Σαντς, Μακντόνελ, Σίμους Φίνουκεϊν και Σον Λάβερι) προσπάθησαν να ξεφύγουν με αυτοκίνητο, αλλά συνελήφθησαν. Ένα από τα ρεβόλβερ που χρησιμοποιήθηκαν στην επίθεση βρέθηκε στο αμάξι. Το 1977, αυτοί οι τέσσερις καταδικάστηκαν σε 14 χρόνια φυλάκισης για την κατοχή του ρεβόλβερ, αλλά δεν τους αποδόθηκαν κατηγορίες για βομβιστική επίθεση.
Αμέσως μετά την καταδίκη του, ο Σαντς ενεπλάκη σε μια φιλονικία και πέρασε τις πρώτες του 22 μέρες στην απομόνωση στη φυλακή Κρούμλιν Ρόουντ, 15 μέρες γυμνός, και ξεκίνησε μια «διατροφή πείνας» (ψωμί και νερό) κάθε τρεις μέρες.
«Διοικητής» των φυλακισμένων του ΙΡΑ στο Λονγκ Κες
Στις αρχές του 1980 ο Σαντς εκλέχθηκε ως «διοικητής» των φυλακισμένων του ΙΡΑ στο Λονγκ Κες, διαδεχόμενος τον Μπρένταν Χιουζ, ο οποίος συμμετείχε στην πρώτη απεργία πείνας. Την ίδια περίοδο ο Φρανκ Μαγκουάιρ, ανεξάρτητος δημοκρατικός βουλευτής για το Φερμανάχ και το Νότιο Τυρόουν, πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή. Ο Σαντς έθεσε υποψηφιότητα με την παράταξη "Anti H-Block". Μετά από μια υψηλά πολωτική καμπάνια, ο Σαντς κέρδισε με ισχνή πλειοψηφία την έδρα της περιφέρειας, με 30.493 ψήφους έναντι 29.046 ψήφων του υποψήφιου του ενωτικού κόμματος Χάρρυ Ουέστ. Ο Σαντς επίσης ήταν το νεότερο μέλος του κοινοβουλίου εκείνη την περίοδο. Ωστόσο, ο Σαντς πέθανε στη φυλακή λιγότερο από ένα μήνα αργότερα, χωρίς να προλάβει να καταλάβει την έδρα του. Ο θάνατος του προκάλεσε αντιδράσεις σε όλο τον κόσμο. Η απεργία πείνας εστίασε σε πέντε αιτήματα:
- Το δικαίωμα να μην φορούν τη στολή της φυλακής
- Το δικαίωμα να μην κάνουν τις αγγαρείες της φυλακής
- Το δικαίωμα της ελεύθερης επικοινωνίας με άλλους φυλακισμένους, καθώς και το δικαίωμα της οργάνωσης εκπαιδευτικών προγραμμάτων
- Το δικαίωμα να δέχονται μία επίσκεψη, ένα γράμμα και ένα δέμα κάθε εβδομάδα
- Πλήρης αποκατάσταση όσων έχασαν κατά τη διάρκεια της διαμαρτυρίας.
Η εφημερίδα Washington Post ανέφερε ότι ο κύριος στόχος των απεργών πείνας ήταν να κερδίσουν τη διεθνή προσοχή.
Στην κηδεία του παρευρέθηκαν περισσότεροι από 100.000 πολίτες. «Δεν υφίσταται πολιτική δολοφονία, πολιτικός βομβαρδισμός ή πολιτική βία. Υπάρχει μόνο εγκληματική δολοφονία, εγκληματικός βομβαρδισμός και εγκληματική βία», επέμενε η Μάργκαρετ Θάτσερ.
Ο Μπόμπι Σαντς είχε γίνει σύμβολο πολιτικών αγώνων για χιλιάδες ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.