Πώς βγήκε η θρυλική φράση «Κορίτσια, ο Μπάρκουλης»
Πώς βγήκε η φράση «Κορίτσια, ο Μπάρκουλης», σε ένα γυμνάσιο θηλέων. Η υπόθεση ναρκωτικών, τον στιγμάτισε και το ταξίδι στην Αμερική και η έντονη αντίδραση του πατέρα του, Βασίλη, όταν του είπε ότι θέλει να γίνει ηθοποιός.
Σαν σήμερα πριν από 4 χρόνια, στις 23 Αυγούστου του 2016, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών, ο Ανδρέας Μπάρκουλης. Ηθοποιός του κινηματογράφου, του θεάτρου και της τηλεόρασης. Υπήρξε ένας από τους εμβληματικούς ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου. Για χάρη του δημιουργήθηκε το θρυλικό σλόγκαν «Κορίτσια ο Μπάρκουλης!» και η φωτογραφία του υπήρχε σε κάθε κοριτσίστικη σχολική τσάντα τη δεκαετία του ‘60.
Πώς προέκυψε το θρυλικό σλόγκαν «Κορίτσια, ο Μπάρκουλης»
Πριν αποκτήσει τη φήμη του καρδιοκατακτητή, ήταν διάσημος στις γειτονιές του Πειραιά. Κυκλοφορούσε πάντα με ένα σπορ αμάξι, στο οποίο είχε βγάλει την εξάτμιση, για να κάνει θόρυβο. Ήθελε να τραβά τα βλέμματα και το πετύχαινε πάντα. Η διαδρομή του ήταν καθημερινά από την οδό Τζαβέλα. Στην οδό αυτή υπήρχε ένα ιδιότυπο γυμνάσιο θηλέων, όπου στέλνονταν όλα τα κορίτσια που λόγω κακής διαγωγής διώχνονταν από τα υπόλοιπα σχολεία της επικράτειας. Ήταν κοπέλες ζωηρές, που στα διαλείμματα «τραβιόντουσαν, φωνάζανε, ούρλιαζαν» και οι καθηγητές δεν μπορούσαν να τις ελέγξουν. Εν τω μεταξύ απ’ έξω μαζεύονταν και «όλοι οι γαμπροί της περιοχής και οι μάγκες» για να τους μιλήσουν μέσα από τα κάγκελα ή να τις περιμένουν στο σχόλασμα.
Ο Ανδρέας Μπάρκουλης, όμως, δεν ήταν σαν τους υπόλοιπους. Περνούσε με το αμάξι του, έκανε φιγούρα με την πειραγμένη εξάτμιση και συνέχιζε την πορεία του. Μία μέρα, ένα από τα αγόρια που ήταν μαζεμένα έξω από το σχολείο, είδε τον ηθοποιό να πλησιάζει από μακριά. «Κορίτσια, ο Μπάρκουλης!» φώναξε περιπαικτικά. Όλες οι κοπέλες κοίταξαν προς το δρόμο και, μόλις τον αντίκρισαν, άρχισαν να ουρλιάζουν. Κι από τότε έμεινε. Κάθε φορά που περνούσε από το γυμνάσιο, κάποια θα φώναζε «κορίτσια, ο Μπάρκουλης» και όλες τρελαίνονταν.
Η υπόθεση ναρκωτικών
Εξαιρετική ήταν και η πορεία του στο θέατρο μέχρι το 1973, όταν μία υπόθεση με ναρκωτικά τον έφερε αντιμέτωπο με τη δικαιοσύνη. Προφυλακίστηκε, αλλά αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση και το 1974 έφυγε στην Αμερική. Σύμφωνα με τον ίδιο: «Η πρώην ιερόδουλος Ελένη Καραγιαννίδου - Ντρέβις ομολόγησε ότι έκανε εμπόριο ναρκωτικών και τους οδήγησε σε εμένα. Η αστυνομία ήρθε στο θέατρο την ώρα που έμπαινα στο αυτοκίνητό μου και με συνέλαβαν. Βρήκαν πάνω μου δυο τσιγαριλίκια κι ένα μικρό κομμάτι χασίς στο καμαρίνι μου. Παρόλο που μετέπειτα η Καραγιαννίδου – Ντρέβις κατέθεσε ότι όλα έγιναν εν αγνοία μου και ότι αυτή άφησε τα ναρκωτικά στο καμαρίνι μου, αυτό δεν μέτρησε. Ο επίλογος αυτής της ιστορίας ήταν πώς προφυλακίστηκα στα κρατητήρια της Αίγινας, βγήκα με εγγύηση 50.000 δραχμών και στις 16 Απριλίου του ‘74 έφυγα στο εξωτερικό». Όπως κατήγγειλε κατά την περίοδο της απουσίας του, πρώην φίλοι και συνάδελφοι, εκμεταλλεύθηκαν την ευάλωτη κατάσταση στην οποία βρισκόταν και του άρπαξαν την περιουσία του. Χρήματα και οικόπεδα.
Στην Αμερική ασχολήθηκε με το τραγούδι και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, το 1983, αφοσιώθηκε στο ποιοτικό θέατρο, ερμηνεύοντας με μοναδική ευαισθησία σπουδαίους ρόλους μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ‘80. Προβλήματα υγείας, όμως, τον απομάκρυναν σχετικά νωρίς από το θέατρο, ενώ συνέχισε με σποραδικές εμφανίσεις στην τηλεόραση τη δεκαετία του ‘90.
Σπουδαίος και στο δράμα
Από τα εφηβικά του χρόνια συμμετείχε σε διάφορες παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας με το θίασο των Σπύρου Μουσούρη – Κρινιώς Παπά, παράλληλα με τις θεατρικές σπουδές του στη Σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη. Η πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο έγινε το 1956 με τον «Κορυδαλλό» του Ζαν Ανούιγ και στον κινηματογράφο ένα χρόνο αργότερα στην ταινία του Κώστα Ανδρίτσου «Μαρία η Πενταγιώτισσα», δίπλα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη. Το θελκτικό παρουσιαστικό του, η ευγενική φυσιογνωμία και η φυσική του γοητεία, γρήγορα τον καθιέρωσαν ως τον πιο δημοφιλή πρωταγωνιστή του ελληνικού κινηματογράφου της εποχής εκείνης. Έπαιξε σε περισσότερες από εκατό ταινίες, ερμηνεύοντας σπουδαίους ρόλους σε δραματικές ταινίες, όπως «Κοινωνία ώρα Μηδέν» (1966), «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967), «Όλγα Αγάπη μου» (1968), αλλά και κωμωδίες, όπως «Ο Μιμίκος και η Μαίρη (1958), «Μια Ιταλίδα στην Ελλάδα» (1958), «Διακοπές στην Αίγινα» (1958), «Η Μουσίτσα» (1959), «Μην είδατε τον Παναή» (1962), «Το Δόλωμα» (1964), «Τζένη Τζένη» (1965), «Ησαΐα μη Χορεύεις» (1969), «Μια τρελή τρελή σαραντάρα» (1970) και η «Θεία μου η χίπισσα» (1970).
«Εμένα ο γιος μου δεν θα γίνει π**στης»
Ο πατέρας του ήταν Λυκειάρχης αυστηρών αρχών και ηθικός οικογενειάρχης με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όταν, λοιπόν, ο Ανδρέας έφτασε στην έκτη γυμνασίου, τον ρώτησε τι σκεφτόταν να κάνει στη ζωή του. Ακολούθησε μία σύντομη παύση. Έπειτα ο μικρός άνοιξε το στόμα του δειλά δειλά και αποκρίθηκε: «Σκεφτόμουν να γίνω ηθοποιός». Η αντίδραση του «μπαρμπα-Βασίλη» ήταν αυτή που περίμενε. «Εμένα ο γιος μου δε θα γίνει π**στης». Στο μυαλό του αδέκαστου εκπαιδευτικού, η ηθοποιία ήταν απορριπτέα καθώς πίστευε ότι το ασκούσαν άνθρωποι με χαμηλό ηθικό ανάστημα. Συγκρούστηκαν και ο Ανδρέας Μπάρκουλης αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι και να μείνει μόνος του, προκειμένου να ακολουθήσει το όνειρό του.