Τζιοβάνι: O «μάγος» που αγαπήσαμε

Μεγάλο αφιέρωμα στον «μάγο» Τζιοβάνι από το ΦΩΣ: Η ζωή του, η καριέρα του, η αγάπη του για τον Ολυμπιακό και ιστορίες με την ερωμένη του, την στρογγυλή θεά. 

Τζιοβάνι: O «μάγος» που αγαπήσαμε

H ποδοσφαιρική διαστροφή κάθε φιλάθλου

Γράφει ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΡΟΥΣΣΟΣ

Ο Τζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα έδωσε «σάρκα και οστά» στα πιο διαστροφικά όνειρα των ποδοσφαιρόφιλων. Όσοι είχαμε την τύχη να τον παρακολουθήσουμε από κοντά, μπορούμε να δικαιολογήσουμε γιατί μνημονεύεται και θα μνημονεύεται για χρόνια από τους φιλάθλους του Ολυμπιακού. Ο Βραζιλιάνος βιρτουόζος της μπάλας δεν ήταν απλά ένας ποδοσφαιριστής, ήταν ένας συναισθηματικός καλλιτέχνης, που με το λατινοαμερικάνικο ταμπεραμέντο του και την ποδοσφαιρική του ευφυΐα και διαστροφή μάς ανάγκαζε να πληρώνουμε εισιτήριο για να παρακολουθούμε από κοντά τα έργα τέχνης του.

Ακόμα και σήμερα παραμένει ένας από τους κορυφαίους ξένους που φόρεσαν τη φανέλα του Ολυμπιακού. Αγαπήθηκε όσο λίγοι, έγινε σύνθημα στα χείλη των φίλων της ομάδας και ο χωρισμός επιβεβαίωσε το γεγονός ότι η λύπη είναι πιο δυνατό συναίσθημα από τη χαρά. Οι εικόνες, όμως, και οι αναμνήσεις που έχει ο φίλαθλος κόσμος τον καθιστούν ένα από τα ποδοσφαιρικά «τοτέμ» που φόρεσαν την ερυθρόλευκη ριγωτή φανέλα.

Ο Τζιοβάνι είχε την τύχη να μη γεννηθεί και να μεγαλώσει σε φτωχό οικογενειακό περιβάλλον, άρα να μη γνωρίσει τον εφιάλτη της φτώχειας, της μιζέριας και της παραβατικότητας που βίωναν (και βιώνουν) πολλοί συμπατριώτες του. Κάποιοι, πολλοί, από αυτούς έβλεπαν το ποδόσφαιρο ως μέσον διαφυγής από τη σκληρή πραγματικότητα και ως εισιτήριο για μια αξιοπρεπή ζωή, των ίδιων και των οικογενειών τους. Ο Τζιοβάνι γεννήθηκε με το ποδόσφαιρο μέσα του. Το ζήσαμε στην Μπαρτσελόνα, αλλά η ευλογία για όσους αγαπάμε ήταν η 8η Ιουλίου του 1999, όταν και ανακοινώθηκε η μεταγραφή του στον Ολυμπιακό. Δεν ήταν η εποχή του Ίντερνετ και της άμεσης-εύκολης πληροφορίας. Πολλοί δεν είχαν ακριβή εικόνα για το μέγεθος της μεταγραφής, παρά πείστηκαν εκεί που οφείλει να τους πείθει ένας ποδοσφαιριστής: στο γήπεδο.

Ο Πελέ και ο Τζιοβάνι

Αυτό ήταν το πειστήριο. Ακόμα και για τον Πελέ, ο οποίος βλέποντας τον Τζιοβάνι στα 22 του έβαλε χρήματα από την τσέπη του –όπως θρυλείται– για να τον πάει στη Σάντος. Εκεί φοράει τη βαριά φανέλα με το «10» και με 17 γκολ σε 25 ματς παίρνει την επόμενη χρονιά μεταγραφή στην Μπαρτσελόνα. Η Σάντος προσπαθούσε να επανέλθει στην κορυφή και στους ημιτελικούς ο Τζιοβάνι είχε βάψει τα μαλλιά του κόκκινα, σε ένδειξη πίστης στον σύλλογο. Η πρόκριση στον τελικό ήρθε, αλλά όχι και ο τίτλος. Η αποτυχία δεν πτόησε τους φίλους της ομάδας, οι οποίοι τον αποκαλούσαν «Μεσσία». Δεν είναι τυχαίο, που ακόμα και σήμερα η Σάντος θεωρεί ότι οι μεγαλύτερες ποδοσφαιρικές μορφές που έχουν φορέσει τη φανέλα της είναι ο Πελέ και ο Τζιοβάνι.

Ας είναι καλά ο «Χίτλερ» Φαν Γκάαλ

Στο «Καμπ Νου» συναντά την πρώτη χρονιά τον συμπατριώτη του Ρονάλντο και την επομένη τον Ριβάλντο. Την τρίτη του σεζόν στην Μπαρτσελόνα, ο τότε προπονητής των «μπλαουγκράνα», Φαν Γκάαλ, ζητάει από τον Τζιοβάνι να αγωνιστεί μέχρι και ως αμυντικό χαφ. Ο Βραζιλιάνος τού απάντησε ότι είναι αδύνατο να αγωνιστεί σε κάτι λιγότερο από 10άρι ή επιθετικός και ο Ολλανδός τού δείχνει την εξέδρα. «Αποπέμφθηκε η χαρά των φιλάθλων» έγραφε τότε ο καταλανικός Τύπος. Λίγο αργότερα ο παίκτης δήλωνε: «Για τους Βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές ο Φαν Γκάαλ είναι σαν τον Χίτλερ. Ψηλομύτης, περήφανος και εριστικός». Το καλοκαίρι του 1999 φημολογείται η –μετέπειτα οριστική– συμφωνία του Ολυμπιακού με τον Τζιοβάνι, που σήμανε συναγερμό στα δημοσιογραφικά γραφεία. Όλος αυτός ο «θόρυβος» περνάει στον κόσμο, που κατακλύζει το αεροδρόμιο για να τον υποδεχθεί. Ο Τζιοβάνι, βλέποντας το πλήθος να παραληρεί, βγήκε σαστισμένος, μπήκε στο αμάξι και πήγε στον Αστέρα Βουλιαγμένης. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί αυτό που θα ακολουθούσε...

Γεννημένος στην... Καστέλα

Κάποτε, μου είχαν ζητήσει την άποψή μου για τον Τζιοβάνι και είχα γράψει αυτό: «Γεννημένος στην Καστέλα το 1972, ο Τζιοβάνι έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στα Βοτσαλάκια. Το 1999 φόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού και έγινε ο μοναδικός λόγος ώστε να πάει κάποιος αυγουστιάτικα στο ΟΑΚΑ, για να δει αγώνα Κυπέλλου με την Καλαμάτα. Ο μεγαλύτερος βιρτουόζος της μπάλας, που ζήσαμε οι 40άρηδες. Και ποδοσφαιρική αλητεία είχε. Και άψογος οικογενειάρχης ήταν – και είναι. Μεγάλη ψυχή, μεγάλη καρδιά. Με πίστη στους ανθρώπους, τη ζωή, την μπάλα και τον Θεό». Τα δάκρυά του για τον Ολυμπιακό σε ζωντανή ραδιοφωνική εκπομπή και το μήνυμα με μαρκαδόρο πάνω στην μπλούζα του («Σε ευχαριστώ Θεέ μου, που οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού είναι μέρος της ζωής μου. Σας αγαπώ πολύ») στο «Καυταντζόγλειο», μετά την κατάκτηση του τίτλου το 2005, είναι το εικονοστάσι για τους οπαδούς που τον λάτρεψαν σαν θεό.

Αν η μπάλα είχε στόμα…

* Ιστορίες με τον Τζιοβάνι και την ερωμένη του

Γράφει ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

Μόνο τις ιστορίες να γράψω που έχω βιώσει, που έχω δει με τα ματάκια μου, αρκούν για να γεμίσουν όλο το αφιέρωμα ή πιο σωστά όλη την εφημερίδα. Δεν θα το κάνω, απλά θα αναφερθώ σε ελάχιστες, προσπαθώντας να σας δώσω να καταλάβετε τι ήταν ο Τζιοβάνι, πέρα από όλα αυτά που ήδη ξέρετε και διαβάζετε.

Δεν θα μιλήσω με αριθμούς, δεν έχει σημασία. Ο Βραζιλιάνος σίγουρα ήταν περίεργος τύπος. Όμως δεν ήταν κακό παιδί, όπως είχαν αφήσει πολλοί (μέρος του Τύπου) να εννοηθεί. Λατρεία στον Θεό, στην οικογένειά του και στο δικό του ποδόσφαιρο.

Η γνωριμία μας ήταν κάπως… επεισοδιακή. Σε μια από τις προετοιμασίες (πάρα πολλές) που βρέθηκα στο Ζέεφελντ, επέλεξα να του κάνω συνέντευξη. Τότε οι συνεντεύξεις επιλέγονταν από εμάς (ένας παίκτης κάθε μέρα) και όχι από τις ομάδες. Μέσα σε όλους, λοιπόν, θα έκανα τον Τζιο.

Έλα όμως που ο τότε ρεπόρτερ Ολυμπιακού της εφημερίδας τού είχε «αλλάξει τα φώτα»! Τα είχε μάθει (όλα μαθαίνονται) και δεν ήθελε να μιλήσει στο «ΦΩΣ»! Ήταν εύκολο για εμένα, δεν αγχώθηκα (άλλωστε δεν έκανα ποτέ ρεπορτάζ ποδοσφαίρου για να με πιάσει τρέμουλο, μια από τις πιο σοφές επαγγελματικές μου αποφάσεις), πήρα τηλέφωνο έναν από τους Έλληνες και κατέβηκε να κλείσω τη συνέντευξη της ημέρας. Ο Τζιοβάνι θεωρούσε ότι είχε αδικηθεί και τον είχε πιάσει το παράπονο. Δεν είχα θέμα, εξάλλου για είκοσι μέρες έκανα τη δουλειά και μετά γυρνούσα στον μαγικό κόσμο του μπάσκετ, που οι παίκτες σκέφτονται διαφορετικά και γενικά όλα είναι πιο απλά, πιο όμορφα και πολύ πιο ξηγημένα.

Την επόμενη μέρα, πίσω από το γήπεδο που έκαναν προπόνηση, είχα πάρει μια μπάλα και σημάδευα τα δοκάρια του τέρματος (είχε άλλο γηπεδάκι). Όταν τελείωσαν και πλησίασα για τις κλασικές δηλώσεις-ενημέρωση, χαμογελαστός ο Βραζιλιάνος μού είπε στα ελληνικά «είσαι καλός» και γέλαγε. «Σούπερ», του απάντησα και το ίδιο βράδυ έμαθα ότι ήθελε να την κάνουμε τη συνέντευξη. Ο Ζε Ελίας με ενημέρωσε για την ακρίβεια. Μου ζήτησε αρχικά συγγνώμη, για την ταλαιπωρία της προηγούμενης μέρας, και τα είπαμε μια χαρά.

«Θα σου τη στείλω εκεί την μπάλα»

Ήταν η προετοιμασία που τον είδα με τα μάτια μου να έχει την μπάλα στα πόδια καμιά 40αριά μέτρα μακριά, να λέει στον Γεωργίου πού θα τη στείλει και ο πορτιέρε της ομάδας να τρώει γκολ, ακριβώς εκεί όπου του έδειξε ο Τζιο.

Κάποιες φορές που δεν είχε όρεξη, είναι αλήθεια ότι δεν «τράβαγε» στην προπόνηση, όμως πιστέψτε με, έκανε την μπάλα «πατσαβούρα» στα πόδια του. Δεν έχω δει με τα μάτια μου τόσο… ποδόσφαιρο σε άνθρωπο. Αν η μπάλα είχε στόμα, θα ικέτευε να βρίσκεται στα δικά του πόδια, για να μην υποφέρει. Δεν επεδίωκε ποτέ να ξεφτιλίσει αντιπάλους. Δεν έψαχνε την αφορμή για ποδιές και για ανάποδες ντρίμπλες. Του έβγαιναν. Το ταλέντο ξεχείλιζε. Αν δεν είχε τραυματιστεί από τον Σέμο τότε, ίσως να μην είχε χάσει την ταχυδύναμη και την έκρηξη. Γιατί η απώλεια αυτών έκαναν πολλές φορές τους προπονητές του να αμφιβάλουν για το αν πρέπει να τον χρησιμοποιήσουν στα εκτός έδρας ματς του Τσάμπιονς Λιγκ. Δεν θα γράψω για κανένα γκολ που σημείωσε και μου έκανε εντύπωση. Γιατί θα τα αδικήσω όλα.

Το γκολ του… Καστίγιο

Ίσως το καλύτερο να ήταν αυτό που δεν πέτυχε ο ίδιος (Καστίγιο) κόντρα στον ΠΑΟΚ στο Καραϊσκάκη.

Ο Τζιοβάνι ήταν καλό παιδί, έκανε τις τρέλες του (ήμουν στο ξενοδοχείο στο Παλέρμο όταν ο Μπάγεβιτς έγινε τούρμπο με αυτόν και τον Νέρι), αλλά πραγματικά αγάπησε την Ελλάδα και τον Ολυμπιακό.

Έδωσε πάρα πολλά και ξέρει ότι την τελευταία ανανέωση του συμβολαίου του την πέτυχε ο ίδιος ο κόσμος, αφού είχε παρθεί απόφαση για το διαζύγιο, αλλά αυτός ο λαός που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις ήταν πολύ εύκολο να κρατήσει έναν ποδοσφαιριστή που απλά αγαπούσε. Δεν του έκαναν χάρη οι Ολυμπιακοί του Τζιοβάνι. Υπήρχαν παιχνίδια που δεν «τραβούσε» και το έβλεπαν. Όμως, πώς να μη λατρέψουν έναν άνθρωπο που εξέφραζε αυτό που έχει στο DNA της η συγκεκριμένη ομάδα; Την ποδοσφαιρική μαγεία. Τον ποδοσφαιρικό τσαμπουκά, την οξυδέρκεια, το «είμαι καλύτερος και θα σε κάνω να υποφέρεις». Όσοι μάρκαραν τον Τζιοβάνι, το ίδιο βράδυ δεν κοιμήθηκαν. Τον σταμάτησαν ή με ξύλο ή με κλοτσιές. Μόνο έτσι. Μπορεί κάποιοι να με διαβάζετε και να με κρίνετε υπερβολικό. Ξεχάστε το. Όπως σας τα γράφω είναι, πιστέψτε, άλλωστε η κυνικότητά μου είναι γνωστή. Ο Βραζιλιάνος έγραψε δίκαια τη δική του σελίδα στην ιστορία του Ολυμπιακού. Δεν του χαρίστηκε κάτι. Είχε σκληρούς προπονητές που τον έκριναν αυστηρά. Ελάχιστοι του έκαναν τα χατίρια. Και επαναλαμβάνω, την αγάπη των Ολυμπιακών την κέρδισε με το σπαθί του και την μπάλα του. Ο Τζιοβάνι Σίλβα Ντε Ολιβέιρα κατάφερε να κάνει την μπάλα να τον ερωτευτεί περισσότερο από όσο ερωτευμένος μπορεί να υπήρξε αυτός μαζί της. Τίποτε άλλο…

(Αποσπάσματα από το αφιερωματικό ένθετο στο Τζιοβάνι, το οποίο κυκλοφόρησε στις 20/3/2018)