Θανάσης Σκρουμπέλος: «Ήμουν στην παρανομία και πήγαινα στο Καραϊσκάκη για τον Ολυμπιακό!»

Θανάσης Σκρουμπέλος: Ο γνωστός συγγραφέας μιλάει στο «ΦΩΣ» για την αντιδικτατορική δράση του, τα χρόνια του βιοπορισμού στην τηλεόραση και στις εφημερίδες, τη λατρεία του για τον Μπούκοβι, τον Θρύλο και τον Κολωνό των αντιθέσεων.

Θανάσης Σκρουμπέλος: «Ήμουν στην παρανομία και πήγαινα στο Καραϊσκάκη για τον Ολυμπιακό!»

Συνέντευξη στον ΣΤΕΦΑΝΟ ΛΕΜΟΝΙΔΗ

Σκηνοθέτης και σεναριογράφος, με τρεις μεγάλες αγάπες, την Αριστερά, τον Ολυμπιακό και τον Κολωνό. Ο Θανάσης Σκρουμπέλος έχει στο DNA του την περιπλάνηση, έλκει καταγωγή από τον παππού Θανάση που το μακρινό 1890 βρέθηκε από το Γεωργίτσι της Σπάρτης στην Αμερική και το όνομά του είναι χαραγμένο στο άγαλμα της Ελευθερίας στο νησί Έλις, τόπο υποδοχής των μεταναστών. Δίπλα και το όνομα του παππού της γυναίκας του, Σοφίας. Σκούρας και Σκρουμπέλος. Με αφορμή το νέο βιβλίο του «Κατίνα Μπέλο» από τις εκδόσεις Τόπος, σας παρουσιάζουμε την άκρως ενδιαφέρουσα περιπετειώδη ιστορία του…

«Πατρίδα η Αμερική, μητρίδα η Ελλάδα, ο παππούς ήταν μετανάστης στο Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν και έφερε τον πατέρα, Σταμάτη, σε ηλικία 4 ετών στην πατρίδα, το 1928. Είχαν μάντρα και εμπορεύονταν κάρβουνο και ξύλο στο Μεταξουργείο, δίπλα στο καφενείο "Μοριάς". Έμεναν στον Κολωνό και η μητέρα ήταν τεχνικός ραδιοφώνου, αλλά εξασκούσε το επάγγελμα της μοδίστρας για να ζήσει και ήταν από κρητική οικογένεια. Πήγα στο ένατο γυμνάσιο, στην πλατεία Κουμουνδούρου. Με το μεγάλο σχολικό κίνημα του 15%, το ποσοστό που διεκδικούσαμε να πάει από τον προϋπολογισμό στην παιδεία, τότε ριζοσπαστικοποιήθηκαν πολλοί μαθητές και φοιτητές, που το 1965 γέννησαν το μεγάλο δημοκρατικό κίνημα, που η αποστασία ως προθάλαμος και μετά η χούντα έβαλαν στον γύψο. Βέβαια, ακόμη ο προϋπολογισμός για την παιδεία βρίσκεται στο 2%. Η Αριστερά μέσα από την ΕΔΑ τότε εκπροσωπούσε τις ανάγκες της κοινωνίας για θεσμούς και ισονομία και γι’ αυτό είχε την ευρεία αποδοχή των λαϊκών στρωμάτων και των νέων. Ήταν μια πόρτα, ένα παράθυρο στα ασφυκτικά τείχη που έχτιζε τότε το φοβικό για καθετί εκτός των τειχών μετεμφυλιακό κράτος. Ήταν η "ονλάιν" επαφή με το πολιτισμό και το δημοκρατικό κίνημα της Ευρώπης. Το κοινωνούσε και στο πιο φτωχικό σπίτι. Μέσα από τη μουσική του Μίκη και η πιο μικρή αυλή άκουγε ποιητές όπως ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Αναγνωστάκης, ο Κατσαρός, ο Ρίτσος, που άλλοι για λόγους πολιτικούς ήταν στην άκρη και άλλοι μόνο γνωστοί στον κλειστό κύκλο μιας μικρής ελίτ. Άπλωσε τον πολιτισμό η τότε Αριστερά».

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο «ΦΩΣ» στις 5/6/2022

Σπουδές;

Καλές Τέχνες, προετοιμασία στου Σαραφιανού το φροντιστήριο, ζωγράφιζα, αλλά το 1967 σταμάτησα τις σπουδές μου και βγήκα στην παρανομία, στον αντιδικτατορικό αγώνα. Δούλευα και ως αγιογράφος σε εκκλησίες.

Αριστερός και αγιογραφίες;

Στερεοτυπικά περιπαικτική ερώτηση, αλλά θα απαντήσω. Σου είπα, η δύναμη της τότε Αριστεράς ήταν ο πολιτισμός. Η αγιογραφία, αν και με δογματικούς αυστηρούς κανόνες τέχνη, είναι ένα τεράστιο κομμάτι του δικού μας πολιτισμού. Με ιδιαίτερο εικαστικό βάρος. Οπότε, ναι βυζαντινή τέχνη, όπως ναι και ρεμπέτικο. Από το 1965 μέσα από τη Νεολαία Λαμπράκη άρχισε η μελέτη και προβολή των ιεροφαντών των Μάρκου Βαμβακάρη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Τσιτσάνη και πάει λέγοντας.

Τι εννοείτε παρανομία;

Όταν η χούντα μάς γύψωσε. Κι ούτε ένα μπαμ από κανένα άλλο σώμα δεν ακούστηκε. Δεν γύψωσε και τα μυαλά. Κρυβόμασταν γιατί ξεκινήσαμε τον αντιδικτατορικό αγώνα. Και μας έψαχναν να μας δικάσουν με τον περίφημο εμφυλιακό νόμο 509, που σήμαινε για μια προκήρυξη πάνω από είκοσι χρόνια η ποινή, συν το ξύλο και η φάλαγγα στην ανάκριση. Έτσι, φύγαμε από τα σπίτια μας και ως μέλη της αντιδικτατορικής σπουδαστικής οργάνωσης βγάζαμε εφημερίδα στον πολύγραφο, τον Θούριο, αφίσες, τρικάκια και για να αφυπνίσουμε δημοκρατικές συνειδήσεις και για να δείξουμε ότι υπάρχουμε για να σπάσει ο φόβος. Είχα την τύχη να μη συλληφθώ και έτσι, με το τελευταίο χτύπημα και συλλήψεις από την ασφάλεια, κατάφερα να διαφύγω μαζί με όσους δεν είχαμε συλληφθεί με παράνομα χαρτιά στην Ιταλία.

Στην Ιταλία γιατί;

Εκεί ήταν η πολιτική μου εστία. Οι πολιτικοί μου φίλοι, όσοι είχαν προλάβει να ξεφύγουν από τη χουντική απόχη. Στη Ρώμη γνωρίστηκα με τη Σάρα, αριστερή Ιταλίδα σύντροφο που σπούδαζε καλλιτεχνικά. Με προτροπή της μπήκα κι εγώ στην Καλών Τεχνών, αλλά για έναν χρόνο. Όμως ως πολιτικός νομάς την έκανα για Βρυξέλλες και από εκεί Λονδίνο. Στο Λονδίνο μπήκα στη σχολή κινηματογράφου (London School Film) με υποτροφία από τη Διεθνή Αμνηστία. Όμως με την εξέγερση του Πολυτεχνείου γυρίσαμε παράνομα στην Ελλάδα για να συνδράμουμε στον νέο αντιδικτατορικό αγώνα που τώρα ήταν μαζικός και όχι μόνο «των παρανόμων και της μπροσούρας». Στο πλαίσιο αυτής της μαζικότητας, ξεκινήσαμε και τα γυρίσματα του μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ «Νέος Παρθενώνας» για τους τόπους εξορίας με την ομάδα των τεσσάρων, τον Χρυσοβιτσάνο, τον Κώστα Χρονόπουλο και τον Σπύρο Ζάχο, με λήψεις (παράνομες τότε) από τους τόπους εξορίας Γιούρα, Μακρόνησο. Η ταινία υπάρχει αναρτημένη στο YouTube.

Το 1976 επέστρεψα στο πατρικό σπίτι στον Κολωνό και δημιουργήσαμε τον «Ρήγα» Κολωνού. Μεγάλη οργάνωση, στην κορύφωσή της είχαμε φτάσει τα 500 μέλη. Και το 1982 πήγαμε ως δημοσιογράφοι της «Αυγής» στο Αφγανιστάν με τον Γιάννη Καούνη, γιατί μας είχε ξαφνιάσει η εισβολή των σοβιετικών τανκς εκεί. Ήθελα να θέσω τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων. Όταν γύρισα, διαφώνησα και συνέχισα την αριστερή πολιτική από άλλα μετερίζια.

Πρώτο βιβλίο;

Άργησε. Με τα πολιτικά, πού καιρός για γράψιμο… Γράφεις όταν κολυμπάς; Γράφεις όταν βγαίνεις στην ακτή. «Τα φίδια στον Κολωνό», μικρές ιστορίες της γειτονιάς, ήταν το πρώτο βιβλίο. Το 1986 ξεκίνησα να κάνω και τηλεόραση για να ζήσω. Ως πρώτη δουλειά έγραψα την «Τοπική εφημερίδα» για την ΕΡΤ2 και ακολούθησαν κι άλλες σειρές για τη δημόσια τηλεόραση «Ακολουθώντας την Πόλη», «Οράματα και θάματα» κ.ά. και για την ιδιωτική το «Ξενοδοχείο Αμόρε» στο Μega, «Ανατολικός άνεμος» στον ΑΝΤ1, «Σκιές στο περιστύλιο» κι άλλα, με τελευταίο πριν βγω στη σύνταξη «Τα παιδιά της Νιόβης», το Β’ μέρος από το ομώνυμο βιβλίο του Αθανασιάδη. Καθώς και σενάρια για τον κινηματογράφο «Καλή πατρίδα, σύντροφε» του Ξανθόπουλου. Είχα πάει στο χωριό Μπελογιάννης στην Ουγγαρία για να το γράψω, γιατί αφορούσε τους πολιτικούς εξόριστους του Δημοκρατικού Στρατού στις ανατολικές χώρες. «Η Αριάδνη μένει στη Λέρο» σε σκηνοθεσία Θ. Ρακιντζή κ.ά.

Και με τον Ολυμπιακό πώς ασχολήθηκες σε μια γειτονιά γεμάτη Παναθηναϊκούς;

Είχαμε Ολυμπιακούς στον Κολωνό, με πιο φωνακλά τον μακαρίτη Μανώλη Παπαδάκη. Ολυμπιακός, όμως, έγινα λόγω χρώματος και μόνο. Οι περισσότεροι βέβαια ήμασταν Αττικός. Κατεβαίναμε με το αυτοκίνητο του πατέρα μου στον Πειραιά. Και ο πατέρας μου ήταν Ολυμπιακός. Κάθε Κυριακή μετά τη μακαρονάδα πηγαίναμε στο γήπεδο. Στον Αττικό και στον Ολυμπιακό. Ας μην ξεχνάμε ότι η ομάδα βόλεϊ του Ολυμπιακού έγινε από τον Κολωνό. Μάζεψε τα παιδιά από το φιλέ της παιδικής χαράς ο Φρυδάς και τα πήγε στον Ολυμπιακό. Παντελιάς, Κριτσοταλάκης, ο εξάδελφός μου Θοδωρής Σκρουμπέλος, ο Μίμης ο Κεφάλας, ο Τάσος Κουμπλής. Σημαντικοί παίκτες και ιδίως ο Κυριάκος Παντελιάς και ο Τάσος Κουμπλής εμβληματικοί.

Ολυμπιακό βλέπατε την εποχή της παρανομίας;

Ναι, παρότι ήταν επικίνδυνο. Σπάγαμε τους κανόνες. Ήμασταν μάλιστα με τον Βασίλη Μουλά στο ματς με την Παναχαϊκή στο Καραϊσκάκη όπου ο κυβερνητικός στρατιωτικός επίτροπος Παπαποστόλου μπήκε στον αγωνιστικό χώρο και έκανε παρατηρήσεις στον Μποτίνο. Και ο Μποτίνος αντέδρασε, του τα 'χωσε πριν κατέβει για τα αποδυτήρια και αρχίσαμε έστω λιγοστοί από την εξέδρα που ήταν προς τη μεριά της Αθήνας (σήμερα εκεί που είναι η Θύρα 7) τα γιούχα, μας ακολούθησαν κι άλλοι, αλλά γρήγορα μας είπαν «κόφτε το γιατί θα πλακώσει η ΕΣΑ» και κοντά στον νου και η γνώση, την κοπανήσαμε με τον Βασίλη. Ο Παπαποστόλου μετά κατέβηκε με αποστολή των χουνταίων στην Κύπρο και ήταν στην ομάδα που αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Μακάριο.

Με τον Μπούκοβι πώς ασχοληθήκατε και γράψατε το βιβλίο «Του Μπούκοβι την ομαδάρα που την έλεγαν Ολυμπιακάρα»;

Ο Μπούκοβι ήταν ένα τεράστιο όνομα, ήταν στην ομάδα της Ουγγαρίας, που διέλυσε δύο φορές την Αγγλία. Προερχόταν και από μια χώρα του ανατολικού μπλοκ που είχαν δώσει βάρος και είχαν εκσυγχρονίσει το ποδόσφαιρο. Η ουγγρική σχολή με θεωρητικό τον Μπούκοβι καθιέρωσε τότε το μοντέρνο ποδόσφαιρο με διαφορετικά συστήματα από το «WM» που είχαν καθιερώσει παγκοσμίως οι Άγγλοι. Ε, σαν πιτσιρίκος, αυτό μου καρφώθηκε. Και ένα βιβλίο δεν γεννιέται αμέσως. Πρέπει να βιωθεί μέσα σου, να ωριμάσει και μετά από οκτώ, δέκα, είκοσι χρόνια θα βγει. Αν το γράψεις την εποχή που έχεις το ερέθισμα, θα είναι ρεπορτάζ.

Υπάρχει μαγιά;

Ναι, γεννιέται εντός σου από την πραγματική ζωή. Δεν ξυπνάς μια μέρα και λες θα γράψω. Σε σπρώχνει αυτό το εσωτερικό απόθεμα να το βγάλεις στο φως, να το αποτυπώσεις σε λόγο, να το σαρκώσεις σε χαρακτήρες, με δράση και δική τους ζωή. Στο δημοτικό οι εκθέσεις μου ήταν επινοήματα φανταστικά, «παραμύθα» με έλεγαν οι δάσκαλοι. Φώναξαν μάλιστα τη μάνα μου για να με συνετίσει. Όμως τίποτα δεν είναι tabula rasa. Είπαμε, υπάρχει το βίωμα, η πρώτη ύλη εντός σου, αλλά και μνήμες που αγνοείς ότι κατέχεις. Είχαμε βέβαια μια μεγάλη βιβλιοθήκη στο σπίτι και διάβαζα πολύ. Και είχα και τη μάνα μου, που μου έλεγε ιστορίες από την Ισπανία που είχε ζήσει για λίγα χρόνια εκεί.

Ποιος σε προέτρεψε να γράψεις για τον Μπούκοβι

Με βρήκε μετά από πολλά χρόνια ο Πέτρος Σταθάτος, ήμασταν μαζί στην αντιδικτατορική ομάδα «Άρης» του «Ρήγα» . Ο Πέτρος ήταν στους «Θρησκευόμενους Ερυθρόλευκους Επιστήμονες» και είχε τις εκδόσεις Νόβολι. Μου λέει «έχεις να γράψεις κάτι για τον Ολυμπιακό;» και του απαντάω «την καλύτερη περίοδό του, του Μπούκοβι την ομαδάρα». Χρειάστηκα ενάμιση χρόνο έρευνας και με βοήθησε πολύ ο Χρήστος Πιπίνης, που έχει τεράστιο αρχείο για τον Ολυμπιακό. Μας βοήθησαν επίσης ο διερμηνέας του Μπούκοβι, Σάκουλης, και ο Δούμας, ο πρώτος φυσικοθεραπευτής του Ολυμπιακού. Δεν είχαν μέχρι τότε φυσικοθεραπευτές. Ο Μπούκοβι τον επέβαλε. Όπως είχε επιβάλει και «κλειστά» αποδυτήρια, καθώς και γιατρό. Βλέπαμε τις προπονήσεις σκαρφαλώνοντας στη μάντρα. Είχαμε πάθει πλάκα με τον Μπούκοβι και τότε γράφτηκε και τραγούδι με τον Περπινιάδη «του Μπούκοβι η ομαδάρα» που πούλησε 300.000 δίσκους.

Και οι «Κόκκινοι βαρκάρηδες» ήταν βιωματικό;

Ο τίτλος είναι δάνειο. Οι «Κόκκινοι βαρκάρηδες» ήταν ομάδα αναρχικών στη Θεσσαλονίκη, Βούλγαροι και Έλληνες μαζί. Δανείστηκα τον τίτλο και με αυτόν έπλεξα μια ίντριγκα κόκκινο με πράσινο. Τότε καθώς και στα δικά μου χρόνια τους Ολυμπιακούς μάς λέγανε «μαουνιέρηδες». Και ειδικά στο 1930, όπου αναφέρεται η πλοκή, οι οργανωμένοι λέγονταν πρόγκες (από το προγκάρω). Οι κεντρικοί ήρωές μου είναι μια αστή της πράσινης πρόγκας (τότε η αστική αριστοκρατική τάξη είχε και ως σπορ το ποδόσφαιρο) και ένας βαρκάρης «μαουνιέρης» της κόκκινης πρόγκας. Κι έτσι γεννήθηκε μια δυνατή ερωτική νουβέλα με φόντο το ποδόσφαιρο και την πολιτική της εποχής. Ένας μοιραίος και δυνατός έρωτας ανάμεσα σε μια αστή κι έναν αντιπροσωπευτικό τύπο της εργατικής τάξης. Δύο αντίθετοι κόσμοι, δύο αντίπαλες ομάδες, που όμως ο έρωτας προσπαθεί να γκρεμίσει τα τείχη ανάμεσά τους. Εκεί είναι το στοίχημα του βιβλίου.

Αριστερά, Ολυμπιακός αλλά και Κολωνός γιατί;

Στον Κολωνό, όπως και σε κάθε γειτονιά εκτός των τειχών, η διέξοδος για ένα μικρό παιδί ποια είναι; Αθλητισμός, ποδόσφαιρο, καλλιτεχνική σταδιοδρομία. Πράγματα που δεν χρειάζονται Χάρβαρντ ή Οξφόρδη. Τα παρέχει ο δρόμος, η παρέα, η αλάνα. Και το ξανατονίζω, με τον κίνδυνο να μοιάζω εμμονικός, ναι, τότε η Αριστερά μέσα από την ΕΔΑ έδινε διεξόδους σε όλα τα επίπεδα πολιτισμού και ζωής, μαζί με τον αγώνα κατά του θεσμικού ελλείμματος και του κράτους των «δικών τους παιδιών» και «ρουσφετιού». Περίφημη είχε μείνει ακόμη η φράση του Ηλιού «θα τους ταράξουμε στη νομιμότητα». Να σεβαστούν τη Δημοκρατία που δεν υπήρχε στο τότε στρεβλό αστικό κράτος. Όπου κυριαρχούσαν οι τραμπούκοι, οι παρακρατικοί, οι δωσίλογοι και ο φόβος για καθετί λαϊκό.

Και το καινούργιο βιβλίο «Κατίνα Μπέλο»;

Δουλευόταν μέσα μου για πάρα πολλά χρόνια. Μια βραδυφλεγής μπόμπα. Αισθήματα και μνήμες καταχωνιασμένες που ψάχνανε χωρίς να το αντιλαμβάνομαι χαραμάδα να βγουν στο φως. Τη μάνα μου την έλεγαν Κατίνα και έραβε, όπως η κεντρική ηρωίδα. Η μάνα μου ήταν στην Ισπανία, είχε συγγενείς και έμαθε εκεί την τέχνη της μοδίστρας. Εκεί έγιναν φίλες με μια άλλη ράφτρα, τη Ραχήλ. Η μάνα μου δεν ήταν Εβραία, αλλά γίνανε αυτοκόλλητες με τη Ραχήλ. Όταν έγινε το πραξικόπημα του Φράνκο το 1936, η μάνα μου πήρε το μέρος της Δημοκρατίας και απελάθηκε, ενώ η Ραχήλ συνελήφθη από τους φαλαγγίτες του Φράνκο και αργότερα στάλθηκε στο Άουσβιτς. Επιβίωσε. Μετά το 1946 σμίξανε ξανά και δουλεύανε, ράβανε φασόν στο σπίτι μας στον Κολωνό. Στο βιβλίο αυτό τα δύο σημαντικά αυτά για μένα πρόσωπα γίνανε ένα, η ηρωίδα του βιβλίου μου Κατίνα Μπέλο. Είναι και φόρος τιμής και στις δυο τους. Θολά τις είχα και τις δυο σαν ένα στο μυαλό μου. Το 1970 με τη Σάρα (της αφιέρωσα και το βιβλίο) πήγαμε, μέσα από συντροφικά κανάλια, στη Βαρκελώνη και πήραμε συνεντεύξεις από επιζήσαντες αναρχικούς. Βρήκαμε δυο τρεις που μας φιλοξένησαν. Κι έτσι, έστω και ως μαρτυρία, βίωσα το σύντομο αναρχικό καλοκαίρι της Καταλονίας και αναφέρομαι και σε αυτό. Καθώς και στη Λαϊκή Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης που είχαν οργανώσει στη δημοκρατική τότε Ισπανία, σε αντίθεση με τη χιτλερική στο Βερολίνο.

Και ο Κεν Λόουτς γύρισε το 1995 το «Γη και Ελευθερία;»

Ναι, πρόσφατα, εκτός του Λόουτς, άρχισαν να «γεννιούνται» σειρές και ταινίες και στην Ισπανία για εκείνα τα χρόνια, που τα είχαν μέχρι πρόσφατα χωμένα βαθιά ως απωθημένο βίωμα, πληγές που πονούσαν και δεν τα άγγιζαν.

Πώς βιοποριζόσασταν; Από τα βιβλία;

Από το σενάριο κυρίως. Η τηλεόραση έδινε καλά λεφτά.

Ξεκουράζεστε;

Αν στα 80 ξεκουράζεσαι, πέθανες... Αν σταματήσει να δουλεύει το μυαλό, την πάτησες. Δουλεύω από τις 6 το πρωί που ξυπνάω και περπατάω με τη Σοφία κάθε μέρα δυο τρία χιλιόμετρα μέσα στην Αθήνα.

Ποιο είναι το αγαπημένο από τα βιβλία σας;

Ο «Μαύρος Μακεδόνας», το πιο αδικημένο αν και δυνατό σε όλα τα συστατικά του μέρη. Χαρακτήρες, πλοκή, εποχή, συγκρούσεις. Γράφτηκε για τον Μακεδονικό Αγώνα και στηρίχτηκε σε μαρτυρίες Κρητικών μακεδονομάχων, των αγριμοκυνηγών. Είναι τέσσερις οι ήρωες, με τον έναν πιο προβεβλημένο, έναν μαύρο, ζουάβο από τον γαλλικό στρατό κατοχής στη Θεσσαλονίκη, που πέρασε με τους μακεδονομάχους αγριμοκυνηγούς, με τέσσερις πρωταγωνιστές. Ο καθένας από τους τέσσερις δίνει τη δική του ερμηνεία και άποψη για τη γέννηση των νέων εθνών τότε στη Βαλκανική, κατά την επερχόμενη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Υπάρχουν αξιόλογοι νέοι Έλληνες συγγραφείς;

Τώρα τελευταία ναι, από τη νέα γενιά. Λίγο πριν ήταν σαν να διάβαζες μεταφράσεις του Ζενέ, πρωτοποριακών Αμερικανών και Άγγλων. Τώρα η νέα γενιά σκύβει και κοιτά τη γη όπου ανδρώνεται. Όχι ψηλά στο σύμπαν όπως αρκετοί της γενιάς μου με σπουδές σε Παρίσι, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, που τους ψυχοκίνησαν σπουδαίοι διεθνείς λογοτέχνες και όχι πληγές στα πόδια τους. Ίσως γιατί δεν είχαν πληγές. Τα νέα παιδιά μιλάνε τώρα για τον εαυτό τους, τα βιώματα, τα όνειρα και τους πόνους τους. Αυτό θα γεννήσει σπουδαία ελληνική λογοτεχνία.

Διαβάζετε;

Ακατάπαυστα Ιστορία και ιδιαίτερα το παγκόσμιο κίνημα της Αριστεράς, όχι από εμμονή αλλά για τον αγώνα που δίνουν για Δημοκρατία και Ελευθερία. Νομίζω αυτό είναι το διακύβευμα του νέου αιώνα, να μη χαθεί η Δημοκρατία από τους ολιγάρχες και τους νέους μονάρχες.

Η τρίτη αγάπη σας, ο Κολωνός;

Εκεί μεγάλωσα ως τα 18. Έζησα χαρές, λύπες, αγώνες, νίκες ήττες, έρωτες, απώλειες. Ως τότε χτίζεις τον χαρακτήρα σου. Μετά επαναλαμβάνεις τον εαυτό σου. Ξεχωριστός κι ο κόσμος του Κολωνού, γιατί τον χώριζε από την Αθήνα το τείχος του Σταθμού Λαρίσης. Μια επαρχία μέσα στην Αθήνα με περιβολάρηδες, μικροαστούς, νοικοκυραίους, τρελούς αμαρτωλούς και άγιους. Με τη δική τους κουλτούρα. Του κρασιού και της παρέας και τους δικούς τους φόβους και θυμό για την παλιοζωή. Ο οικισμός του Κολωνού χτίστηκε γύρω από τους σταθμούς των τρένων (από το1890 που χτίστηκε ο σταθμός Πελοποννήσου - αρχιτεκτονικό αριστούργημα που καταρρέει). Μια μίξη τότε ανθρώπων που δούλευαν κυρίως για το τρένο ή διοικούσαν. Έμποροι, μεταφορείς, υπάλληλοι, μηχανοδηγοί (είχε και σχολή μηχανοδηγών), αλλά και εργάτες από τους Μύλους Αγίου Γεωργίου, καθώς και περιβολάρηδες από τα περιβόλια που περιέβαλαν τον Κολωνό, την Κολοκυνθού και τα Σεπόλια. Και λίγο αργότερα τραβαγέρηδες που ήταν στη γραμμή του τραμ Αθήνα-Κολοκυνθούς και το μηχανοστάσιο των τραμ στην οδό Λένορμαν. Στο δικό μας κέντρο σύμπαντος των παιδιών ήταν η παιδική χαρά στην πλατεία. Με θέατρο, κινηματογράφο με κουπόνια, πισίνα που κάναμε μπάνιο, μπαντίνα που μαθαίναμε και παίζαμε μουσική, γήπεδα βόλεϊ, μπάσκετ, πινγκ πονγκ, σκάκι. Έσφυζε από ζωή, γέλιο και δράση. Σήμερα ρημάζει. Ο Κολωνός από αυτήν την παιδική χαρά έβγαλε έξι αρχηγούς της Εθνικής βόλεϊ και έστησε το βόλεϊ του Ολυμπιακού και εμπλούτισε το βόλεϊ του Παναθηναϊκού. Αρχηγοί της Εθνικής χρημάτισαν ο Πέππας, ο Ανδρικόπουλος, ο Πέρος, ο Κόκκινος, ο Παντελιάς και ο Κουμπλής.

Και Νηρέας;

Πήρε το όνομά του από το σκάφος με το οποίο κέρδισε ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης. Όμως, όπως και ο Αττικός στο ποδόσφαιρο, και ο Πλάτων ήταν ενοποιητικό στοιχείο. Ένα μίξερ που χώνευε μέσα του αντιθέτων πολιτικών πεποιθήσεων ανθρώπους. Ήταν το μεγαλείο του αθλητισμού που ενώνει. Στη Λεωφόρο ανεβαίναμε παρέα κόκκινοι, πράσινοι προγκάροντας, αλλά μέχρι εκεί, γιατί το βράδυ στο ίδιο καφενείο στην πλατεία θα πίναμε όλοι μαζί τα ούζα σχολιάζοντας τον αγώνα. Στις εξέδρες του βόλεϊ ως τραγούδι εμψύχωσης και ταυτότητας του Νηρέα τραγουδούσαμε το δημοτικό τραγούδι «Ο Αμάραντος». Να και ο αθλητισμός και ως συντηρητής της λαϊκής παράδοσης. Ναι, Αττικός, Νηρέας, Πλάτων, ΑΟ Κολοκυνθούς, Ακάδημος, Κολωνός ένωναν τον κόσμο.

Γράφετε κάτι καινούργιο;

Ναι, με τη βοήθεια του Σπύρου Κερκύρα, που ο παππούς του και ο θείος του έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο ποδόσφαιρο της Καλλιθέας, και του Ιορδάνη Παραδεισόπουλου (μας έφερε σε επαφή ο Σπύρος), γράφω για το περίφημο μπαράζ της Καλλιθέας με το Κορωπί, ομάδα του δικτάτορα Παπαδόπουλου, που νίκησε η Καλλιθέα και ανέβηκε στη Β’ Εθνική. Είχε ταρακουνήσει ψυχές τότε η μεγάλη επιείκεια συγκέντρωση στην πλατεία Δαβάκη και εκτός Καλλιθέας. Γιατί Ιούνιος 1969 που συνέβη είχε χούντα και πάνω από τρεις αν μαζεύονταν εκτός γηπέδων και εθνικών εορτών τούς μάζευε η ασφάλεια. Τίτλος εργασίας «Το μπαράζ».