Πώς κοιτάς το τέρας, χωρίς να πετρώνεις από την φρίκη

Σαν σήμερα, στις 25 Αυγούστου 1900, πεθαίνει ο Φρίντριχ Νίτσε και η Όλγα Νικολαΐδου ξετυλίγει το κουβάρι της σκέψης του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου. 

Πώς κοιτάς το τέρας, χωρίς να πετρώνεις από την φρίκη

«Ο Θεός είναι νεκρός!»

Η φράση ανήκει στον Φρίντριχ Νίτσε που στις 25 Αυγούστου του 1900, πεθαίνει στην Βαϊμάρη. Έχοντας προηγουμένως περιγράψει πολύ γλαφυρά τον θάνατο του Θεού, όπως ο ίδιος τουλάχιστον τον ένιωσε και τον «είδε» με την εξόχως διεισδυτική και ποιητική ματιά του :

«Τον έχουμε σκοτώσει. Ό,τι ήταν ιερότερο και τρανότερο στον κόσμο, πέθανε ματωμένο από τα μαχαίρια μας. Ποιος θα σκουπίσει αυτό το αίμα από πάνω μας;»

Ο σπουδαίος αυτός Γερμανός φιλόσοφος, θεωρείται ο πρόδρομος του Υπαρξισμού. Έχει πει και έχει γράψει πολλά και πολύ ενδιαφέροντα, τα οποία, στην ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ παρερμηνεύτηκαν και διαστρεβλώθηκαν, μάλλον εξαιτίας του γεγονότος ότι πολλά από τα χειρόγραφα του, τα εξέδωσε και τα επιμελήθηκε μετά τον θάνατό του η αδελφή του Ελίζαμπεθ, η οποία ήταν σύζυγος του Μπέρναντ Φούρστερ- ηγετικής μορφής του αντισημιτικού μετώπου της γερμανικής ακροδεξιάς.

Όπως και να έχει και ανεξάρτητα από το πόσο συμφωνεί, ή διαφωνεί κανείς με τον Νίτσε, δεν μπορεί να μην του αναγνωρίσει ότι με τον αποφθεγματικό, συχνά αφοριστικό και πάντα συμπυκνωμένο λόγο του προτείνει στην σκέψη μας δρόμους που την πηγαίνουν όλο και πιο μακριά. Υπενθυμίζοντάς μας ότι «όπως το φίδι όταν δεν μπορεί να αλλάξει δέρμα, πεθαίνει, έτσι κι ο νους, όταν δεν μπορεί να αλλάξει απόψεις, παύει να λειτουργεί». Επισημαίνει ακόμη την επικίνδυνη φύση των πεποιθήσεων που τις χαρακτηρίζει «μεγαλύτερο αντίπαλο της αλήθειας από τα ψέματα».

Όσο για την ελευθερία, την ταυτίζει με την θέληση να είναι κανείς υπεύθυνος απέναντι στον εαυτό του. Γενικά, πιστεύει πολύ στον προσωπικό αγώνα που μπορεί να δώσει ο καθένας από εμάς, αναλαμβάνοντας όλα τα ενδεχόμενα ρίσκα γιατί «ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό». Κι αν τα συγκεκριμένα λόγια, σας φέρνουν στο νου το ρεφρέν του γνωστού τραγουδιού του Νίκου Πορτοκάλογλου, η αλήθεια είναι ότι η «πατρότητα» της ρήσης ανήκει στον Νίτσε που πίστευε ότι το ταξίδι της αυτογνωσίας δεν θα έπρεπε να το αποτρέπουν ούτε τα… πολλά μποφόρ:

«Κι από τότε που ο άνεμος μου εναντιώθηκε, έμαθα να σαλπάρω με όλους τους ανέμους».

Έχοντας μελετήσει σε βάθος την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία -ήταν λάτρης του ελληνικού πολιτισμού- έχει δώσει μια συγκλονιστικά παραστατική διάστασή της. Κι έχει δανειστεί έναν μύθο για να το κάνει αυτό. Τον μύθο της Μέδουσας που κανένας δεν μπορούσε να την σκοτώσει γιατί όποιος την κοίταζε, πέτρωνε από τη φρίκη. Τόσο τερατώδης ήτανε. Τελικά, την σκότωσε ο Περσέας με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς που του έδωσε την πολύτιμη συμβουλή:

«Μην την κοιτάξεις κατάματα. Δε γίνεται. Ο τρόπος είναι να δεις την αντανάκλασή της μέσα στην ασπίδα σου».

Λέει λοιπόν κι ο Νίτσε :

«Η αρχαία τραγωδία μας επιτρέπει να κοιτάμε τα πιο βαθιά και τερατώδη σκοτάδια μέσα μας, εξ’ αντανακλάσεως, σαν μέσα από την ασπίδα. Γι’ αυτό αντέχουμε να τα δούμε χωρίς να πετρώνουμε».

Και βέβαια δεν παραλείπει να μας προειδοποιήσει:

«Όταν κοιτάς συνεχώς την άβυσσο, θα έρθει η στιγμή που και η άβυσσος θα σου ανταποδώσει το βλέμμα».

Πολύ σημαντικό να βλέπουμε τα εσωτερικά μας τέρατα, αυτά που όλοι μας κουβαλάμε, χωρίς να νεκρώνουμε.

Το θέατρο, η λογοτεχνία, η ποίηση, η ζωγραφική -τελικά η Τέχνη - είναι μια τέτοια υπερπολύτιμη ασπίδα, απαραίτητη σε όποιον λαχταρά να αγγίξει της ψυχής του το «χρυσόμαλλο δέρας».

Άλλωστε βαθιά μέσα μας ξέρουμε: Χρειάζεται να φτάσουμε στα σπλάχνα της νύχτας για να βρούμε πού γεννιέται το φως.

Ή, κατά μια άλλη εκδοχή, πού ο νεκρός Θεός ανασταίνεται.