Το κερδισμένο Νόμπελ
Η "βιομηχανία υστεροφημίας" στο όνομα του Καζαντζάκη και ο ακήρυκτος πόλεμος κατά του Σεφέρη
Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κάποιοι έχουν δημιουργήσει εσχάτως ολόκληρο κίνημα για το απολεσθέν Νόμπελ του Νίκου Καζαντζάκη. Η αλήθεια είναι ότι ο Κρητικός συγγραφέας παραμένει ένα από τα λιγοστά διαβατήρια που χρησιμοποιεί η εγχώρια διανόηση προκειμένου να διευρύνει τα σύνορα της πεζογραφίας μας στον παγκόσμιο χάρτη. Το έργο του συνδυάζει τον ορίζοντα των ιδεών αλλά και μια suis generis ελληνικότητα που καταφέρνει να συγκινήσει αναγνώστες ανά τον κόσμο. Αυτό είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη αφορά προφανώς μια «βιομηχανία υστεροφημίας» που έχει στηθεί στο όνομα του Καζαντζάκη. Επιστολές από διάσημους συγκαιρινούς του, ανέκδοτες ιστορίες για την αναγνώρισή του στους διεθνείς κύκλους και άλλα παρόμοια. Αναρωτιέται κανείς σε τι χρησιμεύουν όλα αυτά. Υπάρχει κάποιος λόγος να αναδείξουμε την εγνωσμένη αξία του δημιουργού του «Τελευταίου πειρασμού»; Θα βοηθήσει σε κάτι την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία αυτή η ατέρμονη ιερεμιάδα για το «χαμένο νόμπελ»;
Τα λογοτεχνικά βραβεία είναι για να κερδίζονται και για να χάνονται χωρίς να σημαίνει τίποτε απολύτως για τον νικητή ή για τον χαμένο. Μήπως ο Τολστόι ή ο Προυστ είναι λιγότερο σημαντικοί χωρίς το επίζηλο βραβείο στο δισάκι τους; Μήπως έτσι αποκρύπτουμε απλά το αγκάθι μιας εσωστρεφούς και αγοραφοβικής πεζογραφίας που μαστίζεται από διεθνή ανυποληψία;
Κι από την άλλη αυτός ο ακήρυκτος πόλεμος εναντίον του Σεφέρη και του πρώτου Νόμπελ που απέσπασε η Ελληνική ποίηση σε τι εξυπηρετεί; Δεν ήταν αρκετός ο «φθόνος και η μουγκαμάρα» που αντιμετώπισε ο μεγάλος ποιητής όσο και η «ερημιά του αεροδρομίου» επιστρέφοντας τροπαιούχος από την Στοκχόλμη το 1963; Έκτοτε έχουν ακουστεί ένα σωρό ανοησίες εις βάρος του με πρώτη και καλύτερη ότι πούλησε την πολύπαθη Κύπρο για να πάρει το Νόμπελ. Κάποιοι, και είναι αυτοί που ούτε τα κορδόνια των παπουτσιών του Σεφέρη δεν είναι ικανοί να δέσουν, διερωτώνται πώς ο Έλληνας ποιητής παρέκαμψε υποψηφίους ολκής, όπως ο Μπέκετ, ο Όντεν και ο Νερούδα, κι έφτασε στην πολυπόθητη διάκριση. Μικρόνοια, αδαημοσύνη, μικροπρέπεια που χαρακτηρίζει την λογοτεχνική ασημαντότητα. Κι η απάντηση είναι απλή: Μα ο Σεφέρης μπορούσε κάλλιστα να τους κοιτάξει ίσα στα μάτια. Η φειδωλή ποιητική παραγωγή του κάθε άλλο παρά κακέκτυπο ενός Πάουντ ή ενός Έλιοτ υπήρξε, όπως ισχυρίζονται μερικοί. Ο Σεφέρης δίδαξε στην Ελλάδα της εποχής του πώς διαβάζεται και πώς γράφεται η μοντέρνα ποίηση. Θιασώτης της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας θεμελίωσε με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο τη συνέχεια της γλώσσας μας, όπως αυτή αποδεικνύεται από την αέναη χρήση της. Και για να το πω ποδοσφαιρικά, μια που φιλοξενούμαι σε αθλητικό site, όταν ο Γιώργος Σεφέρης κέρδιζε το Τσάμπιονς Λιγκ εκείνοι συνέχιζαν να παίζουν στην Γ’ Εθνική. Και δεν είναι κακό να παίζει κανείς εκεί. Κακό είναι να νομίζει πως είναι προορισμένος να παίξει στα μεγάλα γήπεδα του κόσμου ενώ δεν είναι. Αλλά για όλους αυτούς τους συγγραφείς και κριτικούς μικρής αξίας έχει ήδη μιλήσει ο ποιητής στους Αργοναύτες του: «Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη!»