«Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας...»
Η Όλγα Νικολαΐδου γράφει για τον ποιητή -και φίλαθλο- Μανόλη Αναγνωστάκη ο οποίος έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή, το 2005.
«Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες»
Οι παραπάνω στίχοι ανήκουν στον Μανόλη Αναγνωστάκη που στις 23 Ιουνίου του 2005 καταβεβλημένος από χρόνια αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα, άφησε την τελευταία του πνοή και τις λέξεις του που πάντα, ήξεραν τι να πουν.
Μάλλον γιατί «τις κάρφωνε σαν πρόκες να μην τις παίρνει ο άνεμος»
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 10 Μαρτίου του 1925. Σπούδασε ιατρική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
Ο άντρας της Λούλας Αναγνωστάκη, της αδελφής του, ο Γιώργος Χειμωνάς, έχει γράψει ότι «η ουσία της ποίησης του ποιητή, είναι στην ίδια του την ζωή, όχι στην ποίησή του». Κι η φράση του αυτή ταίριαζε γάντι στον κουνιάδο του.
Απόλυτα συνεπής στην ιδεολογία του, ο ίσως κορυφαίος ποιητής της λεγόμενης μεταπολεμικής γενιάς, δεν την «πούλησε» ποτέ, ούτε μέσω της τέχνης του, ούτε επενδύοντάς την σε δημόσιες σχέσεις. Γι’ αυτό άλλωστε φοβόταν όσους το έκαναν:
«Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
”Δώστε τη χούντα στο λαό”
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου».
Εκείνος προτίμησε να πορευτεί μόνος, ακριβώς όπως περιγράφουν οι υπέροχοι στίχοι του στο μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη ποίημά του «Δρόμοι παλιοί»:
«Και προχωρούσα, μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανέναν. Κι ούτε κανένας, κι ούτε κανένας με γνώριζε»
Όσο για εκείνους που τον έχουν χαρακτηρίσει ποιητή της ήττας, απάντηση για το αν ισχύει αυτός ο χαρακτηρισμός ή όχι, μπορούν να βρουν στους στίχους του:
«Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ, δεν παραδέχτηκα την ήττα».
Όπως έχει γράψει ο Γιώργος Καφταντζής, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, «τοποθέτησε στη βιτρίνα της νέας μας ποίησης ένα καινούριο μπουκαλάκι με άγνωστο δηλητήριο. Μα αν έλειπε δε θα ‘ξερε κανείς πως η ζωή μας αυτούς τους καιρούς είχε την κατρακύλα της. Είναι για την ελληνική τέχνη ότι ο πόνος για το κορμί το ανθρώπινο : Προειδοποιεί τον κίνδυνο»
Διαβάστε το παρακάτω ποίημα που αν και γραμμένο το 1955, κάλλιστα θα μπορούσε να είχε γραφτεί το 2018 και θα καταλάβετε:
«Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας
Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
………
Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!»
Και τέλος, διαβάστε κάποια αποσπάσματα από το ποίημα του Μανώλη Αναγνωστάκη «Άγιαξ για πάντα Άγιαξ», το οποίο δημοσίευσε το 1984 στην εφημερίδα «Αυγή», με το ψευδώνυμο Α.Καμής (θέλοντας προφανώς να τιμήσει τον Γάλλο στοχαστή και λάτρη του ποδοσφαίρου Αλμπέρτ Καμύ) :
«Εραστές της μπάλας όλου του κόσμου, παραμερίστε. Περνά η Μεγάλη Κυρία των γηπέδων (αυτή η πραγματική Κυρία κι όχι οι ψιμυθιωμένες εταίρες των πολυεθνικών) περνά, ο μεγάλος Άγιαξ! Όσοι αγαπήσαμε με τη φλόγα του έφηβου ερωτευμένου αυτή την υπεργήινη Bella Dona δεν μπορούμε πια να την ξεχάσουμε. Δεν κράτησε πολύ η αστραποβολή της. Γιατί όλα τα καταυγαστικά όνειρα δεν κρατούν πολύ. Γιατί όλες οι πρωτοπορίες, που ανατρέπουν όλα τα γερασμένα κατεστημένα και τις χρυσές μετριότητες, περνούν σαν αστραπή, αλλά όσοι δουν τη λάμψη τους δεν την ξεχνούν ποτέ».
Ω, ναι, ήταν ένας μεγάλος ποιητής, γι΄ αυτό και μπόρεσε να γράψει για μια «ομάδα –ποίημα»!