Πιες το τσάι σου, Σεμίραμις
Η Μαρίνα Παπαγεωργίου επέστρεψε με αυτό που μας όφειλε - ένα μυθιστόρημα.
Η Μαρίνα Παπαγεωργίου είχε δείξει εξαρχής την ικανότητά της να δημιουργεί ατμόσφαιρα στις ιστορίες της. Κι αν κάτι μας έλειψε από τη συλλογή των διηγημάτων της, «Γλυκιά Πενικιλίνη» ήταν ένας μεγάλος κόσμος, που θα μπορούσε αβίαστα να είναι ο «Νεροχύτης».
Η συγγραφέας άφησε να περάσουν τέσσερα χρόνια -σοφή απόφαση- προτού επιστρέψει αυτή τη φορά με ένα μεγάλο κόσμο, συνεχίζοντας το δρόμο της από εκεί που σταμάτησε.
Στο μυθιστόρημά της «Πιες το τσάι σου, Σεμίραμις» επιχειρεί με επιτυχία να διευρύνει τα όρια αυτής της νοσταλγικής αίσθησης για μια χαμένη Αθήνα, από την οποία εμφορείται. Δεν είναι μια οποιαδήποτε Αθήνα, είναι το αποτύπωμα της επικράτειας του χρόνου που την οδήγησε στην ενηλικίωση. Είναι αυτό στο οποίο λίγο πολύ ανατρέχουμε όλοι μας, τουλάχιστον στα πρώτα μας βιβλία, και από το οποίο τρέφεται το πιο διαλεχτό κομμάτι της αφηγηματικής ψυχής.
Στη μεγάλη αφήγηση που επιχειρεί η Παπαγεωργίου εισβάλλει η ασπρόμαυρη τηλεόραση και το τηλεοπτικό επεισόδιο της προσσελήνωσης, κορυφαία στιγμή της νεωτερικότητας. Γύρω από αυτό το μοτίβο, στροβιλίζονται οι νοσταλγικές βινιέτες μιας χαμένης εποχής μέσα στην αφηγηματική συνείδηση της Θάλειας που πρωτοστατεί.
Η ασπόνδυλη πλοκή, συχνά ανακόλουθη και ανοικονόμητη όπως το χάος της ίδιας της πραγματικότητας αποδεικνύεται ελκυστική για τον αναγνώστη που αναζητά την απόλαυση του κειμένου. Δεν υπάρχει καλό ή κακό, ευτυχία ή δυστυχία, ήρωες αγαπημένοι ή αντιπαθητικοί χαρακτήρες, πράξεις ηρωικές ή φριχτές. Όλα είναι σκεπασμένα με το μαγνάδι μιας λεπτής ειρωνείας. Και μόνο κάπου-κάπου ξεπηδούν λιγοστές αράδες στοχασμού, σκέψεις και παρατηρήσεις που δίνουν λάμψη στα παλιά έπιπλα, στα λησμονημένα πρόσωπα, στις πολυκαιρισμένες πολυκατοικίες, στους δρόμους και στα σωθικά του χρόνου. Γιατί όπως πολύ σωστά επισημαίνει η Μαρίνα Παπαγεωργίου: «Συχνά οι άνθρωποι δεν χρειάζονται απέναντί τους παρά ένα ζευγάρι αυτιά».