«Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα»

Η Όλγα Νικολαΐδου γράφει για τον Κωστή Παλαμά, τον μεγάλο ποιητή που σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή.

«Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα»

«Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός» γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου, στις 28 Φεβρουαρίου του 1943. Και μετά, αρχίζει να ετοιμάζεται για να παραστεί στην κηδεία του, μαζί με χιλιάδες άλλους.

Σύσσωμος ο πνευματικός κόσμος (Σπύρος Μελάς, Μαρίκα Κοτοπούλη, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Σικελιανός, Ηλίας Βενέζης, Γιώργος Κατσίμπαλης κα) μαζί με πλήθος λαού αρχίζει να συγκεντρώνεται στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας.
«Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα», λέει ο Άγγελος Σικελιανός και αντί άλλου επικήδειου απαγγέλει το ποίημα «Παλαμάς» που είχε γράψει τα χαράματα προς τιμήν του αποθανόντος. Ενός ποιήματος που τελειώνει έτσι:

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

Και βέβαια ο τελευταίος αυτός στίχος του Σικελιανού, κάθε άλλο παρά τυχαία, την στιγμή που απαγγέλλεται, δονεί την κατοχική Αθήνα.
Ο κόσμος πιάνει το μήνυμα και ορθώνει το ανάστημά του.
Όπως ο ποιητής είχε προσπαθήσει, όσο ζούσε να υψώσει το δικό του ανάστημα απέναντι σε απανωτά χτυπήματα της ζωής, μετουσιώνοντας τον πόνο του σε τέχνη.
Στα έξι του χρόνια και μέσα σε διάστημα σαράντα ημερών χάνει και τους δυο γονείς του, ενώ τον ένατο χρόνο του γάμου του, βιώνει και τον θάνατο του τετράχρονου γιου του Άλκη που τον αποχαιρετά με στίχους σαν κι αυτούς:

Στὸ ταξίδι ποὺ σὲ πάει
ὁ μαῦρος καβαλλάρης,
κύτταξε ἀπ᾿ τὸ χέρι του,
τίποτε νὰ μὴν πάρεις.


Κι ἂν διψάσεις μὴν τὸ πιεῖς
ἀπὸ τὸν κάτου κόσμο
τὸ νερὸ τῆς ἀρνησιᾶς,
φτωχὸ κομμένο δυόσμο!
Μὴν τὸ πιεῖς κι ὁλότελα
κι αἰώνια μᾶς ξεχάσεις...
βάλε τὰ σημάδια σου
τὸ δρόμο νὰ μὴ χάσεις.

Ο Παλαμάς, ως γνωστόν, έχει γράψει τον Ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων, και τις ποιητικές συλλογές «Ασάλευτη ζωή», «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι», «Η φλογέρα του βασιλιά», καθώς και τον «Δωδεκάλογο του γύφτου», κατά πολλούς την κορυφαία ποιητική του δημιουργία. Προσωπικά, το αγαπώ αυτό το ποίημα. Ιδιαίτερα, το σημείο που μιλάει για εκείνη την μαγεύτρα τσιγγάνα:

«Περδικόστηθη Τσιγγάνα,
ω μαγεύτρα, που μιλείς
τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα
γλώσσα προσταγής,
Σφίξε γύρω µου τη ζώνη
των αντρίκειω σου χεριών·
είμαι ο µάγος της αγάπης,
μάγισσα των αστεριών.
Μάθε µε όλα να διαβάζω
τα υπερκόσμια μυστικά
στο σκολειό της αγκαλιάς σου
μέσα στα φιλιά».

Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στις 13/1 του 1859 στην Πάτρα από γονείς Μεσολογγίτες. Πέθανε στην Αθήνα σαν σήμερα, στις 27/2 του 1943.
Κλείνοντας το μικρό αφιέρωμα στον μεγάλο αυτόν ποιητή που ειρήσθω εν παρόδω προτάθηκε 14 φορές για Νόμπελ, ας ξαναγυρίσουμε στην κηδεία του.


Όπου μετά τον Άγγελο Σικελιανό, «την σκυτάλη πήρε» ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής -της σχολής την οποία ίδρυσε ο Παλαμάς- ο Σωτήρης Σκίπης, για να απαγγείλει, για να αποτίσει δια των στίχων του, τον δικό του φόρο τιμής στον μεγάλο του δάσκαλο:
Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.

Και πραγματικά, οι Έλληνες, αποφασίζουν να τον χαιρετίσουν, έτσι όπως σίγουρα εκείνος θα επιθυμούσε :
Αρχίζοντας σιγομουρμουριστά και στη συνέχεια δυνατά, να τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των κατακτητών.

«Ήταν η στιγμή η πιο συγκινητική», γράφει αργότερα ο Κωνσταντίνος Τσάτσος: «Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος. Αλλά ο κόσμος ήθελε ελευθερία σκέτη και φώναζε Ζήτω η Ελευθερία!».

Γιατί πάντα την ελευθερία, την γεύεται κανείς καλύτερα σκέτη...