Η μετάφραση και η συγγένεια των γλωσσών
Ένα δοκίμιο του Μπένγιαμιν για την αποστολή του μεταφραστή θέτει πολλαπλά ερωτήματα για την φύση και την τύχη της μετάφρασης
Τι μεταδίδει ένα λογοτεχνικό έργο και πολύ περισσότερο η μετάφρασή του στον αναγνώστη, διερωτάται ο Μπένγιαμιν, δίνοντας μια απάντηση που επιδέχεται πολλές και διάφορες ερμηνείες. Κατά τον ίδιο δεν είναι ουσιώδες στοιχείο η μετάδοση κάποιου μηνύματος ή της προτασιακής εκφοράς. Το πρώτο είναι μάλλον επουσιώδες ενώ το δεύτερο ανέφικτο. Τι διασώζεται λοιπόν σε μια μετάφραση; Ίσως μόνο το ασύλληπτο, το μυστηριώδες, το «ποιητικό».
Αν αναφερόμαστε στην πεζογραφία, αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να διασωθεί, λόγου χάριν, σε ένα μυθιστόρημα είναι η ατμόσφαιρα, κάτι που ωστόσο διασώζεται ακόμα και σε μια κακή μετάφραση. Ο Μπένγιαμιν αναθεματίζει την μετάφραση που υπηρετεί απλά τον αναγνώστη. Σύμφωνα με τον ίδιο η «μετάφραση είναι μορφή. Για να τη συλλάβουμε ως τέτοια πρέπει να ανατρέξουμε στο πρωτότυπο. Διότι σε αυτό βρίσκεται ο νόμος της...» Ο Γερμανός διανοητής παραδέχεται, και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, ότι οι μεταφράσεις εγγυώνται την συνέχιση της ζωής του πρωτοτύπου.
Τι συνιστούν όμως αυτές οι μεταφράσεις; Επιβεβαιώνουν απλά τη συγγένεια των γλωσσών; Αυτό ισχύει ως ένα βαθμό, καθώς ακόμα και αν δυο γλώσσες εννοούν με μια λέξη ένα πράγμα, η λέξη αυτή τοποθετημένη σε διαφορετικά γλωσσικά συμφραζόμενα, σε άλλο γραμματικό και συντακτικό κώδικα, με διαφορετικό εννοιακό εύρος δεν είναι αντανάκλαση της λέξης του πρωτοτύπου.
Ο Μπένγιαμιν θέτει ορθά και το ζήτημα του πεπερασμένου των μεταφράσεων:
Όπως ο τόνος και η σημασία των μεγάλων έργων της λογοτεχνίας μεταβάλλονται πλήρως με το πέρασμα των αιώνων, έτσι μεταβάλλεται και η μητρική γλώσσα του μεταφραστή... ακόμα και η σπουδαιότερη μετάφραση είναι προορισμένη να καταποντιστεί μέσα στην ανανεωμένη γλώσσα.
Μεταξύ άλλων ο Μπένγιαμιν θίγει και το κίβδηλο ερώτημα της πιστότητας μιας μετάφρασης, που στην πιο αυστηρή της εκδοχή, απειλεί να ακυρώσει κάθε αναπαραγωγή νοήματος οδηγώντας στην ακατανοησία. Φτάνει μάλιστα να υποστηρίξει ότι η γλώσσα της μετάφρασης οφείλει να ακολουθήσει ως προς το νόημά της την δική της πορεία και να ηχήσει όχι ως αναπαραγωγή αλλά ως αρμονία.