Κιόρ Κατίνα: Τρεις νεκροί στην Αθήνα από τον μόρτη που είχε νταλγκά μαζί του η χανεντέ Κατίγκω
«Έβγαλε τη σκανταλιάρα κι έγινε το κακό…», είχε πει η Σμυρνιά Κιόρ Κατίνα στον Δημήτριο Μπαϊρακτάρη. «Τρεις άνδρες μωρή νεκροί για το ένα σου μάτι; Φαντάσου να είχες και το άλλο», της απάντησε.
Ένα φονικό στο κέντρο της Αθήνας με τρεις νεκρούς. Λίγες ημέρες αργότερα ο Κίτσος ή Τρομάρας ή Χρήστος Μπαΐρης ή Μουλωχτός, έπεφτε κι αυτός νεκρός όταν πήγαν να τον συλλάβουν οι αστυνομικοί. Ήταν ο μόρτης που είχε νταλγκά μαζί του η Σμυρνιά χανεντέ Κατίγκω ή Κιόρ Κατίνα. «Δεν σήκωνε ζοριλίκια. Φούντωσε, έβγαλε από το ζωνάρι του τη σκανταλιάρα κι έγινε το κακό…», είχε πει η Κιόρ Κατίνα στον Δημήτρη Μπαϊρακτάρη, τον πρώτο αστυνομικό διευθυντή της Αθήνας, φόβο και τρόμο των κουτσαβάκηδων. Τόσοι νεκροί για το… μάτι της Κιόρ Κατίνας. Ήταν μονόφθαλμη η Σμυρνιά καλλονή.
Η γειτονιά με το πηγαδάκι
Ολυμπιακός: Γιατί είναι καλύτερος ο φετινός Ελ Κααμπί
Όλα αυτά συνέβησαν στο κέντρο της Αθήνας, το 1893. H γειτονιά ονομάζεται Γεράνι, και ανήκει στη σύγχρονη πόλη της Αθήνας, σε αντίθεση με την αρχαία και μεσαιωνική αστική συνοικία του Ψυρρή. Το όνομα της η γειτονιά το χρωστά σε ένα μικρό πηγαδάκι, από όπου έβγαζαν οι κάτοικοι νερό με γεράνι, δηλαδή με μικρό γερανό, που βρισκόταν σχεδόν στη διασταύρωση της Σοφοκλέους με την οδό Γερανίου.
Το Περιβολάκι της πλατείας Γερανίου
Στο βιβλίο του Θόδωρο Χατζηπαναγή για τα καφέ-αμάν της Αθήνας με τίτλο «Της Ασιάτιδος μούσης ερασταί...» (εκδόσεις Στιγμή), διαβάζουμε: «Το 1886 η Αθήνα έχει κατακλυστεί από καφέ αμάν. Δύο εξέχουσες φυσιογνωμίες είναι η Πολίτισσα Φωτεινή (Φωτεινή Κονδυλάκη) και η Σμυρνιά Κιόρ Κατίνα. Η Φωτεινή Κονδυλάκη, ή χανεντέ Φώτω, πλαισιωμένη από τον Πελοποννήσιο βιολιτζή Δημήτριο Ρόμπο, από ένα σαντούρι, ένα λαούτο και ένα κλαρίνο. Το τουρκόφωνο τραγούδι της «Μέμο» τραγουδήθηκε με πάθος.
Τον ίδιο καιρό έκανε την εμφάνιση του και ένα άλλο, γειτονικό στην Ομόνοια, κέντρο του ανατολίτικου τραγουδιού, το Περιβολάκι της πλατείας Γερανίου, που έμελλε να καθιερωθεί σαν το σημαντικότερο αθηναϊκό λημέρι των καλλιτεχνών του καφέ αμάν. Στο Περιβολάκι τραγουδούσε η Ελένη η «λιγύμολπος και καϊμακοπαχουλή» από το Κιρκά Αγάτς της μακρινής Μαγνησίας, πλαισιωμένη από το «πρώτο βιολί της Ανατολής», τον περίφημο Γιοβανίκα της Σμύρνης. Μέσα Ιουλίου εγκαταλείπουν η Ελένη και ο Γιοβανίκας και τη θέση τους καταλαμβάνει το λαμπρότερο αστέρι του ανατολικομεσογειακού καφέ αμάν, η Σμυρνιά χανεντέ Κατίγκω ή Κιόρ Κατίνα. Η Κιόρ Κατίνα ήταν διεθνώς καταξιωμένη και η παρουσία της υψώνει κατακόρυφα την ποιότητα του καφέ αμάν (ακόμη και στη συνείδηση των αστών)».
Είχε χάσει το ένα μάτι της από γροθιά
Για την Κιoρ Κατίνα έγιναν λοιπόν όλα, ένα βράδυ. Η Διδώ Σωτηρίου στα «Ματωμένα χώματα» (εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ), έγραφε για «την κιόρ Κατίνα που ξετρέλαινε τα Καφέ Αμάν της Σμύρνης με το τραγούδι της, το Μεμετάκι…».
Κιόρ-Κατίνα σημαίνει τυφλή Κατίνα στα τούρκικα. Ήταν μια καλλονή που είχε χάσει το ένα μάτι της στη Σμύρνη από γροθιά του αγαπητικού της. Το ίδιο βράδυ έγινε φονικό για χάρη της κι αυτή πήρε… τους αμανέδες της, μπήκε στο βαπόρι και έφτασε στον Πειραιά. Το όνομά της μπήκε στην ταμπέλα του μαγαζιού (Περιβολάκι) της πλατείας Γερανίου. Μόνο που ένα άλλο φονικό την περίμενε εκεί.
Ο δημοσιογράφος Τάσος Κοντογιαννίδης, συγγραφέας του βιβλίου, «Μπαϊρακτάρης, πολιτικοί και κουτσαβάκηδες» (εκδόσεις Άγκυρα), γράφει για το φονικό που έγινε στις 6/12/1893 και τι ακολούθησε: «… ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών Δημήτριος Μπαϊρακτάρης βρισκόταν σε επίσκεψη στο σπίτι του εορτάζοντος υποστρατήγου Νίκου Μακρή, στην Κλαυθμώνος, όταν ένας εύζωνας τον ειδοποιεί, ότι στο καφωδείο της «Κιόρ-Κατίνα» στη Γερανίου, οι θαμώνες σφάζονται μεταξύ τους!
Στο Καφωδείο που έγινε ο καβγάς, τραγουδούσε μια μονόφθαλμη τραγουδίστρια, η Κιόρ-Κατίνα (τυφλή Κατίνα στα τούρκικα) μια θελκτική καλλονή, με χυμώδες κορμί που ενέπνεε τον πόθο…
Στο καφωδείο, το θέαμα που αντίκρισε ο Μπαϊρακτάρης ήταν συγκλονιστικό. Γκρεμισμένα ράφια, κατεστραμμένες πόρτες και παράθυρα, βαρέλια να τρέχουν κρασί και τρεις θαμώνες κείτονταν καταγής νεκροί και περίμεναν το κάρο του δήμου να τους μεταφέρει στο νεκροτομείο του «Ευαγγελισμού»…
“Ποιος τάκανε ορέ αυτά τα φονικά;” Ρώτησε ο Μπαϊρακτάρης τον κάπελα που βρισκόταν μισοκρυμμένος και φοβισμένος πίσω από τον αναποδογυρισμένο πάγκο του. “Σάματις ξέρω κυρ’ αστυνόμε… Εδώ μπαίνει, βγαίνει κόσμος…”
Που είναι η αμανετσού;
Με μια απότομη κίνηση τον αρπάζει από το γιακά και τον τραβά με δύναμη στη μέση του μαγαζιού. “Λέγε γιατί θα την πληρώσεις εσύ! Που είναι η αμανετσού;”. Ο κάπελας μέχρι να σηκώσει το κεφάλι του, κάνει την εμφάνισή της η αμανετσού “Εμένα ζητάτε κυρ’ αστυνόμε;” Ο Μπαϊρακτάρης γυρίζει και βλέπει μια καλλονή να στέκεται ολόρθη, με προκλητικό χαμόγελο. Το κοφτερό από το ένα της μάτι βλέμμα, μένει καρφωμένο πάνω του. “Εσύ είσαι η Κιόρ – Κατίνα; Ντύσου κι έλα μαζί μου…” . Εκείνη απαντά “Έχω δουλειά, δεν μπορώ…”.
Μέχρι να καταλάβει η Κιόρ – Κατίνα τι συμβαίνει, δύο εύζωνοι την οδηγούν σηκωτή στο Τμήμα, όπου αποκαλύπτει ότι ο καβγάς ξεκίνησε από μια παρέα που διαφωνούσε με μια άλλη για το πιο τραγούδι θα έλεγε… Η μία ήταν τριών υπαξιωματικών που υπηρετούσαν στη φρουρά Αθηνών. “Ο μόρτης που έχω νταλγκά μαζί του, ήταν στην διπλανή παρέα και δεν σήκωνε ζοριλίκια. Φούντωσε, έβγαλε από το ζωνάρι του τη σκανταλιάρα κι έγινε το κακό…”.
Ο αγαπητικός της Κιόρ Κατίνας που δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του, τραυμάτισε με το μαχαίρι θανάσιμα τον ένα υπαξιωματικό και τράπηκε σε φυγή. Ο δεύτερος υπαξιωματικός προσπάθησε να φροντίσει τον μαχαιρωμένο συνάδελφο του και ο τρίτος έτρεξε να ειδοποιήσει την Φρουρά. Μετά από λίγο κατέφθασαν είκοσι εξαγριωμένοι υπαξιωματικοί με όπλα και ξιφολόγχες και τα έκαναν γυαλιά καρφιά! Τσάκισαν στο ξύλο όποιον βρήκαν κι έκανε τον ζόρικο και ξάπλωσαν δύο!
Και ποιος είναι ο μόρτης σου;
“Τρεις άνδρες μωρή νεκροί για το ένα σου μάτι; Φαντάσου να είχες και το άλλο!… Και ποιος είναι ο μόρτης σου που καθαρίζει για πάρτη σου;” ρώτησε ο Μπαϊρακτάρης. “Σάματις ξέρω πού είναι…”. Ένα ανάποδο χαστούκι ήταν αρκετό για να πείσει την μονόφθαλμη Σμυρνιά να αποκαλύψει την κρυψώνα του Κίτσου του Τρομάρα…
Ο Κίτσος ή Τρομάρας, ή Χρήστος Μπαΐρης ή Μουλωχτός, κατηγορήθηκε στο παρελθόν για φόνο ενός χωροφύλακα, αλλά αθωώθηκε επειδή οι μάρτυρες κατέθεσαν φοβισμένοι ότι φονιάς ήταν κάποιος που τούμοιαζε! Μαχαιροβγάλτης από τους λίγους, δεν περίμενε ποτέ να χτυπήσει την πόρτα του νυχτιάτικα αστυνομία. Ξαφνιάστηκε σαν είδε τον Μπαϊρακτάρη. Προσπάθησε να πηδήσει από το πίσω παράθυρο και να εξαφανισθεί για να αποφύγει τη σύλληψη και τον διασυρμό, αλλά δεν τα κατάφερε. Έσπασε το ένα του πόδι, προσπάθησε να πυροβολήσει αλλά στην ανταλλαγή των πυροβολισμών μια σφαίρα τον βρήκε στο στήθος και τον ξάπλωσε στο καλντερίμι…».