Βασιλειάδης: «Έγινε ο ΠΑΣ γιατί ο κόσμος βαρέθηκε τις κόντρες, ξεχωρίζει ο Ολυμπιακός»

Ιστορίες ζωής, εντός και εκτός γηπέδων, λέει στο «ΦΩΣ» ο παλιός άσος του Αβέρωφ Ιωαννίνων, Παναγιώτης Βασιλειάδης

Βασιλειάδης: «Έγινε ο ΠΑΣ γιατί ο κόσμος βαρέθηκε τις κόντρες, ξεχωρίζει ο Ολυμπιακός»
Δεξιά με τον συμπαίκτη του στα Γιάννινα, Παύλο Τζαμάκο

Ο κάθε άνθρωπος στο ποδόσφαιρο έχει τη δική του ξεχωριστή διαδρομή και ιστορία, είτε παίζει στην Α’ Εθνική είτε στα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα είτε είναι διεθνής και γνωστός από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων είτε ένας μικρός αλλά άγνωστος ήρωας των γηπέδων της άγονης γραμμής. Όλοι έχουν να καταθέσουν εμπειρίες ζωής, εντός και εκτός γηπέδων, όπως ο σημερινός καλεσμένος μας, ο παλιός ποδοσφαιριστής του Αβέρωφ Ιωαννίνων και μετέπειτα προπονητής Παναγιώτης Βασιλειάδης. Αγωνίστηκε τη δεκαετία του ‘60 σε ερασιτεχνικές ομάδες, πετυχαίνοντας από το ποδόσφαιρο να εξασφαλίσει τον βιοπορισμό για να τελειώσει έτσι το πανεπιστήμιο της ΑΣΟΕΕ στην Αθήνα, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στη ζωή του. Παίζοντας έξι χρόνια στην ομάδα του Ψυχικού, εξασφάλισε στέγη και τροφή για να επιβιώσει στην Αθήνα και να τελειώσει το πανεπιστήμιο, σε μια εποχή όπου οι πτυχιούχοι ποδοσφαιριστές ήταν ελάχιστοι και η ζωή των φοιτητών δύσκολη. Κρατάμε ως συμβουλή για τις νέες γενιές αυτό που είπε στη συνέντευξη, ότι αν κάποιος έχει θέληση, μπορεί να πετύχει πολλά πράγματα στη ζωή του. Αρκεί να προσπαθήσει, όσο δύσκολη και αν είναι η ζωή.

Δεξιά ο Παναγιώτης Βασιλειάδης με τον Βαγγέλη Γυφτόπουλο

Ο Παναγιώτης Βασιλειάδης γεννήθηκε εντός του Κάστρου των Ιωαννίνων, σημείο αναφοράς για τον κάθε επισκέπτη. Μας μιλά για τις αλάνες των Ιωαννίνων που έπαιζαν τα παιδιά ποδόσφαιρο τη δεκαετία του ‘50, τα παιδικά χρόνια κάνοντας καθημερινά μπάνιο στη λίμνη, την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής του Αβέρωφ, τα τοπικά ντέρμπι, τις περιπέτειες στα ταξίδια, για τη μεταγραφή στο Ψυχικό και στην ομάδα του Παλαιού Φαλήρου. Ένα κομμάτι της καριέρας και της ζωής άφησε και στο «νησί των Φαιάκων» όπου υπηρέτησε ως οικονομικός έφορος, φτάνοντας ακόμη και ως πρώτος προπονητής του ΑΟ Κέρκυρα. Ας γνωρίσουμε σήμερα τον Παναγιώτη Βασιλειάδη, έναν μικρό ήρωα των ερασιτεχνικών γηπέδων, που μπορεί να μην έγινε ποτέ πρωτοσέλιδος, αλλά μας λέει πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα, σχολιάζοντας και τη σημερινή ποδοσφαιρική πραγματικότητα. Πρόκειται για έναν πολύ αξιόλογο άνθρωπο, που πέτυχε πολλά στη ζωή του. Είναι αδελφός του παλιού προπονητή του ΠΑΣ, Στέφανου Βασιλειάδη.

Ο Βασιλειάδης (δεξιά) με τους παλιούς διεθνείς Καραγκούνη και Γεωργάτο

Παναγιώτη, πού γεννήθηκες, ποια είναι η γειτονιά σου στα Γιάννινα;

Γεννήθηκα μέσα στο Κάστρο των Ιωαννίνων. Από μικρά παιδιά παίζαμε μπάλα και κολυμπούσαμε στη λίμνη που ήταν δίπλα. Τότε δεν είχε βρόμικα νερά όπως τώρα. Μετά το παιχνίδι το καλοκαίρι κάναμε μπάνιο για να δροσιστούμε στη λίμνη. Γεννήθηκα στην κλινική του Αχιλλέα Φίλιου, τον οποίο είχα μετά που μεγάλωσα πρόεδρο στην ομάδα του Αβέρωφ.

Σε ποιες συνοικίες των Ιωαννίνων υπήρχαν οι αλάνες που έπαιζαν τα παιδιά ποδόσφαιρο;

Αλάνες υπήρχαν πολλές. Αλλά ποδοσφαιρικοί πυρήνες υπήρχαν στη γειτονιά μου στο Κάστρο, στην Καλούτσιανη όπου υπήρχαν πολλά ταλέντα και στην Καραβατιά. Μπάλα έπαιζαν τα παιδιά και στον Κουραμπά, στο κέντρο της πόλης, εκεί όπου ήταν το παλιό Ξενία. Στον Κουραμπά κάναμε ως γειτονιές ανεπίσημους φιλικούς αγώνες, βάζαμε στοίχημα μεταξύ μας και τους παρακολουθούσαν κάθε Κυριακή μετά την εκκλησία πολλοί θεατές. Ο κόσμος δεν είχε πού να πάει, πέρα από μια βόλτα στην πλατεία, και παρακολουθούσε πώς έπαιζαν μπάλα τα παιδιά στις γειτονιές. Δεν είχαμε ούτε φανέλες ούτε ποδοσφαιρικά παπούτσια. Άλλος έπαιζε με άρβυλα, άλλος με τα παπούτσια που φορούσε. Μπάλα να είχαμε και στην ανάγκη παίζαμε και ξυπόλυτοι.

Πώς βρέθηκες μετά στην ομάδα του Αβέρωφ;

Στη δεκαετία του ‘50 όλα τα παιδιά παίζαμε στις αλάνες. Όχι μόνο στα Γιάννινα αλλά σε όλες τις πόλεις. Τα Γιάννινα ήταν μικρά εκείνα τα χρόνια. Αρχικά από το Κάστρο πήγα στον ΣΑΚ Καραβατιάς. Ήταν ένα ανεπίσημο σωματείο, χωρίς να έχει αναγνωριστεί από το Πρωτοδικείο, με πολλά ταλέντα. Πρόεδρος ήταν ο Γκόγκος με τον φούρνο. Ήταν η γειτονιά των αδελφών Σιόντη, του Αλέξη Ζώη και του Παπακοσμά. Στον Αβέρωφ με πήγε από τον ΣΑΚ Καραβιάς ο Θόδωρος Κλήμης, με τον οποίο ήμασταν γειτονιά στο Κάστρο. Καστρινός ήταν και ο γκολκίπερ του Αβέρωφ, Νούλης Παπακώστας, που είχε καταγωγή από το Μέτσοβο.

Ο Παναγιώτης Βασιλειάδης με τη φανέλα του Αβέρωφ

Σε ποια κατηγορία ήταν τότε ο Αβέρωφ;

Μιλάμε προς το τέλος της δεκαετίας του ‘50. Δεν είχαν γίνει οι εθνικές κατηγορίες. Πήγα πολύ μικρός στην ομάδα. Δεν ήταν εύκολο πράγμα τότε να παίξεις είτε στον Αβέρωφ είτε στις άλλες δύο ομάδες, Ατρόμητο και Ολυμπιακό. Στην αρχή δεν με έβαζαν, παρά μόνο στα φιλικά. Ήμουν επιθετικός. Στα Γιάννινα υπηρετούσε φαντάρος ο Μουρτζίκος του Ολυμπιακού και έκανε στον Αβέρωφ τον προπονητή. Αυτός με καθιέρωσε στα παιχνίδια του πρωταθλήματος Ηπείρου. Είχε πολύ σημαντικούς παίκτες ο Αβέρωφ, τους αδελφούς Σιόντη, τους αδελφούς Τζαμάκου, τους Γουνίδη, Πεππέ, Κόττη, Παπαδημητρίου, Φάνη Παπαδόπουλο, Κρικώνη και άλλους πολλούς. Πολλοί παίκτες του Αβέρωφ συνέχισαν από το 1966 και μετά στον ΠΑΣ Γιάννινα. Και εγώ πιστεύω ότι θα έπαιζα στον ΠΑΣ Γιάννινα, αλλά είχα περάσει στην ΑΣΟΕΕ και ήμουν φοιτητής στην Αθήνα.

Από τα μεγάλα κλασικά ντέρμπι Αβέρωφ και Ατρόμητου ξεχωρίζεις κάποιο περιστατικό που σου έμεινε στη μνήμη;

Κερδίσαμε μια φορά 1-0 με δικό μου γκολ. Τερματοφύλακας ήταν ο Τσανακτσής, ο οποίος ήταν στον Απόλλωνα Αθηνών, αλλά όταν βρισκόταν στα Γιάννινα έπαιζε και με τον Ατρόμητο Ιωαννίνων, ειδικά στα τουρνουά Πάσχα και Χριστουγέννων. Σε μια σέντρα βρέθηκα με την μπάλα μέσα στην περιοχή του Ατρόμητου. Είχα απέναντί μου τον Τσανακτσή, που όταν άνοιγε τα χέρια ήταν σαν βουνό. Με ψυχραιμία πλάσαρα και έβαλα το γκολ της νίκης. Μετά έπαιξα για λίγο και στη Β’ Εθνική, στα πειραματικά στάδια της κατηγορίας, με πολλές ομάδες σε πολλούς ομίλους. Θυμάμαι πηγαίναμε με χιόνι για Λάρισα για να παίξουμε με τον Λαρισαϊκό. Το λεωφορείο γλίστρησε στην ορεινή διάβαση της «Κατάρας» και λίγο έλειψε να πέσει στον γκρεμό. Κατεβήκαμε και το κρατούσαμε εμείς μη φύγει στο κενό. Μέχρι να βρεθεί εκχιονιστικό μηχάνημα, μας είχε πάρει το βράδυ. Στη Λάρισα φτάσαμε τέσσερις η ώρα το πρωί, νηστικοί, ταλαιπωρημένοι, παγωμένοι σαν χιονάνθρωποι. Ευτυχώς ήταν ανοιχτό ένα πατσατζίδικο και φάγαμε. Θυμάμαι και μια Πρωτοχρονιά που παίζαμε στη Λευκάδα, μας κλείδωσαν στα δωμάτια για να μην παίξουμε χαρτιά όπως το απαιτούσε η μέρα. Επίσης, ήμουν στην αποστολή που έπαιξε αγώνα Κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό στη Λεωφόρο, αν θυμάμαι καλά το 1961 ή το 1962. Με ένα στρατιωτικό αεροπλάνο «ντακότα» που μας έβαλε ο Ευάγγελος Αβέρωφ, υπουργός τότε νομίζω Εθνικής Άμυνας, προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο Ελευσίνας και με λεωφορείο πήγαμε στο ξενοδοχείο. Ήταν το πρώτο ταξίδι που έκανα με αεροπλάνο. Δεν έπαιξα εγώ, κάθισα στον πάγκο, αλλά μας έδωσε η ομάδα πριμ 500 δραχμές για την καλή εμφάνιση.

Ποζάροντας στη συνέντευξη για το «ΦΩΣ»

Από πού πήγαζε αυτή η μεγάλη κόντρα Αβέρωφ και Ατρόμητου; Είχε και πολιτικά κίνητρα;

Λέγανε ότι ο Αβέρωφ ήταν ομάδα των δεξιών και ο Ατρόμητος ομάδα των αριστερών. Εγώ δεν διαπίστωσα κάτι τέτοιο. Κανείς δεν ζητούσε από τους παίκτες πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Στον Αβέρωφ ήταν και αριστεροί ποδοσφαιριστές, όπως και στον Ατρόμητο δεξιοί. Οι κόντρες προέκυψαν για λόγους γοήτρου. Δέκα μέρες πριν από τα τοπικά ντέρμπι η πόλη ήταν στο πόδι. Όπως το ίδιο και μετά τα παιχνίδια, μέχρι να σβήσει ο απόηχος. Γράφονταν ποιήματα, υπήρχαν συνθήματα και από τις δύο πλευρές. Μέσα στο γήπεδο γινόταν πόλεμος. Μέχρι και ξύλο έπεφτε. Αλλά το βράδυ μετά τα παιχνίδια οι παίκτες και των δύο ομάδων διασκεδάζαμε μαζί, δεν είχαμε τίποτα να χωρίσουμε. Όλοι καταγόμασταν από φτωχές οικογένειες, είχαμε τα ίδια προβλήματα, δεν υπήρχε λόγος να χωρίζεται στα δύο η πόλη για το ποδόσφαιρο.

Παρ’ όλα αυτά το 1966 έγινε η συγχώνευση και δημιουργήθηκε ο ΠΑΣ Γιάννινα που ένωσε πλέον όλες τις δυνάμεις. Αλήθεια, πώς τα κατάφεραν και έβαλαν τέλος σε αυτήν τη μεγάλη αντιπαλότητα;

Η συγχώνευση ήταν μια φυσική συνέπεια. Η μεγάλη φουρνιά των παικτών της δεκαετίας του ‘50 άρχισε να φορτώνεται με χρόνια στην πλάτη. Δεν είχαν βγει πολλοί νέοι ποδοσφαιριστές. Το επίπεδο των ομάδων έπλεε σε ρηχά νερά, δεν ξεπερνούσε τη μετριότητα. Αυτό το σκηνικό και η επανάληψη κάθε χρόνο των ίδιων καταστάσεων κούρασε πολύ τον κόσμο. Ήθελε να δει κάτι καινούργιο. Του άρεσε η ιδέα των συγχωνεύσεων που είχε γίνει σε άλλες πόλεις όπου οι ομάδες τους έπαιζαν στην Α’ Εθνική. Γι’ αυτό και αποδέχθηκαν αμέσως την ιδέα της συγχώνευσης και αγκάλιασαν τον ΠΑΣ Γιάννινα, ξεπερνώντας τα συμπλέγματα μίσους του παρελθόντος. Αντιδραστικές φωνές υπήρχαν και από τις δύο πλευρές, αλλά επνίγησαν από τη θέληση του πλήθους που τάχθηκε υπέρ της συγχώνευσης.

Ο επόμενος σταθμός της καριέρας σου;

Το 1963 πέρασα στην ΑΣΟΕΕ και άρχισα τις σπουδές στην Αθήνα. Έμενα στον Νέο Κόσμο. Εκεί γνώρισα τον Αχιλλέα Αθανασούλα, σπουδαίο ποδοσφαιριστή τότε του Πανιωνίου, που είχε καταγωγή από την Πλατανούσα Ιωαννίνων. Λόγω αυτής της γνωριμίας ξεκίνησα προπονήσεις στον Πανιώνιο, δίπλα σε μεγαθήρια της εποχής, όπως οι Θανάσης Σαραβάκος, Δέδες, Χάιτας, Ιντζόγλου, Ντουνιάς και άλλοι. Με τον Ντουνιά γίναμε φίλοι και βλεπόμασταν μετά στα Γιάννινα όταν έπαιξε στον ΠΑΣ. Προπονητής ήταν ο Γιάννης Σκορδίλης. Ο Πανιώνιος με ήθελε, αλλά δεν έδινε το δελτίο ο Αβέρωφ. Ζητούσε χρήματα. Ο Πανιώνιος δεν έδινε χρήματα και έτσι έμεινα ξεκρέμαστος. Δούλευα στην Αθήνα για να καλύψω τα έξοδα των σπουδών. Ήταν δύσκολα χρόνια. Πίστεψα ότι με το ποδόσφαιρο, έστω και σε ερασιτεχνικές ομάδες, αφού δεν είχα ευκαιρίες να παίξω σε μεγάλη ομάδα, να εξασφαλίσω τουλάχιστον στέγη και τροφή για να μπορέσω να τελειώσω το πανεπιστήμιο. Ήμασταν πολύτεκνη οικογένεια, ήθελα να τους ξαλαφρώσω λίγο οικονομικά.

Μετά τι έγινε; Να πούμε κάθε εμπόδιο σε καλό;

Ας το πούμε και έτσι. Στον Πανιώνιο υπήρχαν μεγάλοι παίκτες, δεν ξέρω αν μπορούσα να σταθώ δίπλα τους. Όμως μου πήγαν καλά τα πράγματα στη συνέχεια. Όταν πήγε ο Γιώργος Σιόντης στον Ολυμπιακό με μεταγραφή από τον Αβέρωφ, πήγα και εγώ για παρέα και έπαιξα σε μερικά διτέρματα στο βοηθητικό γήπεδο του σταδίου Καραϊσκάκη. Εκεί γνώρισα έναν φωτορεπόρτερ, τον Ψυχογιό, που μου έκανε πρόταση να παίξω στην ομάδα του Ψυχικού, στον ΠΟΨ. Είχε γίνει τότε η συγχώνευση και το Ψυχικό ήταν στην Α’ κατηγορία της ΕΠΣ Αθηνών. Στην ομάδα του Ψυχικού αγωνίστηκα έξι χρόνια. Οι άνθρωποι με βοήθησαν και μου συμπεριφέρθηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Πρόεδρος της ομάδας ήταν ο Βασίλης Παπαδόπουλος, με οικονομική επιφάνεια. Στην αρχή ο Αβέρωφ ήθελε να με δώσει για τρία χρόνια με υποσχετική, αλλά ο Παπαδόπουλος τούς έδωσε είκοσι χιλιάδες δραχμές και πήρε την ελευθέρας. Μου έδωσαν σπίτι να μένω, με ενίσχυσαν οικονομικά, ένας παράγοντας, ο Θανόπουλος, είχε σουπερμάρκετ και ψώνιζα τζάμπα ό,τι χρειαζόμουν και έτσι με τη βοήθεια αυτών των ανθρώπων έβγαλα το πανεπιστήμιο.

Ποιους είχες συμπαίκτες στην ομάδα του Ψυχικού;

Ήταν ο Εξωμανίδης που πήγε μετά στο Αιγάλεω. Προερχόταν από την ομάδα των Ελληνορώσων. Ο Πιτούνης που πέρασε για λίγο από τον Παναθηναϊκό και μετά αγωνίστηκε στον Φωστήρα. Ήταν ο Λογαράς και άλλοι καλοί παίκτες. Αγωνίστηκα έξι χρόνια στο Ψυχικό. Μάλιστα με είχαν καλέσει και στη μικτή ομάδα της ΕΠΣ Αθηνών. Όταν παίζαμε γειτονικό ντέρμπι με τον Χολαργό, γινόταν ξεσηκωμός. Εκεί πέρασα τα καλύτερα χρόνια. Μάλιστα, τελείωσα το πανεπιστήμιο και συνέχισα να αγωνίζομαι. Μετά από έξι χρόνια πήγα στο Παλαιό Φάληρο. Εκεί είχα καλούς συμπαίκτες, μεταξύ αυτών και γνωστά ονόματα, όπως τον Βαλιάνο που έπαιξε στον Παναθηναϊκό, τον Ζυγολίκο των Τρικάλων, τον Δημητσάνα που πήγε στον Φωστήρα. Έπαιξα και εκεί άλλα τρία χρόνια, αφού είχα διοριστεί και στο δημόσιο, στην οικονομική εφορία, λόγω του πτυχίου της ΑΣΟΕΕ.

Συνεργάτης και του Βασίλη Κωνσταντίνου στο «νησί των Φαιάκων»

Στην Κέρκυρα πώς βρέθηκες;

Μετατέθηκα το 1976 στη ΔΟΥ Κέρκυρας. Εκεί ήταν προπονητής στον ΑΟΚ ο Αδάμ Πιτσούδης, που τον είχα προπονητή στον Αβέρωφ Ιωαννίνων. Μου ζήτησε να τον βοηθήσω και έπαιξα κάποια παιχνίδια μέχρι που σταμάτησα. Επειδή αγαπούσα το ποδόσφαιρο πήγα σε σχολή προπονητών. Συνεργάστηκα με πολλές ομάδες στην Κέρκυρα, στον ΑΟΚ ήμουν βοηθός του Ανδρέα Παπαεμμανουήλ και του Βασίλη Κωνσταντίνου, για λίγο έκανα και πρώτος προπονητής. Μάλιστα, είχα παίκτες τους Αλεξάκη, Κοντογιωργάκη, Σεϊταρίδη που είχαν έρθει με μεταγραφή από τον ΠΑΣ Γιάννινα. Ακόμη και τώρα, που πέρασαν τα χρόνια, παρακολουθώ ποδόσφαιρο και είμαι τεχνικός διευθυντής στις ακαδημίες που έχει στην Κέρκυρα ο φίλος μου Γιάννης Σφακιανάκης.

Ως βοηθός του Ανδρέα Παπαεμμανουήλ στον ΑΟ Κέρκυρα

Εκείνη την εποχή ήταν λίγοι οι ποδοσφαιριστές με πτυχίο, μην πω ελάχιστοι. Πώς συνδύασες ποδόσφαιρο και πανεπιστήμιο;

Αρχές δεκαετίας του ‘60 αν έλεγες ότι θα ζήσεις από το ποδόσφαιρο σε κορόιδευαν, ας ήσουν και το μεγαλύτερο ταλέντο. Ήμουν καλός μαθητής και για μένα ο δρόμος της ζωής και της επαγγελματικής αποκατάστασης ήταν να σπουδάσω για να βρω δουλειά. Το ποδόσφαιρο ήταν το πάθος που μπορούσε να με βοηθήσει για να σπουδάσω. Σου είπα προηγουμένως ότι στο Ψυχικό είχα εξασφαλισμένη στέγη και τροφή. Αυτό με βοήθησε να τελειώσω το πανεπιστήμιο. Ήταν μονόδρομος για μένα, αγώνας επιβίωσης, να παίζω μπάλα έστω σε μικρές ομάδες για να σπουδάσω. Στις υποχρεώσεις της ομάδας ήμουν συνεπέστατος και στα μαθήματα της ΑΣΟΕΕ δεν έλειψα ούτε λεπτό. Έκανα μεγάλο αγώνα για να τα πετύχω όλα αυτά. Αυτό συμβουλεύω να κάνει και το κάθε παιδί. Όταν υπάρχει θέληση, μπορεί να γίνουν πολλά.

Πώς βλέπεις τον σημερινό ΠΑΣ Γιάννινα;

Είναι σε ανοδική πορεία. Έχει καλό προπονητή και καλό έμψυχο δυναμικό. Είναι ομάδα με προοπτικές, κόσμο, Ιστορία και βαριά φανέλα.

Ποια ομάδα θα πάρει το πρωτάθλημα;

Με ρωτάς το αυτονόητο. Ο Ολυμπιακός ξεχωρίζει απ’ όλες τις άλλες ομάδες, είναι η καλύτερη ομάδα και θα πάει για το νταμπλ. Δεν μπορεί να τη συναγωνιστεί καμία άλλη ομάδα. Ο Μαρινάκης είναι ισχυρός παράγοντας, βάζει χρήματα και έχει σε υψηλά επίπεδα τον Ολυμπιακό. Έχει παίκτες με μεγάλη ποιότητα που μπορούν να πάρουν παιχνίδια και σε μέρες που δεν είναι τόσο καλή ως σύνολο η ομάδα. Και ο Μαρτίνς είναι αξιόλογος προπονητής. Ο ΠΑΟΚ και ο Παναθηναϊκός έμειναν πολύ πίσω. Η ΑΕΚ που έρχεται από πίσω έχει τον Μελισσανίδη που είναι έμπειρος παράγοντας, αλλά δεν μπορεί να πιάσει τα επίπεδα του Ολυμπιακού.



Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ. 232110