Ο λόγος του Ιωάννη στη Στέγη

Ενα από τα πιο δυσερμήνευτα θεολογικά κείμενα γίνεται υλικό για μια σύγχρονη σκηνική τελετουργία.

Ο λόγος του Ιωάννη στη Στέγη

Η πρώτη ερώτηση που γεννιέται στον θεατή αυτής της τόσο ιδιαίτερης παράστασης, προς τον σκηνοθέτη της, είναι πώς αποφάσισε να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο κείμενο. Οχι μόνον επειδή η «Αποκάλυψη», που, σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, γράφτηκε από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη όταν βρισκόταν εξόριστος στην Πάτμο, είναι κατά βάση ποιητικό έργο το οποίο δεν μπορούμε εύκολα να το «δούμε» στο θέατρο. Αλλά πρωτίστως επειδή αυτό το ερμητικό βιβλίο, το μόνο από τα αποκαλυπτικά κείμενα που περιλαμβάνεται στον Κανόνα της Αγίας Γραφής, αποτελεί ένα «τρομοκρατικό κείμενο-μετεωρίτη», όπως το είχε χαρακτηρίσει ο Ηλίας Πετρόπουλος. Ενα ενορατικό, δυσπρόσιτο έργο που έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις για το περιεχόμενό του εντός και εκτός των θεολογικών κύκλων.

Αλλά ο Θάνος Παπακωνσταντίνου, ο οποίος υπογράφει τη σκηνοθεσία της «Αποκάλυψης», που χθες παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, δεν μοιράζεται μαζί μας την ίδια απορία. «Αγαπώ πολύ τα κείμενα της Βίβλου», είπε στη συνομιλία που είχαμε μαζί του λίγο πριν από την πρεμιέρα. «Οσο για το συγκεκριμένο έργο, πραγματικά με γοήτευσε, και όχι μόνο επειδή έχει ωραίες ποιητικές εικόνες. Μέσα του βλέπω περισσότερο ένα κάλεσμα για εξέγερση. Ας σκεφτούμε ότι γράφτηκε το 96 μ.Χ., στην αυγή δηλαδή της νέας θρησκείας που μόλις ανέτελλε, σε μια μεταβατική εποχή που σήμανε το τέλος της παλιάς πίστης και τη γέννηση μιας νέας καθολικής ιδεολογίας. Πιστεύω λοιπόν ότι πρόκειται για ένα βιβλίο για την πίστη, την παρηγοριά και την ελπίδα που απευθύνεται σε ανθρώπους που επιζητούσαν την αλλαγή».

Παρακολουθώντας τις τελευταίες πρόβες –κατάληξη μακράς έρευνας ως προς το κείμενο και τη δραματουργική του επεξεργασία– ο θεατής ξαφνιάζεται από την ένταση και τη βιαιότητα των εικόνων που περιγράφονται. Ο λόγος του Ιωάννη μεταφέρεται στο θέατρο με πολύ σεβασμό, και η εικαστική προσέγγιση φέρνει στη σκηνή αλλεπάλληλα ταμπλό βιβάν που θυμίζουν την ορθόδοξη αγιογραφία. Οι ηθοποιοί, άλλοτε πιστοί και άλλοτε προφήτες σε διαρκή εναλλαγή ρόλων, κινούνται σχεδόν τελετουργικά μέσω μιας πολύ προσεκτικά ενορχηστρωμένης κίνησης. Συνολικά, η παράσταση μοιάζει με μεγάλο χορικό αρχαίας τραγωδίας που διαθέτει πολλά λυρικά στοιχεία, καθώς οι ανθρώπινες φωνές, οι θρήνοι και οι ύμνοι αποτελούν συστατικό στοιχείο στην αφήγηση.

Στο σκηνοθετικό σημείωμα που προλογίζει την παράσταση ο Παπακωνσταντίνου γράφει: «Πίσω από κάθε εξέγερση, υπάρχει η επιθυμία ριζικής αναμόρφωσης του ανθρώπου και του κόσμου. Πίσω από κάθε κίνηση αναμόρφωσης του ανθρώπου και του κόσμου, υπάρχει η βία του θερισμού. Πίσω απ’ τη βία του θερισμού, υπάρχει η ελπίδα της αναγέννησης». Οταν οι φωτισμοί αλλάζουν, από το βάθος της σκηνής ξεπροβάλλουν εικόνες των «μεγάλων ουτοπιών», όπως λέει, που επικράτησαν στην πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού, στιγμιότυπα από ιστορικά γεγονότα και σύγχρονοι ένοπλοι πολεμιστές του Ισλάμ. Καθώς ο αποκαλυπτικός λόγος κορυφώνεται, μια έκρηξη ήχου απλώνεται στην αίθουσα. Η παράσταση έχει πρωτότυπη μουσική σύνθεση (Πάνος Ηλιόπουλος), ενώ τη μουσική επιμέλεια και διεύθυνση έχει ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος, που επίσης παίζει εκκλησιαστικό όργανο. Χάρη και στη ζωντανή παρουσία των μουσικών επί σκηνής, η μουσική συνδέεται στενά με τη σκηνική πράξη δημιουργώντας τις συνθήκες σύγχρονης τελετουργίας.



Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ. 232110