Έσπασε τον γυάλινο κόσμο κι αμέτρητες καρδιές

«Τραγουδάει ο Στέλιος και ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Μου ‘φυγε το μπουζούκι απ’ τα χέρια, δεν ήξερα πώς να το κρατήσω, έμεινα να τον κοιτάω και ν’ ακούω…»

Έσπασε τον γυάλινο κόσμο κι αμέτρητες καρδιές

«Καλοκαίρι 1962. Αρχίζει να τραγουδάει ο Στέλιος… Τραγουδάει ο Στέλιος και ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Μου ‘φυγε το μπουζούκι απ’ τα χέρια, δεν ήξερα πώς να το κρατήσω, έμεινα να τον κοιτάω και ν’ ακούω… Μεγάλος, πολύ μεγάλος! Μεγάλη σημαία ο Καζαντζίδης . Όταν λέμε τη λέξη Καζαντζίδης τελειώνουν όλα…», γράφει ο Γιώργος Ζαμπέτας στη βιογραφία του.

«Γυναίκα, τελείωσαν τα φασόλια, τα ρεβίθια, το ρύζι και ο… δίσκος του Καζαντζίδη», λέγεται ότι ήταν μια συνηθισμένη κουβέντα που ακουγόταν σε πολλά σπίτια την δεκαετία του ’60.

Έλιωναν οι δίσκοι του «Στελάρα» από το πολύ παίξιμο. Και η αγορά νέου δίσκου του, ήταν μέσα στις βασικές ανάγκες. Ανάγκη της ψυχής που προσπαθούσε να χορτάσει την πείνα της, με τραγούδια του καημού και της ξενιτιάς: «Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω», «Κανείς δεν ένιωσε τον πόνο μου, μα δεν πειράζει έτσι είναι τι να γίνει, κι αν τους βοήθησα χαλάλι τους, θα τους αφήσω στον Θεό για να τους κρίνει», «Στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν και κλαίνε οι μάνες μοναχές», «Μέσα στο τρένο που με πάει στην ξενιτιά, κλαίω τη μοίρα μου, χωρίς παρηγοριά», «Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο», «Το ψωμί της ξενιτιάς είναι ξερό και με δάκρυ πικρό το ‘χω βρέξει κι εγώ» και τόσα άλλα τραγούδια που ο Καζαντζίδης με την φωνή του τα έκανε να μοιάζουν με «εκστατική ποίηση».

Γιατί αυτή η φωνή έβγαινε από πολύ βαθιά, θαρρείς από τα βάθη της Ανατολής, από όπου άλλωστε καταγόταν ο λαϊκός βάρδος. Η μητέρα του, Γεθσημανή, ήταν από την Αλάγια της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας και ο πατέρας του Χαράλαμπος, από τα Κοτύωρα του Πόντου. Ίσως από αυτή την καταγωγή να εμπνεύστηκε ο Μίκης Θεοδωράκης, το ομώνυμο τραγούδι που του έγραψε : «Στην ανατολή, στην ανατολή, αχ το αηδονάκι γλυκοκελαηδεί». Κι εδώ αξίζει να επισημάνουμε, ότι ο Στέλιος Καζαντζίδης, έχει τραγουδήσει Μίκη Θεοδωράκη, όπως και Μάνο Χατζιδάκη, κατά τρόπο μοναδικό: «Το πέλαγο είναι βαθύ κι η αγάπη είναι μεγάλη», «Βράχο βράχο τον καημό μου, τον μετράω και πονώ», «Ο κυρ Αντώνης», «Μάνα σε ξεκληρίσανε άπονες εξουσίες, ψυχή δεν σου αφήσανε μόνο φωτογραφίες»…

Κι αν οι φωτογραφίες συγκαταλέγονται στα πιο προσωπικά αντικείμενα, εκεί πλάι σε αυτές και σε ένα εικόνισμα μιας Παναγιάς, θα έβρισκες και τα σαρανταπεντάρια δισκάκια του Καζαντζίδη. Αυτό που λέμε «προσωπική λατρεία», ταιριάζει γάντι στην περίπτωσή του. Αγαπήθηκε όσο λίγοι. Μάλλον γιατί απ’ όσο βαθιά κι αν έβγαινε αυτή η φωνή - και πέρα από τεχνικές, αναπνοές, υπόκωφο κλάμα κλπ- πέρναγε από το «καθαρτήριο της καρδιάς». Και από εκεί, από την δική του καρδιά, κατέληγε, στις πολλές. Κι αυτό γινόταν μ΄ έναν τρόπο τόσο απλό που έμοιαζε μαγικός.

Και να σκεφτεί κανείς ότι η πρώτη του απόπειρα να μπει στον κόσμο της μουσικής, ήταν απολύτως αποτυχημένη. Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε «Καλέ κοπέλα για μπάνιο πάω κι αν θέλεις έλα», δεν έπεισε και δεν συγκίνησε κανέναν. Μάλλον γιατί οι… ανέμελοι στίχοι δεν του κάθονταν καλά. Εκείνος μεγαλούργησε, τραγουδώντας τον πόνο. Ακόμη και στα ερωτικά του κομμάτια, αυτός κυριαρχούσε: «Διώξε με και μη λυπάσαι, τι θα γίνω μην φοβάσαι, κι αν χιονίζει και αν βρέχει το αγριολούλουδο αντέχει».

Όσο για τις γυναίκες της ζωής του, όλες, από την Καίτη Γκρέη, την Μαρινέλα, μέχρι την τελευταία σύζυγό του, την Βάσω, τον αγάπησαν βαθιά. Και εκείνος το ίδιο.

Ωστόσο η πιο…μόνιμη σύντροφός του, ήδη από τα πρώτα του χρόνια, ήταν η θλίψη. Ως έφηβος, για να βγάλει το μεροκάματο, αναγκάστηκε να δουλέψει σε εργοστάσια, σε υφαντουργεία… Να πουλήσει τσιγάρα και κρύο νερό σε κεντρικά σημεία της Αθήνας, έχοντας χάσει τον πατέρα του που δολοφονήθηκε από παρακρατικούς αντικομουνιστές την περίοδο του εμφυλίου. Όπως ο ίδιος έχει διηγηθεί: «Του έριξαν ένα ξύλο, που ταίρι του δεν πρέπει να υπάρχει στον κόσμο. Ούτε στην ΕΣΑ δεν χτύπαγαν έτσι. Με ένα σιδερένιο μπαστούνι τον σκότωσαν, στην κυριολεξία. Τον είχαν μελανιάσει, αιμορραγούσε… Τότε, το ΄47 πέθανε ο πατέρας μου.» («Υπάρχω», Εκδόσεις Λιβάνη).

Οι τραυματικές ωστόσο εμπειρίες, δεν σταματάνε εδώ. Κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, ορίστηκε υπεύθυνος σε τάγμα μουλαράδων και εκεί μια κλωτσιά στα γεννητικά του όργανα από κάποιο μουλάρι –ή, κατά μία άλλη εκδοχή «μουλάρι»- του στέρησε την πατρότητα.

Αλλά και ο επίλογος ήταν δύσκολος. Γράφτηκε από την «μαύρη αρρώστια».

Στις 14 Σεπτεμβρίου του 2001, μια Πέμπτη – και όχι ένα βράδυ Κυριακής, όπως ευχόταν στο τραγούδι «Σαββατόβραδο» - χάνει την μάχη με τον καρκίνο και διαβαίνει την … «δεύτερη πόρτα της ζωής».

Έχει προλάβει «να δώσει μια και έχει σπάσει τον κόσμο τον γυάλινο»…