Κερασία Σαμαρά: «Mεράκι μου το θέατρο»

Η σπουδαία ηθοποιός και σκηνοθέτης μιλάει για την πορεία της από το Βιολογικό Πάτρας στο θεατρικό εργαστήρι της γειτονιάς της, τη στενή της σχέση με το Χαϊδάρι, τη συνύπαρξη με τον Λευτέρη Βογιατζή και πολλά ακόμη.

Κερασία Σαμαρά: «Mεράκι μου το θέατρο»

Συνέντευξη στον ΣΤΕΦΑΝΟ ΛΕΜΟΝΙΔΗ

Από το Χαϊδάρι ξεκίνησε, στο Χαϊδάρι κατέληξε με προσφορά στους κατοίκους της περιοχής, αλλά μέχρι να κλείσει ο κύκλος πέρασε από διάφορα στάδια, παράταιρα, αλλά και συγγενικά με την αγάπη της στο θέατρο. Μια αγάπη που την απογείωσε, δίπλα σε κορυφαίους σκηνοθέτες όπως ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Γιούρι Λιουμπίμοφ, σε σημείο να δηλώνει ευτυχισμένη, πράγμα σπάνιο στην εποχή μας. Διατηρεί το ρεκόρ μακροβιότερης παράστασης στο ελληνικό θέατρο και συνεχίζει να ανακαλύπτει νέα πράγματα. Ο λόγος στην Κερασία Σαμαρά που ξεκίνησε από το Βιολογικό Πάτρας και έφτασε στο θεατρικό εργαστήρι της γειτονιάς της.

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Χαϊδάρι και μπήκα, ως φοιτήτρια, στο Βιολογικό Πάτρας. Οι γονείς μου δεν είχαν σχέση με το θέατρο, ελαιοχρωματιστής ο πατέρας, νοικοκυρά η μητέρα καμάρωναν όταν έγινα φοιτήτρια. Επέλεξα τη σχολή γιατί κάπου διάβασα "υπάρχει ένα δένδρο, που όταν οι καρποί του πέφτουν στη θάλασσα γίνονται ψάρια". Δεν ξέρω αν ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά αυτό με έστρεψε στη Βιολογία. Θέλησα να γίνω ανθρωπολόγος, αλλά δεν υπήρχε αντίστοιχη έδρα. Και επειδή ένα μάθημα επιλογής ήταν η ανθρωπολογία πήγα εκεί».

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο «ΦΩΣ» στις 9/10/2023

Απογοητευτήκατε;

Δεν ενθουσιάστηκα, δεν ήμουν καλή φοιτήτρια, βρέθηκα μόνη μου πρώτη φορά στην Πάτρα και είχα την ευθύνη το εαυτού μου, κάτι πρωτόγνωρο για μένα.

Συνήθως όταν φεύγουμε από την οικογένεια νιώθουμε απελευθερωμένοι.

Κι εγώ ένιωθα απελευθερωμένη, αλλά δεν ήξερα πώς να ισορροπήσω ανάμεσα στην ευθύνη και την ελευθερία. Έμεινα τέσσερα χρόνια στην Πάτρα και επέστρεψα στην Αθήνα, με εκκρεμότητα κάποια μαθήματα που χρωστάω ακόμη, αν και είμαι πλέον σε διαδικασία να πάρω πτυχίο.

Εκείνο τον καιρό είχατε σχέση με τις τέχνες;

Καμία, δεν πήγαινα σε θέατρο, σε συναυλίες, μόνo κινηματογράφο, όπως όλος ο κόσμος. Γύρισα λοιπόν στην Αθήνα και λέω τώρα τι θα κάνω, καθηγήτρια βιολογίας; Εγώ κάτι άλλο ήθελα που να έχει σχέση με τη γλώσσα και την ψυχή του ανθρώπου. Άρα θέατρο.

Έτσι ξαφνικά;

Υπήρχε ένα υπέροχο παιδί, ο Φώτης Πολυχρονόπουλος, που οι περισσότεροι τον ξέρουν από τη «Λούφα και Παραλλαγή», όπου έκανε τον Ρώσο. Είχε τελειώσει τη σχολή Βεάκη και μου είπε να πάω κι εγώ εκεί. Δεν ήξερα όμως τι είναι θέατρο. Μου έδωσε τον «μονόλογο της ανταρσίας» από την Αντιγόνη. «Μάθε τον και πήγαινε στη σχολή», μου είπε. Έτσι έκανα, πέρασα και από τις εισαγωγικές της σχολής, αλλά και από τις εξετάσεις του Υπουργείου. Ξεκίνησα και ήμουν χάλια, ούτε καν σηκωνόμουν στη σκηνή.

«Αγγούρι» που λέτε στη θεατρική διάλεκτο;

Όχι «αγγούρι» είναι όταν σηκώνεσαι και δεν τα λες. Εγώ δεν σηκωνόμουνα καν. Πήγα να σπουδάσω, όχι για να γίνω ηθοποιός. Σε κάποια στιγμή φεύγει μια κοπέλα και το αγόρι μένει χωρίς παρτενέρ. Ο ρόλος ήταν μιας λαϊκής γυναίκας που ξεκινούσε το μονόπρακτο με το τραγούδι «αρέσω, παιδί μου αρέσω» κι εγώ ήμουν κοριτσάκι σαν μίσχος, λεπτοκαμωμένη. Οι καθηγητές έλεγαν «σιγά μη κάνει η Κερασία αυτό τον ρόλο». Εγώ αυτές τις γυναίκες όμως τις ήξερα από τη γειτονιά μου και τις αγαπούσα.

Βγήκε το Χαϊδάρι από μέσα σας;

Ήξερα πώς να το κάνω και πήρα μπρος. Κι όταν τελείωσα βγήκα πρώτη από 14 αριστούχους.

Πρώτη εμπειρία;

Όταν τελειώναμε στο δεύτερο έτος ήρθε να μας δει στις εξετάσεις ο Λευτέρης Βογιατζής που τότε έκανε την «Αντιγόνη». Έμεινα μαζί του πέντε χρόνια από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κάναμε το θρυλικό «Εργαστήρι αρχαίου δράματος», που ήταν από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της Ελλάδας, με τους καλύτερους καθηγητές. Και ταυτόχρονα το τριετές «Εργαστήριο φωνητικής τέχνης» του Σπύρου Σακκά. Στο τέλος των τριών ετών ανεβάζουμε «Αντιγόνη», όπου έπαιζα την Ισμήνη. Κατόπιν τον «Κατσούρμπο» με περιοδεία στην Ευρώπη. Κι όταν κλείσαμε τα πέντε χρόνια, είπα εγώ δεν μπορώ άλλο και έφυγα.

Πώς ήταν η συνύπαρξη με τον Βογιατζή, είχε τη φήμη σκληρού ανθρώπου.

Ήταν σκληρός πρώτα με τον εαυτό του. Δεν ήταν σκληρός άνθρωπος, ήταν τρυφερός. Η συνεργασία όμως ήταν δύσκολη, γιατί εκείνος είχε ως προτεραιότητά του τη δουλειά κι εμείς τη ζωή μας. Ο Λευτέρης δεν μας επέτρεπε να έχουμε ζωή, ήθελε να είμαστε ταγμένοι στο θέατρο. Τον ήλιο δεν τον βλέπαμε, αλήθεια το λέω. Ήταν πάρα πολύ ταγμένος στις καλλιτεχνικές απαιτήσεις του.

Άρα σκληρός;

Μα δεν δούλευε λιγότερο από εμάς. Θέλω όμως να πω πως ό,τι έμαθα, το χρωστάω στον Λευτέρη. Αν έχω μάθει κάτι. Και όλα όσα έχω μάθει περιστρέφονται γύρω από τα δικά του λόγια. Τότε δεν τα καταλάβαινα, αλλά τώρα μετά από... πεντακόσια χρόνια τα καταλαβαίνω.

Φύγατε γιατί κουραστήκατε. Τι σας είπε;

Νομίζω ότι είχε κλείσει ένας κύκλος και για τους δύο. Μετά με ξαναζήτησε άλλες δυο φορές. Στο «Οι σχέσεις του κυρίου Πήτερς» και στο «Καθαροί πια». Δεν πήγα, ήμουν καλά στο ελεύθερο θέατρο, δεν ήθελα να γυρίσω στο κλειστό σχήμα του Λευτέρη.

Φεύγετε λοιπόν και πού πάτε;

Εδώ είναι ένα κομβικό σημείο. Το 1994 γίνεται μια κλειστή ακρόαση, δεν ανακοινώθηκε ποτέ. Ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης στον κόσμο εκείνη την εποχή, ο Γιούρι Λιουμπίμοφ, ανέβαζε μαζί με την Κάτια Δανδουλάκη, τον Γιάννη Φέρτη, τον Πέτρο Φυσσούν, τον «Γλάρο» του Τσέχοφ και αναζητούσαν την πρωταγωνίστρια, τη Νίνα. Την είχε παίξει την περασμένη σεζόν η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και για ένα μήνα η Όλια Λαζαρίδου. Και η γενναιόδωρη, απλόχερη και καλοσυνάτη Όλια, δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, με είδε στον Λευτέρη και μου είπε «θέλω να πας κι εσύ στην ακρόαση». Ανάμεσα στις πιο εμπορικές πρωταγωνίστριες. Πάω λοιπόν και μόλις παίζω, μένει σιωπηλός ο Λιουμπίμοφ, που δεν γνώριζε ελληνικά και αγγλικά. Μεταφραστής ήταν κάποιος από τη ρωσική εκκλησία. Με κοίταξε και μου είπε «σπασίμπα». Λέω πάει δεν του άρεσα και ξεκίνησα να πάω σπίτι μου. Τότε δεν είχαμε κινητά τηλέφωνα και μέχρι να φτάσω στο Χαϊδάρι με ειδοποίησαν ότι ο κύριος Λιουμπίμοφ θέλει να με ξαναδεί, αλλά με τον ρόλο της Νίνα. Την πρώτη φορά στην ακρόαση είχα παρουσιάσει «Ιφιγένεια εν Ταύροις».

Πήρα το βιβλίο, μελέτησα τον ρόλο και όταν τελείωσα με ρώτησα αν παίζω κάποιο μουσικό όργανο, απάντησα αρνητικά αλλά συμπλήρωσα ότι τραγουδάω. Μου λέει «ευχαριστώ» για δεύτερη φορά και έφυγα. Με πήραν αμέσως τηλέφωνο και μου μετέφεραν τα λόγια του «δεν έχω να πω τίποτα με καμία άλλη, εκτός από αυτήν». Και ήταν ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης του κόσμου, διευθυντής του θεάτρου «Ταγκάνκα» της Μόσχας. Έκανα λοιπόν τη Νίνα στον «Γλάρο», σε ένα θίασο πρωταγωνιστών. Στο τότε «Διονύσια», στο σημερινό «Χορν». Και σπάσαμε τα ταμεία.

Πετούσατε στα σύννεφα, με τέτοια ρολάρα;

Όχι, ρολάρες έπαιξα και στον Λευτέρη, δεν αισθάνθηκα ότι άλλαξε η ζωή μου. Παίξαμε και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη μια σεζόν.

Ναι, αλλά με αυτό τον ρόλο μπήκατε στο εμπορικό θέατρο.

Ναι, στο ελεύθερο θέατρο. Είχα όμως την παρακαταθήκη του Λευτέρη.

Να μην αναφέρουμε όλες τις παραστάσεις σου, αλλά κάποιες σημαντικές.

Ωραία. Αμέσως μετά τον Λευτέρη, το 1994, πήγα στο ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής και έκανα έναν ανδρικό ρόλο τον Αμφιτρύωνα. Ύστερα με τον εξαιρετικό σκηνοθέτη Νίκο Μαστοράκη στο «Εμπρός» έπαιξα το «Σε φιλώ, Χέρμπερτ», πολύ μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία, ακόμη μου μιλάνε γι' αυτό. Μια μεγάλη στιγμή ήταν το 1997, έκανα τη Ροζαλία Κανδύλη στο «Βίρα τις άγκυρες» των Ρέππα-Παπαθανασίου, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, στη μεγαλύτερη παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου. Το 2000 έκανα μια όπερα στο Μέγαρο Μουσικής. Ήμουν η μοναδική σοπράνο, μαζί με τέσσερις τενόρους, στην «Απολογία του Σωκράτη» του Θοδωρή Αμπαζή. Μετά, η παράσταση «Άδεια Ποδηλάτου» που σημάδεψε τη ζωή μου.

Για πείτε μας.

Την παρουσιάζω επί 23 χρόνια, είναι η μακροβιότερη παράσταση του ελληνικού θεάτρου. Έχει ανέβει στη Ζυρίχη, στη Βασιλεία, στις Βρυξέλλες, τώρα θα πάμε στη Γερμανία. Διαβάζω αληθινά γράμματα που αναφέρονται στη μεταπολεμική Ελλάδα 1946-66.

Πώς βρήκατε τις επιστολές;

Βρήκα κάποιες στα μπαούλα της γιαγιάς μου και άλλες στο Μοναστηράκι. Ανέκαθεν με συγκινούσαν τα γράμματα του παππού μου, μετά μου έδωσαν φίλοι τα δικά τους, ενώ στο Μοναστηράκι πουλούσαν γραμματόσημα σε φακέλους που περιείχαν ξεχασμένες επιστολές. Έψαξα πολύ, βρήκα ανθρώπους, τους έστειλα τα γράμματά τους. Ήταν μια ιστορία που θα με ακολουθεί για πάντα.

Ήταν χαμένα γράμματα;

Ναι, γράμματα που δεν έφτασαν ποτέ, ή γράμματα που διαβάστηκαν και πετάχτηκαν. Μια γυναίκα με ευχαρίστησε γιατί όπως μου είπε «ζωντάνεψα τον άνδρα της» που είχε πεθάνει από κακουχίες στις φυλακές της Κέρκυρας. Τα είχε διαβάσει τα γράμματα, τα είχε βάλει σε μια βαλίτσα, κάποιος την πέταξε, κάποιος τη βρήκε και κατέληξαν στο Μοναστηράκι. Η παράσταση αγοράζεται κατά καιρούς από διάφορους Δήμους, συλλόγους, φεστιβάλ, συνέδρια. Είναι θρυλική παράσταση, σε σκηνοθεσία του Βασίλη Νικολαΐδη.

Στη συνέχεια;

Το 2005 παντρεύτηκα και αφοσιώθηκα στα προσωπικά μου. Αργότερα έπαιξα με τον Γρηγόρη Βαλτινό δύο φορές. Έκανα και την «Ιφιγένεια εν Ταύροις», μια μεγάλη, δική μου παραγωγή και πολλούς άλλους κλασικούς ρόλους, Σεραφίνα, Άλκηστη, Σολάνζ...

Πότε περάσατε στη σκηνοθεσία;

Το 2004 ήδη, σκηνοθέτησα το «Γαμήλιο Εμβατήριο» όπου δεν έπαιζα, στο ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων.

Πότε γίνεται σκηνοθέτης ένας ηθοποιός;

Το αποφασίζει ο ίδιος και συναποφασίζουν μετά η σκηνή και το κοινό. Μπορεί να πουν «δεν θέλω να ξαναδώ έργο σου». Ο ηθοποιός γνωρίζει τους σκηνικούς κανόνες. Εγώ γίνομαι σκηνοθέτης όταν έχω ονειρευτεί ένα έργο, όταν έχω όραμα.

Στον αθλητισμό όμως ένας παίκτης γίνεται προπονητής όταν κρεμάει τα παπούτσια. Στο θέατρο ο σκηνοθέτης, παραμένει και ηθοποιός.

Εκεί είναι σωματικός ο λόγος, σε αντίθεση με εμάς.

Πώς σας αποδέχονται οι συνάδελφοι σας;

Η εκτίμηση κάνει την αποδοχή. Από τους ομοτέχνους σου. Α, ξέχασα και το μιούζικαλ «Σικάγο» το 1998. Είχα αργότερα τη μεγάλη τιμή να με επιλέξει ο Ρας Ρεμ από το θέατρο Στάνφορντ για να παίξω Εκάβη, στα αγγλικά, το 2018 και έχω κάνει επίσης την «Τζένη των Πειρατών» σε συνεργασία με τη Λυρική Σκηνή. Έχω συνεργαστεί με τον Ανδρέα Στάικο στη «Ναπολεοντία» και στις «Επικίνδυνες Μαγειρικές», που γνώρισαν τεράστια επιτυχία. Μετά, σκηνοθέτησα «Το ψέμα» που πήγε τρεις σεζόν.

Στο σήμερα;

Έκανα τη «Μαρίκα Παπαγκίκα» του Νίκου Σταματιάδη, τη ζωή της θρυλικής τραγουδίστριας με ένα κουαρτέτο τζαζ επί σκηνής. Και το τσεχικό «Υπόθεση Μακρόπουλος» το όνειρο της ζωής μου.

Γιατί;

Το 1998 που δούλευα στη Λυρική Σκηνή, ένας συνάδελφος μου είπε εσύ πρέπει να παίξεις την «Εμίλια Μάρτι» από την «Υπόθεση Μακρόπουλος». Λέω τι είναι αυτό το έργο και μόλις μου εξηγεί τρελαίνομαι και πάω στην Πράγα και παίρνω τα δικαιώματα. Επί είκοσι χρόνια το πρότεινα σε φεστιβάλ, σε ΔΗΠΕΘΕ, σε μεγάλα θέατρα, κρατικά και μη, δεν έβρισκα ανταπόκριση. Φέτος όμως που ήταν και η 100η επέτειος της συγγραφής του υπέροχου έργου, ήμουν η πρώτη που το ανέβασα στην Ελλάδα στη θεατρική μορφή του.

Δεν είχε ανεβεί στη Λυρική, το είχα δει στο «Σταύρος Νιάρχος».

Ως όπερα ναι, το θεατρικό όμως το ανέβασα εγώ. Εκπληρώθηκε το όνειρό μου, γιατί είχα μαζί μου σπουδαίους συντελεστές, πολύ καλύτερους από μένα, όπως οι Κώστας Αρζόγλου, Ρήγας Αξελός, Περικλής Λιανός, Δημήτρης Καραβιώτης. Μετά έκανα δύο παιδικά έργα, «Ποιος παγίδεψε την Πένυ Κιλλίνη» για τη συνετή λήψη αντιβιοτικών και το «Προσοχή Τέρατα», έργο οικολογικού ενδιαφέροντος, που το ανεβάσαμε στην Αλεξανδρούπολη, στον θεσμό «Όλη Ελλάδα ένας πολιτισμός» στον αρχαιολογικό χώρο της Μεσημβρίας.

Επίσης, μόλις κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο που έχω μεταφράσει στις εκδόσεις Gutenberg, το έξοχο «Η Αν-τόνια μου», της Γουίλα Κάθερ. Είναι απλά μαγικό.

Είστε πλέον γεμάτη;

Ναι, αφήνω των εαυτό μου να χαρεί την «Υπόθεση Μακρόπουλος», τη νέα μου μετάφραση και τα παιδικά έργα μου και υπάρχει στα σκαριά παγκόσμια περιοδεία με την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία του Μανώλη Ιωνά. Απολαμβάνω αυτήν την περίοδο και ηρεμώ. Με βοηθάει και το γεγονός ότι έχω το «Κέντρο θεατρικών Σεμιναρίων διάΘΕΣΙΣ», στο Χαϊδάρι.

Τι ακριβώς είναι αυτό;

Έρχονται σ’ εμένα άνθρωποι που θέλουν να ασχοληθούν με το θέατρο, να το μελετήσουν, κάνουμε σεμινάρια, συζητήσεις, θεατρικές παραστάσεις. Μαθήματα υποκριτικής, φωνητικής, ορθοφωνίας.

Δίνετε και διπλώματα;

Όχι αν κάποιος θέλει να ασχοληθεί επαγγελματικά, πάει να σπουδάσει παραπάνω. Κάνουμε μαθήματα δυο φορές την εβδομάδα. Ήρθα στο Χαϊδάρι για να δουλέψω με απλούς ανθρώπους, συντοπίτες μου, που αγαπούν το θέατρο και θέλουν να ασχοληθούν ερασιτεχνικά.

Είναι το μεράκι σας;

Το μεράκι μου είναι το θέατρο. Ήθελα να κάνω κάτι στο Χαϊδάρι και μακάρι να είναι και καλό για το Χαϊδάρι.

Και οι δυο πρόσφατες παραστάσεις;

Επιχορηγήθηκαν από το Υπουργείο Πολιτισμού κι έτσι κατόρθωσα να τις κάνω. Θέλω να τις συνεχίσω, αλλά δεν είναι εύκολο. Ευτυχώς η «Υπόθεση Μακρόπουλος» πήγε εξαιρετικά. Η «Μαρίκα» έχει παιχτεί μόνο δύο φορές ως τώρα, σε μουσεία.

Ασχολείστε με τον αθλητισμό;

Όχι, αλλά έχω σε εκτίμηση το «Φως».

Γιατί;

Επειδή το διαβάζουν φανατικά συνάδελφοί μου, άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου, διανοούμενοι. Όλοι λένε ότι είναι μια έγκριτη εφημερίδα. Κάποιος που δεν ξέρει τι είναι το «Φως», δεν περιμένει ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος θα το διαβάζει. Προφανώς έχει ευρεία γκάμα. Πολλοί φίλοι μου δεν ξεκινούν τη μέρα τους αν δεν διαβάσουν την εφημερίδα.

Πώς κλείνουμε;

Είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος.

Πω, πω, δύσκολο να το ακούσεις στην εποχή μας.

Είμαι μια ευλογημένη γυναίκα.

Και όλα αυτά από μια σπουδάστρια της Βιολογίας.

Η οποία εξακολουθεί να είναι σπουδάστρια της Βιολογίας. Έχω τελειώσει, όμως, τη Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, στο Ναύπλιο.