Κερδισμένοι και χαμένοι των κεκλεισμένων των θυρών

Δειλά δειλά το ένα μετά το άλλο τα πρωταθλήματα που είχαν διακοπεί λόγω της πανδημίας αρχίζουν ξανά στην Ευρώπη. Ανάμεσά τους και η δική μας Σούπερ Λιγκ. Ύστερα από σχεδόν τρεις μήνες καραντίνας, οι ποδοσφαιριστές ξαναμπήκαν στο γήπεδο. Όχι όμως και οι οπαδοί, καθώς παντού τα υγειονομικά πρωτόκολλα υπαγορεύουν -προς το παρόν- αγώνες χωρίς θεατές.

Κερδισμένοι και χαμένοι των κεκλεισμένων των θυρών

Υπάρχει κάτι το αλλόκοτο σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα που παίζεται σε άδειο γήπεδο. Οι φωνές των παικτών, ο γδούπος της μπάλας, το σφύριγμα του διαιτητή: κανένας ήχος δεν είναι αρκετά σωστός σε αυτό το φόντο της σχεδόν πλήρους σιωπής.

Ακόμη και η φράση «πίσω από κλειστές πόρτες» ακούγεται περίεργα υποβλητική. Φέρνει στον νου εικόνες κατασκοπίας ή διπλωματίας. Ούτε είναι τυχαίο ότι αυτοί οι αγώνες είναι γνωστοί ως «ματς-φαντάσματα». Ορισμένοι ποδοσφαιριστές που έχουν βιώσει την ατμόσφαιρα μιλούν για μια «απόκοσμη εμπειρία».

Τι σημαίνει πρακτικά η απουσία κοινού για τις διαγωνιζόμενες ομάδες, πέρα από το προφανές, την απώλεια εσόδων; Η διεξαγωγή των αγώνων κεκλεισμένων των θυρών έχει αντίκτυπο στην απόδοση των παικτών, των διαιτητών και των ομάδων; Πόσο ζημιώνει τη γηπεδούχο και πόσο ωφελεί τη φιλοξενούμενη; Στα ερωτήματα αυτά απάντηση έχουν κληθεί να δώσουν τον τελευταίο καιρό οι επιστήμονες.

Κάν’ το όπως ο Ρονάλντο

Ο Μάρτιν Πέρι, σύμβουλος στο Elite Performance Lifestyle, που έχει μελετήσει το θέμα της επίδρασης των οπαδών στην απόδοση μιας ομάδας, πιστεύει ότι οι κορυφαίοι παίκτες είναι καλά προετοιμασμένοι για να αγωνιστούν κάτω από αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες κι έφερε ως παράδειγμα τον Κριστιάνο Ρονάλντο στο ντέρμπι Γιουβέντους – Ίντερ, που έγινε στις 8 Μαρτίου κεκλεισμένων των θυρών.

«Ο κόσμος αστειευόταν στα σόσιαλ μίντια όταν τον είδε να χαιρετά οπαδούς που δεν υπήρχαν, αλλά πιστεύω ότι γι’ αυτόν δεν ήταν αόρατοι, ότι είχε προετοιμαστεί ψυχολογικά και αυτό που έκανε ήταν ένα μέρος της ρουτίνας του!» είπε.

Σύμφωνα με τον Πέρι, το γεγονός ότι δεν υπάρχουν οπαδοί μπορεί να παίξει λίγο έως καθόλου ρόλο στα πρώτα παιχνίδια. «Όταν παίζεις στην έδρα σου κάθε δεκαπενθήμερο και για μεγάλο χρονικό διάστημα, έχεις περάσει στο υποσυνείδητό σου ορισμένα πράγματα, ιδιαίτερα την ατμόσφαιρα και τον θόρυβο, τους ήχους, τους ανθρώπους. Αυτές οι εικόνες και οι ήχοι δεν σβήνουν μετά από ένα παιχνίδι. Στην πραγματικότητα μπορείς να παίξεις σε ένα άδειο γήπεδο και να ακούς ακόμα τους ήχους, μπορείς να κουβαλάς αυτές τις δονήσεις μαζί σου!».

Ύστερα από δέκα παιχνίδια, ωστόσο, ο Πέρι πιστεύει ότι μπορεί να διαμορφωθεί μια άλλη πραγματικότητα. Και γι’ αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο οι ποδοσφαιριστές πρέπει να είναι προετοιμασμένοι. Πώς; «Με το να επεξεργάζονται στο μυαλό τους τις πληροφορίες. Τι ήχους ακούν; Τι εικόνες βλέπουν; Ποια πρέπει να είναι η εστίασή τους; Τι πρέπει να κρατήσουν και τι να απορρίψουν; Να φιλτράρουν, με δυο λόγια, τις εμπειρίες τους» τόνισε.

Με τις ομάδες όμως τι γίνεται; Η απουσία οπαδών δίνει κάποιο πλεονέκτημα στη φιλοξενούμενη; Ο Νιλς Βαν ντε Βεν, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τίλμπουρχ στην Ολλανδία, υποστηρίζει ότι «το πλεονέκτημα της έδρας εξακολουθεί να υπάρχει, ακόμη και αν δεν υπάρχουν οπαδοί στις εξέδρες». Αποδίδει το πλεονέκτημα αυτό στην εξοικείωση με το γήπεδο (από τα αποδυτήρια μέχρι το τερέν) καθώς και στη ρουτίνα που έχει η γηπεδούχος ομάδα.

Μια άλλη έρευνα, που έκαναν το 2014 οι Ιταλίδες Μικέλα Πόντσο και Βιντσέντζα Σκόπο, έδειξε ότι ακόμη και στην περίπτωση που οι ομάδες έχουν κοινή έδρα, αυτή που είναι γηπεδούχος σημείωνε 0,45 γκολ περισσότερα από τη φιλοξενούμενη και είχε 13% περισσότερες πιθανότητες για να κερδίσει το παιχνίδι.

0,1 γκολ για κάθε 10.000 οπαδούς

Οι ερευνητές του Χάρβαρντ το πήγαν ακόμη πιο πέρα. Μελετώντας τα παιχνίδια της Πρέμιερ Λιγκ, διαπίστωσαν ότι οι γηπεδούχοι ομάδες σκόραραν επιπλέον 0,1 γκολ κατά μέσον όρο για κάθε 10.000 επιπλέον οπαδούς στην κερκίδα! Αυτό, υποστηρίζουν, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επιρροή που ασκεί ο κόσμος στους διαιτητές, οι οποίοι έτσι είναι πιο πιθανό να δείξουν κόκκινες κάρτες στη φιλοξενούμενη ομάδα και να καταλογίσουν πέναλτι υπέρ της γηπεδούχου.

Είναι σχεδόν αδύνατο να αποδειχθεί το μέγεθος, αλλά ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι περισσότερο από το μισό του πλεονεκτήματος έδρας οφείλεται στους θεατές. Κι όχι τόσο επειδή με τις φωνές τους σπρώχνουν την ομάδα τους όσο ότι ασκούν πίεση στους διαιτητές.

Για να αποδείξουν ότι ο θόρυβος της εξέδρας επηρεάζει τις αποφάσεις των διαιτητών, ερευνητές -το 2002-έβαλαν 40 διαιτητές να πάρουν αποφάσεις παρακολουθώντας σε βίντεο διάφορους αγώνες, είτε με θόρυβο είτε χωρίς θόρυβο από την εξέδρα. Διαπίστωσαν λοιπόν ότι ο θόρυβος έκανε τους διαιτητές διστακτικούς στο να καταλογίσουν φάουλ εις βάρος της γηπεδούχου ομάδας (γι’ αυτό και συνιστούν η εξέταση των φάσεων στο VAR να γίνεται χωρίς ήχο, ώστε να ελαχιστοποιηθεί αυτή η πηγή των παρεμβολών).

Η απουσία πλήθους μπορεί να ευνοήσει τις ομάδες που παίζουν εκτός έδρας κόντρα σε ομάδες που έχουν πολυπληθείς οπαδούς. Αλλά όταν πρόκειται για παιχνίδια υψηλής πίεσης, σαν αυτά που διεξάγονται στο τέλος της σεζόν, υπάρχουν ενδείξεις ότι η απουσία οπαδών μπορεί και να κάνει τη γηπεδούχο να αποδώσει καλύτερα.

Η κορτιζόλη και το 7-1 της Βραζιλίας

Κι αυτό γιατί μια σειρά εργαστηριακών πειραμάτων έδειξε ότι η απόδοση των παικτών πέφτει υπό τα όμματα των οπαδών. Κάποιοι αισθάνονται εκνευρισμό, κάποιοι την αδρεναλίνη τους στα ύψη, με αποτέλεσμα να εκτροχιάζονται. Τρανό παράδειγμα η εντός έδρας ήττα της Βραζιλίας με 7-1 από τη Γερμανία στα ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2014.

Υπεύθυνη για την πτώση της απόδοσης είναι μια ορμόνη, η κορτιζόλη, η οποία αυξάνεται και μειώνεται στον οργανισμό του ποδοσφαιριστή ανάλογα με το στρες που αισθάνεται βγαίνοντας στο τερέν για να παίξει σε έναν αγώνα.

Μια άλλη έρευνα, που έκαναν οι καθηγητές Τζέιμς Ρέιντ, Ντομίνικ Σρέιερ, Καρλ Σίνγκλεντον στην Αγγλία, διαπίστωσε ότι ο διαιτητής αλλιώς τιμωρεί τη γηπεδούχο ομάδα όταν το γήπεδο είναι γεμάτο και διαφορετικά όταν το γήπεδο είναι άδειο.

Μελετώντας 161 αγώνες, οι τρεις ερευνητές εξέτασαν τον τρόπο με τον οποίο οι διαιτητές τιμωρούσαν τις ομάδες, τον έξτρα χρόνο που έδιναν λόγω των τραυματισμών και τον αριθμό των αλλαγών που έκαναν οι ομάδες, καθώς και το στάτους του αγώνα όταν έλαβαν αυτές τις αποφάσεις, π.χ. αν η ομάδα ήταν πίσω στο σκορ με ένα γκολ.

Εξέτασαν επίσης τις επιδόσεις των γηπεδούχων, συμπεριλαμβανομένης της συχνότητας με την οποία αστόχησαν σε πέναλτι. Και κατέληξαν στα εξής συμπεράσματα:

Γενικά πιο εύκολα δείχνει ο διαιτητής κίτρινη κάρτα στον παίκτη της φιλοξενούμενης παρά της γηπεδούχου. Όσον αφορά τις άλλες παραβάσεις κανονισμού (αποβολές, πέναλτι), δεν φαίνεται να υπάρχει αισθητή διαφορά στα ματς που γίνονται κεκλεισμένων των θυρών. Παρατηρείται, ωστόσο, λιγότερος χρόνος έξτρα παιχνιδιού και κατά μέσον όρο περισσότερα σουτ στην εστία.

«Οι οπαδοί τονώνουν το ηθικό των διαιτητών!»

Ωστόσο, υπάρχουν διαιτητές που υποστηρίζουν ότι δεν τους βοηθά να παίζουν μπροστά σε άδειες εξέδρες. Ο Μαρκ Χάσλεϊ, για παράδειγμα, ένας Άγγλος διαιτητής που επέστρεψε στην ενεργό δράση αφού νίκησε τον καρκίνο, αποκάλυψε ότι η διατήρηση ενός βέλτιστου επιπέδου συγκέντρωσης ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισε, όταν διηύθυνε έναν αγώνα ανάμεσα στις ομάδες νέων των Λέστερ – Σκάνθορπ, παρουσία 50 θεατών.

Αντίθετα με όσα πιστεύουν οι περισσότεροι, ο Χάσλεϊ θεωρεί ότι η παρουσία οπαδών στην εξέδρα παίζει σημαντικό ρόλο στην τόνωση του ηθικού των διαιτητών!

Επί του θέματος έχουν λόγο και οι ψυχολόγοι. Ο Μαρκ Τζόουνς, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, θεωρεί ότι η απουσία οπαδών στους αγώνες της Πρέμιερ Λιγκ δεν θα επηρεάσει μόνο τις επιδόσεις των παικτών αλλά ενδεχομένως και τις αποφάσεις των διαιτητών.

«Γνωρίζουμε ότι ένα πλήθος μπορεί να διαδραματίσει θετικό ρόλο όσον αφορά το χτίσιμο του πλεονεκτήματος έδρας» δήλωσε ο Τζόουνς στο πρακτορείο ειδήσεων PA. Στέκεται κι αυτός στην «επιρροή» που ασκούν οι οπαδοί στους διαιτητές.

«Εξαιτίας της φασαρίας του πλήθους, τείνουν να λαμβάνουν αποφάσεις που θα καθησυχάσουν τους γηπεδούχους. Η φασαρία γίνεται πιο δυνατή όταν ένας παίκτης της φιλοξενούμενης κάνει ένα βίαιο μαρκάρισμα σε παίκτη της γηπεδούχου. Κι αυτή η φασαρία βοηθά τον διαιτητή να πάρει την απόφασή του» λέει.

Η απόδοση του διαιτητή είναι το ένα θέμα, το άλλο είναι η απόδοση των παικτών. Είδαμε και στη Γερμανία ότι το πλεονέκτημα της έδρας πήγε περίπατο τις πρώτες εβδομάδες της επανέναρξης της Μπουντεσλίγκα.

«Γνωρίζουμε ότι οι ομάδες τείνουν να αποδίδουν καλύτερα στο γήπεδό τους απ’ ό, τι μακριά από αυτό. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό, ένας από αυτούς είναι ότι ορισμένοι παίκτες αισθάνονται πιο σίγουροι, νιώθουν πιο άνετα στο δικό τους περιβάλλον και γι’ αυτό τείνουν να παίζουν καλύτερα» υποστηρίζει ο Τζόουνς.

«Μερικοί άνθρωποι χρειάζονται το πλήθος για να αποδώσουν, η κερκίδα τούς δίνει ενέργεια. Άλλοι όμως επηρεάζονται αρνητικά από το πλήθος, ιδιαίτερα όταν το αποτέλεσμα δεν είναι θετικό για την ομάδα τους».

Ο Βούλγαρος Ντίμιταρ Μπερμπάτοφ, που στη δύση της καριέρας του πέρασε και από τα μέρη μας, φορώντας τη φανέλα του ΠΑΟΚ, έχει ζήσει την εμπειρία αγώνων κεκλεισμένων των θυρών και την περιγράφει: «Μερικές φορές επηρεάζει την απόδοση του ποδοσφαιριστή. Ενώ ξέρει ότι πρόκειται για ένα σοβαρό ματς, το σώμα και το μυαλό τού λένε ότι είναι ένα παιχνίδι προπόνησης, γεγονός που μπορεί να τον οδηγήσει σε μια κακή εμφάνιση».

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι από τις άδειες εξέδρες το πλέον ωφελημένο είναι το τηλεοπτικό κοινό, που έχει τη δυνατότητα να ακούει πολύ περισσότερα από αυτά που συμβαίνουν στο γήπεδο, όπως τον πανηγυρισμό των παικτών σε ένα γκολ ή τις οδηγίες που δίνουν οι προπονητές στους αγωνιζόμενους. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα ακούει όλες τις λεπτομέρειες από τις συνομιλίες μεταξύ των παικτών και των διαιτητών ή όσα διαμείβονται στο VAR. Οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές φροντίζουν γι’ αυτό, οι παίκτες βάζοντας το χέρι μπροστά στο στόμα και οι διαιτητές μιλώντας στο μικρόφωνό τους.

Ακούγεται παράξενο, αλλά εκείνοι που βρίσκονται στην πιο δεινή θέση είναι οι τηλεσχολιαστές. Αφενός γιατί είναι πολύ πιο δύσκολο να βάλουν συναίσθημα στην περιγραφή του αγώνα, αφετέρου γιατί θα πρέπει να προσέχουν την ένταση της φωνής τους για να μη φτάνει αυτή στα αυτιά παικτών, προπονητών και διαιτητών μέσα στον αγωνιστικό χώρο.