Ολυμπιακός - ΠΑΟΚ: Ας μιλήσει το κόκκινο DNA

Το ντέρμπι της Κυριακής (1/12) με τον ΠΑΟΚ είναι από τα παιχνίδια που ο Ολυμπιακός τα καθαρίζει μόνο με το DNA του, αρκεί να μην επαναληφθεί η περσινή φλυαρία, τα τραγικά λάθη και οι επιπολαιότητες.

Ολυμπιακός - ΠΑΟΚ: Ας μιλήσει το κόκκινο DNA

Μη γελιόμαστε: το ποδόσφαιρο κρύβει πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς, τους οποίους εντοπίζει κανείς στη ρίζα του οπαδικού αισθήματος και της αθεράπευτης αγάπης μιας ομάδας. Ο Ολυμπιακός συμβόλιζε ανέκαθεν την κοινωνική διαμαρτυρία απέναντι στο κράτος των Αθηνών και στους εκλεκτούς του.

Αυτός ο θρασύς Πειραιώτης, που μπήκε στην καρδιά εκατομμυρίων Ελλήνων, αντιμετωπίστηκε στα περίπου εκατό χρόνια της Ιστορίας του ως ο ανεπιθύμητος παρείσακτος του ελληνικού αθλητισμού.

Η «ερυθρόλευκη» παντοκρατορία επί Κόκκαλη και Μαρινάκη δημιούργησε ίσως την ψευδαίσθηση ότι οι «εξεγερμένοι» έγιναν κατεστημένο, όμως στα χρόνια της «εξυγίανσης» που ακολούθησαν ποιος καλόπιστος φίλαθλος μπορεί να το πιστέψει;

Δεν έχει σημασία αν τη θέση του Παναθηναϊκού ή της ΑΕΚ κατέλαβε ο ΠΑΟΚ, το ντέρμπι της Κυριακής με τον «Δικέφαλο του Βορρά» είναι από τα παιχνίδια τα οποία ο Ολυμπιακός «καθαρίζει» απλά και μόνο με το DNA του. Αρκεί βέβαια να μην επαναληφθεί η περσινή φλυαρία και αφλογιστία του Φαλήρου, τα τραγικά λάθη και οι επιπολαιότητες.

Ο φετινός ευρωπαϊκός Ολυμπιακός απέχει παρασάγγας από τις άλλες ελληνικές ομάδες ~δεν το λέμε εμείς, το λένε οι εμφανίσεις του με τα «θηρία» της Γηραιάς Ηπείρου. Ο ΠΑΟΚ έρχεται με τον αέρα του αήττητου, κάτι που ~ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω~ δεν είναι μόνο αποτέλεσμα αγωνιστικής υπεροχής.

Είναι και μείγμα τύχης, θεσμικών παραγόντων και διαιτητικής εύνοιας. Ο καλός Ολυμπιακός, όταν παίζει σαν Θρύλος, μπορεί εύκολα να θέσει εκποδών τα όποια πιθανά εξωαγωνιστικά εμπόδια και να πατήσει στην κυριολεξία τον αντίπαλο.

Και δεν χρειάζεται να κατηχήσει τους ξένους παίκτες του όσον αφορά την οριακή σημασία του μεθαυριανού ματς. Όλοι στον Πειραιά γνωρίζουν τι σημαίνει μια καθαρή νίκη.

Από την άλλη, στο Λονδίνο ίσχυσε η λαϊκή παροιμία «Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα». Ο Ολυμπιακός τα δύο τελευταία χρόνια παίζει κατά περίσταση μπαλάρα, συμφωνώ. Πλην όμως εξαρχής παρουσίαζε τρία τρωτά σημεία. Το πρώτο, το πρόβλημα γκολκίπερ, λύθηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Γιαννιώτης, που εμφανίστηκε ως βασικός κάτω από τα γκολπόστ, αποδείχθηκε ανέτοιμος και εκτέθηκε στο αυτογκόλ του Φαλήρου.

Ο έτερος Καππαδόκης ωστόσο, ο πολύς Βούκοβιτς που ολοκλήρωσε την καταστροφή, χρειάστηκε να επαναλάβει κι άλλες φορές την τραυματική εμπειρία τού αυτογκόλ, για να βρεθεί εκτός ομάδας.

Στο ίδιο παιχνίδι οι επιθετικοί έχαναν το ένα μετά το άλλο τα γκολ που θα μπορούσαν να αποδώσουν ποδοσφαιρική δικαιοσύνη και ο ΠΑΟΚ έφυγε από το Φάληρο με ένα εντελώς ανέλπιστο τρίποντο που τον έβαλε σε τροχιά τίτλου.

Με επιπολαιότητες στην άμυνα και δυστοκία στην επίθεση χάθηκε κατά σειρά το πρωτάθλημα, το Κύπελλο, η όποια ευρωπαϊκή πορεία.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε πως στο ποδόσφαιρο είτε του εικοστού είτε του εικοστού πρώτου αιώνα τρεις θέσεις κρίνουν την ποιότητα μιας ομάδας: ο γκολκίπερ, οι στόπερ και ο σέντερ φορ. Θυμάστε την κραταιά Μπάγερν του Εβδομήντα; Μάγερ, Μπεκενμπάουερ, Μίλερ.

Φαίνεται ότι και στις τρεις αυτές θέσεις οι καλοί ποδοσφαιριστές σπανίζουν, γι’ αυτό και κοστίζουν κάτι παραπάνω. Στο θέμα του γκολκίπερ ο Ολυμπιακός στάθηκε τυχερός με τον Σα, αλλά τον καλοπλήρωσε κιόλας.

Στους σέντερ μπακ και στον «φουνταριστό» ωστόσο δεν κινήθηκε το ίδιο γρήγορα. Στην άμυνα έδωσε παρατεταμένο συγχωροχάρτι στον γκαφατζή Σέρβο πέρσι, όπως έκανε και με τον εξίσου αδέξιο Μεριά φέτος. Τι μας στοίχισε ο Μεριά; Την πρόκριση στους 16 του Τσάμπιονς Λιγκ.

Δεν δέχομαι ότι το Τσάμπιονς Λιγκ ήταν όνειρο απατηλό για τους Πειραιώτες. Όνειρο απατηλό για τον Ερυθρό Αστέρα ήταν. Ο μυαλωμένος Ολυμπιακός μπορούσε να έχει κερδίσει την Τότεναμ σε ένα από τα δύο ματς και να πάρει ισοπαλία στο άλλο και σίγουρα να κάνει ζημιά στην Μπάγερν μες στο «Καραϊσκάκης».

Σε αυτούς τους αγώνες έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης ο Μεριά, όπως και στην αδικαιολόγητη ήττα στο Βελιγράδι. Αρνούμαι να δεχτώ πως ένας αθλητής που παίρνει σε ένα χρόνο αποδοχές μιας ζωής υποπίπτει σε αλλεπάλληλα παιδαριώδη λάθη. Εξίσου υπόλογος, κατά τη γνώμη μου, είναι και ο επιθετικός που δεν τελειώνει τις φάσεις.

Και καλά ο Ποντένσε είναι Παιχτούρα με π κεφαλαίο και τον έχεις για να κάνει άνω-κάτω τις αντίπαλες άμυνες. Ο δε Γκερέρο αγωνίζεται φιλότιμα και κάνει δύσκολη τη ζωή των αντίπαλων αμυντικών. Σέντερ φορ όμως σημαίνει πρωτίστως αυτός που έχει επαφή με τα δίχτυα, όχι αυτός που απλώς μαρκάρει και παρενοχλεί έστω και ασφυκτικά.

Σέντερ φορ είναι ο Λεβαντόφσκι, που τη μισή ευκαιρία την κάνει γκολ και μπορεί να παίρνει την κατάλληλη θέση, ικανότητα που ο Γκερέρο δεν έχει. Στο μεθαυριανό ματς του Φαλήρου ελπίζουμε όλοι να ακούσει ο Μαρτίνς τη φωνή της ποδοσφαιρικής λογικής και να διαχειριστεί σοφά το υλικό που του προσφέρεται. Ο καλός προπονητής άλλωστε είναι πρωτίστως καλός διαχειριστής και αυτό δεν είναι διόλου υποτιμητικό. Το αντίθετο μάλιστα!