«Μου αρέσει η Αμερική κι εγώ αρέσω στην Αμερική»
Ο Γιόζεφ Μπόις έκανε το 1974 κάτι το αδιανόητο.
Εισηγητής της κοινωνικής γλυπτικής, ακτιβιστής καλλιτέχνης, αναμφίβολα ο σημαντικότερος Γερμανός δημιουργός στα μεταπολεμικά χρόνια, ο Γιόζεφ Μπόις δοκίμασε ανάμεσα σε όλες τις εντυπωσιακές του δράσεις κάτι αδιανόητο:
Το 1974 ο Γιόζεφ Μπόις κλειδώθηκε με ένα ζωντανό κογιότ σε μια γκαλερί της Νέας Υόρκης για δύο ημέρες, αποκτώντας έτσι τη φήμη σαμάνου πού εκτίναξε τις τιμές των έργων του.
Ολυμπιακός: Η συμβολή του… Βαλμπουενά
Καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του Μπόις αμφισβητούσε διαρκώς τις καθιερωμένες συμβάσεις στην τέχνη και στη δημιουργία, γεγονός που τον έφερε συχνά σε ρήξη με θεσμούς και ιδρύματα. Το 1970 ήταν ακόμα καθηγητής Γλυπτικής στην Κρατική ακαδημία Τέχνης στο Ντύσεντορφ αλλά απολύθηκε δύο χρόνια μετά γιατί δεχόταν οποιονδήποτε στην τάξη του, πρακτική που κρίθηκε απαράδεκτη και ανορθόδοξη.
Η «συνάντησή» του με το κογιότ στη νεοϋορκέζικη γκαλερί, μια από τις πολλές «τρέλες» του καλλιτέχνη βαφτίστηκε ως «Μου αρέσει η Αμερική κι εγώ αρέσω στην Αμερική».
Οι παραστάσεις του Μπόις γίνονταν όλο και πιο σύνθετες στη δεκαετία του 1970. Ενώ συνέχιζε να χρησιμοποιεί τα ήδη καθιερωμένα προϊόντα από τσόχα, ζώα και οργανικά υλικά, τα συμπλήρωνε με νέα στοιχεία, έτσι ώστε να υποδηλώσει νέες συμβολικές έννοιες. Η πολιτικοποιημένη τέχνη του Μπόις απέκτησε τον χαρακτήρα της κοινωνικής γλυπτικής, σύμφωνα με την οποία το υποκείμενο μήνυμα, σε οποιοδήποτε από τα έργα του, ήταν να γίνει η κοινωνία ως το πραγματικό «έργο τέχνης».