Να μη πάμε από τη σαμπάνια στον κορνέ, οι περιπτώσεις Μαρτίνς και Σίλβα

Ο Στέφανος Λεμονίδης γράφει για τη λεπτή γραμμή που χωρίζει στον Ολυμπιακό, τον κορνέ από τη σαμπάνια και τη στήριξη στον Μαρτίνς

Να μη πάμε από τη σαμπάνια στον κορνέ, οι περιπτώσεις Μαρτίνς και Σίλβα

Αν γυρίζαμε το χρόνο πίσω, στο μεσημέρι της Κυριακής 10 Φεβρουαρίου, όλοι μα όλοι στο κλαμπ Ολυμπιακός και προπάντων οι οπαδοί του, θα καυχιόταν ότι η ποδοσφαιρική ομάδα είναι η καλύτερη στην Ελλάδα, έχει τον καλύτερο προπονητή και όλα τα καλύτερα.

Αν κάνουμε ένα χρονικό άλμα και επιστρέψουμε στο τώρα, θα ακούσουμε εντελώς διαφορετικά πράγματα, ο ενθουσιασμός έχει μετριασθεί και οι άπαντες έχουν αμφισβητηθεί, από τον προπονητή και το επιτελείο του, ως τους παίκτες.

Ισχύει με λίγα λόγια η γνωστή διαχρονικά ρήση «στον Ολυμπιακό η σαμπάνια με τον κορνέ απέχουν ελάχιστα». Πράγματι, πριν από το ματς της Τούμπας όλοι έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας και καμάρωναν, παρότι ο ΠΑΟΚ ήταν μπροστά με 6 βαθμούς διαφορά. Το φινάλε του ντέρμπι έφερε δυσάρεστα συναισθήματα, καθώς ο Μαρτίνς δεν προσέγγισε σωστά το ματς, ήρθε το γρήγορο γκολ και εμφανίσθηκαν όλες οι αδυναμίες, ιδιαίτερα στο αμυντικό κομμάτι.

Άφησαν όμως πίσω τους τον αγώνα της Θεσσαλονίκης, αφού ακολουθούσαν άλλα δυο εξίσου σημαντικά παιχνίδια με τη Ντιναμό και την ΑΕΚ. Ο ενθουσιασμός επανήλθε , με δεδομένο ότι ο Ολυμπιακός είναι η μοναδική ελληνική ομάδα που παίζει στην Ευρώπη και η αντίπαλος του, η Ντιναμό Κιέβου δεν ήταν το ανυπέρβλητο εμπόδιο. Εκεί ο Ολυμπιακός θύμισε Ιανό, καθώς εμφάνισε το πολεμικό του πρόσωπο στο πρώτο ημίχρονο και το ειρηνικό, το soft, στο δεύτερο, όπου η ουκρανική ομάδα είχε καθολική υπεροχή και μερικές φορές θύμιζε το περσινό ματς με τη Μπαρτσελόνα, όσον αφορά την κατοχή της μπάλας.

Νέα απογοήτευση και επόμενο τεστ την Κυριακή με την ΑΕΚ, εκεί όπου ο Ολυμπιακός θα παίξει τα ρέστα του, αφού μόνο νίκη επιτρέπεται για να πάνε όλα καλά στη συνέχεια. Υπάρχει βέβαια και η ρεβάνς του Γιουρόπα στο Κίεβο, αλλά και το Κύπελλο, τα οποία όμως είναι πολύ μακρινά, ενόψει του αγώνα με την ΑΕΚ, όπου διακυβεύεται η δεύτερη θέση και η συμμετοχή στα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ. Η κριτική όπως και στον αγώνα με τον ΠΑΟΚ ήταν δυσμενής για τον Μαρτίνς, που είναι υπόλογος για την εικόνα που παρουσίασε ο Ολυμπιακός στο δεύτερο μέρος, αλλά και τις αλλαγές, που θεωρήθηκαν καθυστερημένες και άστοχες. Εκεί όμως που εστιάζουν οι περισσότεροι είναι στον τρόπο που δέχεται γκολ η ομάδα του Πορτογάλου τεχνικού και είναι σχεδόν ίδιος στην Τούμπα και στο Καραϊσκάκη. Στα περισσότερα υπάρχουν αμαρκάριστοι παίκτες στο κέντρο της άμυνας, είτε γιατί δεν παίρνουν καλές θέσεις τα στόπερ, ή τα μπακ ή δεν επιστρέφουν τα αμυντικά χαφ που απλά παρακολουθούν έξω από τη μεγάλη περιοχή.

Το θέμα μας όμως είναι τι γίνεται με τον Μαρτίνς, που πρέπει να μείνει ως το τέλος της χρονιάς και μετά να κριθεί. Στον ως τώρα απολογισμό έχει καταφέρει να είναι αποδεκτός, παρότι χάθηκε το πρωτάθλημα από τον Φεβρουάριο, γιατί ο Ολυμπιακός παίζει καλή μπάλα, με πλάνο, ιδιαίτερα επιθετικά. Κι εκεί είναι το ζητούμενο, αφού οι νίκες στα ντέρμπι έρχονται από την άμυνα και ως τώρα ο Μαρτίνς δεν έχει κερδίσει ντέρμπι στην Ελλάδα και στα μοναδικά σημαντικά ματς που βγήκε νικητής, ήταν στην Ευρώπη, με τη Λουκέρνη, τη Ντουντελάνζ και πάνω απ όλα με τη Μίλαν, λόγω του τεράστιου μεγέθους της και της σπουδαιότητας του αγώνα, αφού ήθελε συγκεκριμένο σκορ και κρινόταν η πρόκριση.

Εν κατακλείδι, ο Μαρτίνς χρειάζεται στήριξη ως το τέλος της περιόδου και μετά να κριθεί. Γιατί είναι διαφορετικό να τερματίσει ο Ολυμπιακός δεύτερος και Κυπελλούχος, ανεξαρτήτως πορείας στην Ευρώπη, από το να μείνει τρίτος και να χάσει το Κύπελλο. Τότε θα μπουν στη ζυγαριά τα αποτελέσματα και το θέαμα που προσφέρει στους αγωνιστικούς χώρους. Γιατί είναι άλλο να παίζεις ωραία και να κερδίζεις, άλλο να ενθουσιάζεται το κοινό και να μη πετυχαίνεις τους στόχους σου και άλλο να τα έχει και τα δύο.

ΥΓ: Θυμηθείτε τι είχε συμβεί με τον Σίλβα. Είχε πάρει περίπατο και με καλή μπάλα το πρωτάθλημα, αλλά του χρέωναν ότι έχασε τρεις «τελικούς», με την Άρσεναλ, την ‘Αντερλεχτ και την ΑΕΚ. Βέβαια η περίπτωση είναι διαφορετική γιατί ο συμπατριώτης του Μαρτίνς έφυγε μόνος του, παρότι τον ήθελε το κλαμπ.