Εύα Νικολαΐδου: Από τις φεμινίστριες έως τις πόρνες

«Στα σπίτια της αμαρτίας», της Εύας Νικολαΐδου, της γυναίκας που μίλησε με σπουδαίες προσωπικότητες του αιώνα αλλά και με πόρνες όπως η περιβόητη Γαβριέλλα

Εύα Νικολαΐδου: Από τις φεμινίστριες έως τις πόρνες

Γέννημα-θρέμμα Θεσσαλονικιά, τα σύνορα όμως της πόλης αλλά και της χώρας δεν ήταν περιοριστικά για την Εύα Νικολαΐδου, που άνοιξε τα φτερά της για να πετάξει στην Ευρώπη και σε άλλες ηπείρους.

Το σπουδαιότερο; Γνώρισε μεγάλες προσωπικότητες της εποχής, όπως τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, τη Μαργαρίτα Γιουρσενάρ, τη Μελίνα Μερκούρη, την Ίντιρα Γκάντι, τον Γιασέρ Αραφάτ που της παραχώρησαν αποκλειστικές συνεντεύξεις.

Μια Ελληνίδα Οριάνα Φαλάτσι. Δεν είναι όμως ελιτίστρια, ασχολείται και με... ταπεινές υπάρξεις, λάτρης της ερευνητικής δημοσιογραφίας, γι’ αυτό και στο πρόσφατο πόνημά της Στα σπίτια της αμαρτίας - Χθες και σήμερα αναφέρεται στις ιερόδουλες, στις πόρνες, επώνυμες και ανώνυμες, με την περίφημη Γαβριέλα να της δίνει τη μία και μοναδική συνέντευξη της ζωής της.

Σπούδασε δημοσιογραφία στην Αθήνα, στο Λονδίνο, στο Παρίσι και ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ, με τον πρύτανη Κώστα Φωτεινό. Ας ξεκινήσουμε από τον τελευταίο, τον οποίο θεωρεί μέντορα, «μου δίδαξε πολλά για τη ζωή, τις ανθρώπινες σχέσεις, ήταν το φως στη ζωή μου».

-Από πού ξεκινήσατε τη δημοσιογραφία;

Ανταποκρίτρια του περιοδικού Πάνθεον στο εξωτερικό. Μετά ήρθα στην ΕΡΤ και ήμουν συνεργάτιδα της Μαρίας Ρεζάν στο ραδιόφωνο. Με δική της συστατική επιστολή μπήκα στην ΕΣΗΕΑ. Μετά στην τηλεόραση στα Χρονικά της Ημέρας, με ειδήσεις, ρεπορτάζ και κατόπιν στις 9 + 1 Μούσες που απευθυνόταν μόνο στην ομογένεια.

-Πώς γνωρίσατε την ακριβοθώρητη Σιμόν ντε Μποβουάρ;

Έγραφα φεμινιστικά θέματα για το Πάνθεον, βρήκα με χίλιους κόπους το τηλέφωνό της και όταν κατάφερα να μιλήσω μαζί της μου απάντησε μπορώ να σας διαθέσω μόνο δέκα λεπτά, έχω πολλές υποχρεώσεις. Δημοσίευσα τη συνέντευξή της στο βιβλίο Οι γυναίκες θα νικήσουν το 1985. Μάλιστα ακούστηκε η φωνή της στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ.

Μετά από αυτό με εμπιστεύτηκε και πήγα στο σπίτι της, στο Μονπαρνάς, απέναντι από το νεκροταφείο, με θέα τον τάφο του Σαρτρ. Τότε δεν έγραφε όνομα στο κουδούνι. Ήταν απόρρητο, μόνο με κωδικούς έμπαινες. Μπήκα στο άβατο της Σιμόν ντε Μποβουάρ. Πήγα μάλιστα μαζί με φωτογράφο, τότε που ούτε οι Γάλλοι είχαν τέτοια δυνατότητα. Ήταν ευγενική και αναπτύξαμε κοινωνική σχέση.

-Επόμενο βήμα;

Το περιοδικό Γυναίκα, έγραφα για τις γυναίκες και τότε υπήρχε μεγάλο αναγνωστικό κοινό. Οι γυναίκες αλληλοϋποστηρίζονται. Τώρα έχουν μείνει δύο τρία γυναικεία περιοδικά στην Ελλάδα. Τότε είχαμε πληθώρα. Έκανα πολλές συνεντεύξεις. Με τον Έντουαρντ Κένεντι, τον Μάικ Δουκάκη, την Ίντιρα Γκάντι, τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, τη Μερκούρη, την Έλλη Αλεξίου, τις γυναίκες του Σεφέρη, του Βάρναλη, του Ελύτη, του Ρίτσου. Όλες αυτές τις συνεντεύξεις τις έχω στο αρχείο μου.

-Γιατί δεν τις δημοσιεύσατε;

Δεν είχα άπλετο χρόνο να ασχοληθώ με όλες. Μερικές έγιναν βιβλία. Φρόντιζα επί δώδεκα χρόνια τη μητέρα μου, ως τα 92 της, τη γηροκόμησα στο σπίτι. Και μετά πέρασα δύο μεγάλες περιπέτειες με την υγεία μου, συν τη δουλειά μου στην ΕΡΤ.

-Και σιγά σιγά τις ανασύρετε από το αρχείο σας, τώρα που έχετε ελεύθερο χρόνο.

Έχω τους φακέλους υπό ταξινόμηση, αλλά ταυτόχρονα τους εμπλουτίζω.

-Πώς προέκυψαν τα Σπίτια της αμαρτίας;

Πάμε πολύ πίσω. Όταν ήμουν στο Λονδίνο, πήγα να γνωρίσω το Παρίσι και έμενα σε ένα ξενοδοχείο μεσαίας κατηγορίας. Εκ των υστέρων έμαθα ότι ήταν μπουρδέλο και φυσικά δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Όταν ξημέρωσε πήγα σε πεντάστερο. Ήταν η πρώτη επαφή μου με τις ιερόδουλες. Μετά στη σχολή μάς ζήτησαν να γράψουμε κοινωνικά θέματα. Είχα διαβάσει την Κοκότα, που βρήκα στην ντουλάπα του κακόφημου ξενοδοχείου, και μετά το αγόρασα από τους παλαιοπώλες στις όχθες του Σηκουάνα και επέλεξα αυτό το θέμα.

-Η έρευνα από πού ξεκίνησε;

Για πρώτη φορά το υπουργείο Δικαιοσύνης της Γαλλίας μού έδωσε ειδική άδεια με φωτογράφο να επισκεφθώ τις μεσαιωνικές φυλακές της Ρεν, όπου βρίσκονταν βαρυποινίτισσες. Πήγα όμως και στις φυλακές του Φλερί Μεροζί, που ήταν σαν το Χίλτον, με θέατρα, βιβλιοθήκες. Πολλή χλιδή.

-Δεν φοβηθήκατε;

Ήμουν νέα, με ενθουσιασμό, με λαχτάρα και με ενδιέφερε η ερευνητική δημοσιογραφία. Και τώρα ασχολούμαι με αυτό το είδος στην Εφημερίδα των Συντακτών, το πρώτο Σάββατο κάθε μήνα έχω ένα δισέλιδο με έναν ηθοποιό και έναν σκηνοθέτη, συνδημιουργούς στη σκηνή. Ο ένας επιλέγει τον άλλον. Ενώ είναι πολιτιστικό ρεπορτάζ, με συνεντεύξεις, ερευνώ διακριτικά τη ζωή, τη διαδρομή και τους ρόλους τους. Άλλωστε, ασχολούμαι με αυτό το είδος, γιατί παρακολούθησα, το 1980 για τρία χρόνια, ως ακροάτρια, τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου.

-Ήσασταν και πολεμική ανταποκρίτρια;

Ναι, στον πόλεμο στη Βυρηττό το 1982. Είχα άγνοια κινδύνου. Το έβλεπα ως καθήκον, δημοσιογραφικό καθήκον. Ήταν απεσταλμένη από την τηλεόραση της ΕΡΤ η Εύη Δεμίρη και μετά κάναμε σύσκεψη είκοσι συντακτών στο ραδιόφωνο για να πάει και εκπρόσωπός μας. Ο ένας προφασιζόταν το παιδί του, του άλλου πονούσε το πόδι, κάποιου άλλου έληγε το διαβατήριο, διάφορες δικαιολογίες για να το αποφύγουν. Όταν ρώτησαν εμένα, απάντησα ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα. Πήγα λοιπόν για είκοσι μέρες στην εμπόλεμη ζώνη και κινδύνεψα. Για δύο λεπτά θα έχανα τη ζωή μου, στο Πανεπιστήμιο της Βυρηττού. Έγινε μεγάλη έκρηξη, λίγο μετά την αναχώρησή μου. Μπροστά στο καθήκον δεν υπολόγιζα τη ζωή μου, όπως ένας στρατιώτης.

-Δεν είχατε αρνήσεις από τους ανθρώπους που ζητούσατε συνέντευξη;

Όχι, είχα αναποφάσιστους και αναβλητικούς. Το διαχειριζόμουν σωστά και πάντα στο τέλος εισέπραττα θετική απάντηση. Είχα υπομονή και δεν αποθαρρυνόμουν στην πρώτη δυσκολία. Σεβόμουν όμως την προσωπική ζωή τους. Κουβαλάω μυστικά από μεγάλες μορφές της τέχνης και της πολιτικής. Δεν έγραψα ούτε μια σειρά για πράγματα που δεν ήθελαν.

-Ένα παράδειγμα;

Είχα πάει δέκα φορές στη Νέα Υόρκη και ήμουν γνωστή στον απόδημο ελληνισμό, μέσω της τηλεόρασης, από τις διεθνείς εκπομπές μου. Μια μέρα πήγα στο γραφείο του Τζο, γιου του Τζον Κένεντι, στην Ουάσινγκτον. Έφτασα νωρίτερα και άκουσα στον προθάλαμο έναν φοβερό καβγά με τη γραμματέα του. Μόλις με είδε, κοκκίνισε και τα έχασε, ενώ η κοπέλα έκλαιγε. Ήμουν ατάραχη.

Τις επόμενες μέρες έψαχνε το επεισόδιο στον Τύπο, αλλά εγώ δεν το ανέφερα πουθενά. Αργότερα, λοιπόν, μου τηλεφώνησαν και μου είπαν ότι ήμουν προσκεκλημένη στα εξοχικά των Κένεντι στο Hyannis Port και σε μια κρουαζιέρα. Μίλησα με τον Έντουαρντ Κένεντι και παρουσίασα σε ένα εξασέλιδο στο περιοδικό Ένα του Κοσκωτά τα σπίτια της δυναστείας Κένεντι. Γιατί να ασχοληθώ με τα ασήμαντα και να πληγώσω κάποιον που βρέθηκε σε κακή στιγμή; Αυτή η σιωπή 40 χρόνων γέννησε και το νέο βιβλίο μου.

-Δηλαδή;

Είχα τα βιβλιάρια υγείας των ιερόδουλων, τις αναφορές των γιατρών, της αστυνομίας. Τα δημοσίευσα με κρυμμένες τις φωτογραφίες και τα στοιχεία τους.

-Άρα είχατε καλό όνομα στη δημοσιογραφική πιάτσα;

Ναι, γι’ αυτό και με δέχθηκε ο Καραμανλής. Έκανα ρεπορτάζ για τα πατρικά σπίτια των πολιτικών και είχα πάει στην Πρώτη Σερρών. Μου είπε να σου δώσω και ένα αφήγημα για την παιδική ηλικία μου. Μετά όμως άλλαξε γνώμη και με πήρε η Τριανταφυλλίδη, η εκ των απορρήτων του, και μου διεμήνυσε ότι το μετάνιωσε ο Καραμανλής. Γι’ αυτό και είχα το προνόμιο να γράψω το βιβλίο Κωνσταντίνος Καραμανλής, η ανθρώπινη πλευρά του. Είπε στις αδελφές του «στη Νικολαΐδου μόνο να δώσετε συνέντευξη», γιατί δεν τον εξέθεσα και σεβάστηκα την επιθυμία του.

-Πώς προσεγγίσατε τη Γαβριέλλα Ουσάκοβα και πήρατε τη μοναδική συνέντευξή της; Μια πόρνη-θρύλος, εκατομμυριούχος, που είχε πει τη γνωστή φράση «έγινα πόρνη, διότι εγεννήθην έτσι»;

Την πήρα τηλέφωνο και ζήτησα την κυρία Γαβριέλλα. Μου απάντησε πρώτη φορά με προσφωνούν κυρία. Είχε εκδώσει ένα βιβλίο, αλλά της έκανα ερωτήσεις που δεν τις κάλυπτε το βιβλίο. Την επισκέφθηκα δύο φορές στη Μάρκου Ευγενίου 14, στον Λυκαβηττό, και κέρδισα την εμπιστοσύνη της. Μιλούσε πολύ καλά ελληνικά και έχω την κασέτα όπου η φωνή της είναι αναλλοίωτη.

Πρέπει να τη βγάλω στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση. Φιλάνθρωπος, βοηθούσε πολύ κόσμο. Την πρώτη φορά μπήκα στο σπίτι της, μαζί με έναν λαχειοπώλη. Μου είπε να περιμένω. Σε δέκα λεπτά τελείωσε και ήρθε και μου είπε «δεν άργησα, ξέρω τα μυστικά των ανδρών, τι μπαμπάς, τι γιος. Όλοι σε μένα καταλήγουν, στην αγκαλίτσα της μαντάμ Γκαμπριέλ». Τη μεγάλη περιουσία της την πήραν οι κληρονόμοι.

-Και εξασκούσε το επάγγελμα σε τόσο μεγάλη ηλικία;

Την προτιμούσαν παλιοί πελάτες, επειδή γνώριζε τα μυστικά τους και τη διάλεγαν για «νυχτιές». Δηλαδή ήταν στην αγκαλιά της και εξομολογούνταν τα ντέρτια τους.

-Παρ’ όλα αυτά, δεν φοβηθήκατε;

Τώρα δεν θα πήγαινα, το συνειδητοποίησα αργότερα, άλλαξε βέβαια και η κοινωνία. Τότε μιλούσαν πιο ελεύθερα. Μια φορά μπήκα σε ένα σπίτι και μου είπε η ιερόδουλη να περιμένω. Μπήκε ένας πελάτης, με έδειξε και είπε «αυτήν θέλω, πρώτη φορά τη βλέπω εδώ». Του απάντησα «δύσκολο, δεν θα μπορέσω να σας εξυπηρετήσω».

-Τις συμπονέσατε. Αυτό βγαίνει από το βιβλίο σας.

Στην πλειονότητά τους υποφέρουν. Λίγες αποταμίευσαν. Όταν γεράσουν, ζητιανεύουν, καθαρίζουν σπίτια, δεν έχουν ασφάλιση. Τις απομυζά και η ίδια η κοινωνία. Έχουν έξοδα, για φάρμακα, ζελέ, προφυλακτικά, σαπούνια, αντισηπτικά, γιατρούς, δικηγόρους. Φοβισμένες ψυχές, γεμάτες ανασφάλεια.

-Κρατήσατε επαφές;

Με ελάχιστες. Πήρα πολλές συνεντεύξεις. Έστειλα το βιβλίο σε μία από αυτές και μου είπε «λίγο θρησκευτικός δεν είναι ο τίτλος»;

-Με νταβατζήδες δεν είχατε πρόβλημα;

Όχι, δεν εμφανίζονταν. Δεν είχα, εξάλλου, οικονομική συναλλαγή με τα κορίτσια.

-Αναφέρετε και την Τρούμπα. Την προλάβατε;

Όχι, μόνο κάποια σφραγισμένα σπίτια, τα τελευταία. Το 1983 είχε ελάχιστα σπίτια. Πρόλαβα τον Βαρδάρη στη Θεσσαλονίκη.

-Πόρνες πολυτελείας συναντήσατε;

Βέβαια. Και είναι πάμπλουτες. Παλιά είχε μόνο Ελληνίδες στην πιάτσα. Οι Ρωσίδες είναι οι πιο ακριβές. Μία μου αφηγήθηκε ότι έπαιρνε 5.000 δραχμές, αλλά μία γυναίκα εφοπλιστή τής έδινε 30.000 για να πάει με τον άνδρα της κι αυτή καθόταν στην κουζίνα. Ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, δεν ήθελε να τον χάσει και τον ικανοποιούσε με αυτόν τον τρόπο.

Και ως επίλογος ένα απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου της. Πίνοντας καφέ μ’ αυτά τα κορίτσια, στους οίκους ανοχής, η Εύα Νικολαΐδου, δημοσιογράφος-συγγραφέας, καταγράφει την καθημερινότητά τους.

Κρατούσε σαράντα χρόνια στο αρχείο της ένα δημοσιογραφικό ημερολόγιο με συνεντεύξεις, φωτογραφίες, ταυτότητές τους, βιβλιάρια υγείας τους, έγγραφα…

Τι ψάχνουν οι πελάτες; Γιατί τις επιλέγουν; Τι τους ζητάνε; Πώς συμπεριφέρονται; Το χθες ήταν διαφορετικό; Τι μετατοπίστηκε με το πέρασμα του χρόνου; Είναι μερικά από τα ερωτήματα στα οποία θα βρείτε απαντήσεις. Ο ορατός και ο αόρατος κόσμος τους.

Η Γαβριέλλα Ουσάκοβα ήταν ένας ζωντανός θρύλος. Η πρώτη ιερόδουλη που πέρασε την πόρτα του Προεδρικού Μεγάρου για να λάβει τιμητική διάκριση για τις υπηρεσίες της στη χώρα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Έγινε τραγούδι από τον Απόστολο Καλδάρα. Μιλούσε πέντε γλώσσες και άσκησε την πορνεία για 40 χρόνια. Το 1991, στα 75 της χρόνια, βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της από άγνωστο δράστη, αφήνοντας πίσω της μεγάλη περιουσία.

*Το βιβλίο της Εύας Νικολαΐδου Στα σπίτια της αμαρτίας - Χθες και σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ.