Φως σε ένα «σκοτεινό δωμάτιο»
Hταν από εκείνες τις παρουσιάσεις βιβλίων που, είτε πήγαινε κανείς διαβασμένος είτε όχι, όλο και κάποια πολύτιμη γνώση θα αποκτούσε, όλο και κάποια γοητεία θα του ασκούσαν οι σύγχρονες δυνατότητες της δημοσιογραφικής έρευνας.
Οι τελευταίες έγιναν κατ’ αρχήν αντιληπτές όταν ο Νώντας Παπαγεωργίου των εκδόσεων Μεταίχμιο πληροφόρησε όσους είχαν συγκεντρωθεί προχθές βράδυ στο Public του Συντάγματος (ανάμεσά τους και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης) ότι το νέο βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά, «Eνα σκοτεινό δωμάτιο. 1967-1974», διέθετε μια τουλάχιστον εκδοτική πρωτοτυπία: οι σελίδες του φιλοξενούν QR codes, που σκανάροντάς τα ο αναγνώστης μπορεί να ακούσει άγνωστα ηχητικά ντοκουμέντα από τα γεγονότα που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.
Μετά το «παράγγελμα» λοιπόν των δύο συντονιστών της εκδήλωσης, των δημοσιογράφων Παύλου Τσίμα και Μαργαρίτας Πουρνάρα, η παρουσίαση ξεκίνησε έτσι ακριβώς: με ένα ηχητικό απόσπασμα από το Πολεμικό Συμβούλιο της 20ής Ιουλίου 1974, όπου ο αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων Γρηγόριος Μπονάνος προτείνει επιστράτευση ώστε να αποδειχθεί «εις τους Τούρκους και εις την Συμμαχίαν ότι είμαστε αποφασισμένοι για πόλεμο», ενώ ο δικτάτορας Δημήτριος Ιωαννίδης αναρωτιέται αν «θα θυσιαστούμε εμείς όλοι για τη Δυτική Συμμαχία».
Είκοσι πέντε χρόνια χρειάστηκε ο Αλέξης Παπαχελάς για να συγκεντρώσει τα ντοκουμέντα που φωτίζουν τους χειρισμούς του Ιωαννίδη το καλοκαίρι του 1974, αλλά και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών που δρούσαν στη χώρα. Οι ομιλητές της εκδήλωσης επαίνεσαν το εγχείρημα: όπως τόνισε σε βιντεοσκοπημένο μήνυμά του ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ, το βιβλίο «Eνα σκοτεινό δωμάτιο», καθώς υπαινίσσεται από τον τίτλο του τους ενίοτε μυστικούς δρόμους της Ιστορίας, «μας κάνει να σκεφτούμε τη σχέση μεταξύ Ιστορίας και δημοσιογραφίας, μεταξύ μυστικότητας και του τι είναι διαθέσιμο στη δημόσια σφαίρα, για το πού βρίσκεται η πραγματική ισχύς».
Ο πολιτικός επιστήμονας Ηλίας Νικολακόπουλος μίλησε για ένα βιβλίο που διαβάζεται «περίπου σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, με αδιάλειπτο ενδιαφέρον, παρ’ όλο που τον ένοχο και την κατάληξη του έργου τα ξέρουμε», ενώ χαρακτήρισε τις προσωπογραφίες των εμπλεκομένων προσώπων (όπως του πράκτορα της CIA, Γκαστ Αβρακότου) και τις συνεντεύξεις που περιέχονται (π.χ. του Ρον Eστες, υπευθύνου επιχειρήσεων της CIA το ’73-’74) «απολύτως διαφωτιστικές για το είδος και την ποιότητα της αμερικανικής παρουσίας στην Ελλάδα».
Η πολιτική επιστήμονας Βασιλική Γεωργιάδου στάθηκε σε όσα εισφέρει το βιβλίο στη μεθοδολογία της ποιοτικής έρευνας, σε θέματα πολιτικής ανάλυσης που εγείρει, αλλά και στην κατανόηση που παρέχει για το «βελούδινο» πέρασμα στη Δημοκρατία, ενώ ο ιστορικός Ευάνθης Χατζηβασιλείου τόνισε ότι το βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά αποτελεί σταθμό στην ανάπτυξη μιας σοβαρής επιστημονικής ιστορικής έρευνας, που «συνήθως δείχνει ότι τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στις εσωτερικές ελληνικές πραγματικότητες και όχι στον μυθικό ξένο».
Oσο για τα δικά του συμπεράσματα έπειτα από ένα μακρύ ταξίδι (που περιλάμβανε και αρκετά γλαφυρά επεισόδια με τον απρόσιτο Χένρι Κίσινγκερ και τον πολιτικά αμετανόητο γιατρό του Ιωαννίδη), ο ίδιος ο Αλέξης Παπαχελάς ήταν σαφής: «Τα μεγαλύτερα λάθη», είπε, «οι μεγαλύτερες τραγωδίες γίνονται τις ώρες του μεγάλου διχασμού. Σε αυτή την περίπτωση το βλέπουμε με πολύ καθαρό τρόπο, ενώ κάτι που βλέπουμε ειδικότερα είναι πόσο πλήρωσε ο Ελληνισμός τους διχασμούς, τους βυζαντινισμούς ανάμεσα στην Αθήνα και τη Λευκωσία. Είναι κάτι που ξεκινάει από το 1931 και δυστυχώς το έχουμε δει και σε πρόσφατες εποχές. Νομίζω πως είναι ώρα να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι για να πάει μπροστά αυτή η σχέση πρέπει να είναι έντιμη. Με καθαρές κουβέντες, όπου κανείς δεν ρυμουλκεί κανέναν. Oπου όλοι νιώθουμε ότι είμαστε στο ίδιο καράβι, με τον ίδιο προορισμό».