Για να περάσει την Αταλάντα πρέπει να θυμηθεί την... Μίλαν

Ο Ολυμπιακός δεν είναι καλύτερη ομάδα από την Αταλάντα, αλλά ούτε έχει χειρότερη άμυνα. Φάνηκε και μπορεί να ξαναφανεί. Οι δυσκολίες είναι σαν εκείνες της πρόκρισης επί της Μίλαν. 

Για να περάσει την Αταλάντα πρέπει να θυμηθεί την... Μίλαν

Όπως τότε απέναντι στην Μίλαν, λοιπόν. Στην πρώτη χρονιά του Μαρτίνς. Δεν ήταν νοκ άουτ, ήταν όμιλος στο Europa League, αλλά τα είχε φέρει έτσι η βαθμολογία που ο Ολυμπιακός έπρεπε να νικήσει με διαφορά δύο γκολ για να περάσει. Κι ακόμη πιο δύσκολα τότε. Γιατί με νίκη ενός γκολ τότε έμενε έξω, τώρα θα έχει παράταση. Και τότε ήταν υπέρβαση, αλλά και τώρα θα είναι. Η Αταλάντα δεν έχει το βαρύ όνομα της Μίλαν, αλλά είναι καλύτερη ομάδα από εκείνη της Μίλαν. Και σίγουρα κι από τον Ολυμπιακό, όμως δεν μπορεί καμία ομάδα της Ευρώπης να νικήσει εύκολα τον Ολυμπιακό. Συνεπώς ούτε να τον αψηφήσει. Κι αν τολμήσει να το κάνει στο Φάληρο, θα το πληρώσει. Όπως το είχε πληρώσει και η Μίλαν το 2018, αν και στο πρώτο ματς είχε νικήσει 3-1. Πάλι με ανατροπή. Πάλι είχε προηγηθεί ο Ολυμπιακός και δέχτηκε τότε μέσα σε λίγα λεπτά όχι δύο τέρματα όπως τώρα, αλλά τρία. Κι όμως είχε προκριθεί.

Φαβορί ήταν η Αταλάντα, φαβορί παραμένει. Για τον Ολυμπιακό πιστεύω ότι η όποια κριτική για την ήττα στο Μπέργκαμο, για τη σωρεία κόρνερ που παραχώρησε και τελικά το πλήρωσε ή για τις κινήσεις του Μαρτίνς δεν θα πρέπει να ξεπερνά το όριο της αυστηρότητας που της αξίζει. Διότι τότε θα είναι άδικη.

Ο Ολυμπιακός έκανε πολύ καλό πρώτο ημίχρονο. Όχι απλώς ημίωρο. Ημίχρονο. Μόνο στα τελευταία λεπτά απειλήθηκε πραγματικά κι ο Βατσλίκ δεν χρειάστηκε να κάνει κάποια απόκρουση. Ο Μαρτίνς ήταν πολύ καλά διαβασμένος και οι παίκτες που έβαλε εφάρμοσαν πιστά το πλάνο. Όχι μόνο για το γκολ και το προβάδισμα. Γιατί ανά πάσα στιγμή έκαναν το σωστό. Σε κάθε γραμμή. Και με λίγες εξαιρέσεις.

Φυσικά και ο Γκασπερίνι έκανε κινήσεις στην ανάπαυλα που ήταν καθοριστικές. Δεν θα γινόταν κι αλλιώς. Ο Μαρτίνς δεν είχε λόγο να αλλάξει κάτι. Όταν είδε την πίεση να γίνεται αφόρητη, από την αρχή κιόλας της επανάληψης, ετοίμασε τον Μαντί. Κι ο Μπουχαλάκης έκανε προθέρμανση. Ο Μαντί ήταν έτοιμος να μπει γύρω στο 60'. Και μέχρι να γίνει η αλλαγή, στο σωστό χρονικό σημείο που θα έπρεπε να γίνει, το 0-1 έγινε 2-1. Μην τα ισοπεδώνουμε όλα. Μην υποτιμάμε τους αντίπαλους, ειδικά τέτοιου επιπέδου. Και μη στεκόμαστε μόνο σε λεπτομέρειες.

Ο τρόπος που αντιμετώπισε ένα τέτοιο ματς ο Ολυμπιακός και ο προπονητής του ήταν πολύ καλός. Φυσικά όχι τέλειος. Ούτε οι αντιδράσεις στα κόρνερ των αντίπαλων ήταν ιδανικές, ούτε είναι ωραίο για μια ομάδα να δίνει δεκατρία κόρνερ στον αντίπαλο. Λάθη έγιναν, τα περισσότερα επειδή η Αταλάντα υποχρέωνε τον Ολυμπιακό να τα κάνει. Μια ομάδα που μπορεί να μην είχε τον καλύτερο επιθετικό της, αλλά έχει τόσους παίκτες στην επίθεση που αλλάζουν αυτοματοποιημένα και γρήγορα θέσεις, ώστε να βρίσκει συνεχώς τρόπους να απειλεί. Κι ας δέχτηκε τα γκολ ο Ολυμπιακός από τον ίδιο παίκτη, όχι επιθετικό αλλά έναν στόπερ της.

Όπως φυσικά έχει αδυναμίες στην άμυνα η ιταλική ομάδα, τις οποίες μπορεί ο Ολυμπιακός να πιστεύει ότι θα τις εκμεταλλευτεί στο δικό του γήπεδο. Θα μπορούσε να τις είχε κάνει και στο Μπέργκαμο, μετά το γκολ του Τικίνιο. Με τον Ονιεκούρου και τον Αγκιμπού.

Δίκαιο το 2-1. Όπως δίκαιο μπορεί να ήταν και αν έμενε το 0-1. Ή αν γινόταν 3-1. Αυτά είναι λίγο θεωρητικά. Φαβορί και επικίνδυνη θα ήταν η Αταλάντα ακόμη κι αν είχε χάσει από τον Ολυμπιακό στο πρώτο ματς. Αλλά με το ίδιο σκεπτικό, ο Ολυμπιακός όσο σίγουρος δεν θα ήταν ακόμη κι αν είχε νικήσει στην Ιταλία για να προκριθεί, άλλο τόσο αποκλεισμένος από χέρι δεν είναι και τώρα που ηττήθηκε στο Μπέργκαμο. Το ξέρει ο Μαρτίνς, ο Γκασπερίνι και οι παίκτες των δύο ομάδων.