Ζωγραφική στο σώμα της ιστορίας
Ο Γερμανός Ανσελμ Κίφερ παρουσιάζει τα δικά του τοπία μνήμης στην γκαλερί Thaddaeus Ropac Paris Pantin
Στις αρχές του 1973, τη χρονιά που πέθανε, η διάσημη Αυστριακή ποιήτρια και πεζογράφος Ινγκεμπορ Μπάχμαν επισκέφθηκε το Αουσβιτς ενώ βρισκόταν στην Πολωνία για μια περιοδεία. Είχε πει τότε: «Δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί κανείς να ζήσει κοντά σε αυτό το μέρος. Δεν υπάρχει τίποτα να πεις. Είναι απλά εκεί και σε αφήνει άφωνο». Η Μπάχμαν αγωνίστηκε στο έργο της να αντιμετωπίσει την ανεπάρκεια της γλώσσας που επιδιώκει να εκφράσει ό,τι δεν μπορεί να λεχθεί. «Η έκφραση είναι παράνοια, προκύπτει από την παράνοιά μας», λέει ο Μαλίνα, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς ήρωές της στο μυθιστόρημα «Malina» («Ο Ιβάν, ο Μαλίνα κι εγώ»).
«Η βουβή μάνα μου κλαίει για όλους», έγραψε ο Πάουλ Τσέλαν σε ένα από τα 56 ποιήματα της συλλογής «Μήκων και μνήμη» (1952). Γεννήθηκε το 1920 στη γερμανόφωνη Μπουκοβίνα της Ρουμανίας, η οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου καταστράφηκε από τους Γερμανούς. Οι γονείς του εξοντώθηκαν, ο ίδιος στάλθηκε σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας μέχρι την κατάληψη της Ρουμανίας από τους Ρώσους, το 1944. Εζησε στο Βουκουρέστι για λίγο, αλλά αντιμετώπισε προβλήματα με το σταλινικό καθεστώς. Διέφυγε στη Βιέννη, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, δίδαξε γλωσσολογία και μετέφρασε ποίηση. Αυτοκτόνησε το 1970, σε ηλικία 50 ετών. «Λέξεις λειασμένες σαν βότσαλα, που ηχούσαν μυστηριώδεις και πολυπρισματικές» –είπε τότε η κριτική–, συνέθεταν την ασυνήθιστη ποιητική γλώσσα αυτού του γερμανόγλωσσου Εβραίου διανοούμενου που συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές της Ευρώπης. O Τσέλαν μετέφρασε στα γερμανικά έναν στίχο του Ρώσου ποιητή Οσιπ Μαντελστάμ. Λέει, σε ελεύθερη απόδοση: «Στην καρδιά του βουνού, με τίποτα, πάει να τον βρει, ο χρόνος». Σε αυτό το σημείο, πάνω στις λέξεις, συναντήθηκαν οι δύο ποιητές: ο νεότερος επέζησε από τα ναζιστικά στρατόπεδα, ο μεγαλύτερος εξολοθρεύτηκε την εποχή του Μεγάλου Τρόμου στα σταλινικά γκουλάγκ ως αντιφρονών. Πέθανε το 1938, από το κρύο και την πείνα.
Ολυμπιακός: Η συμβολή του… Βαλμπουενά
Ο λόγος της σιωπής
Και οι δυο τους διέλυσαν τη μητρική τους γλώσσα για να μπορέσουν να εκφράσουν όσα υπέμειναν. Θύματα αβάσταχτης βίας έκαναν τη σιωπή λόγο, ώστε να βρουν τρόπο να διατυπώσουν το ανείπωτο. Αντλώντας έμπνευση από τον δικό τους τρόπο έκφρασης και τα λόγια τους, ο Γερμανός ζωγράφος Ανσελμ Κίφερ στην έκθεσή του «Hommage à un poète» (Φόρος τιμής σε έναν ποιητή) βυθίζεται και πάλι στην ιστορία, συνδυάζει τη γλώσσα με την εικόνα και δημιουργεί τα δικά του τοπία μνήμης. Η επιθυμία του: να μην ασχοληθούμε με τις λέξεις –τα μέρη της σύνθεσης– αλλά να προσέξουμε την υφή, και τις συνδέσεις που σχηματίζουν μεταξύ τους.
Η έκθεση «Hommage à un poète», που φιλοξενείται στην γκαλερί Thaddaeus Ropac Paris Pantin, περιλαμβάνει δεκαοκτώ νέα έργα. Πρόκειται για πίνακες μεγάλων διαστάσεων όπως το συνηθίζει τα τελευταία χρόνια, οι οποίοι τιμούν τους ποιητές Iνγκεμπορ Μπάχμαν, Πάουλ Τσέλαν, Οσιπ Μαντελστάμ και Aουγκουστ Γραφ φον Πλάτεν. Η συγκεκριμένη έκθεση έρχεται ως συνέχεια της μεγάλης εγκατάστασης που ο Κίφερ παρουσίασε τον Δεκέμβριο στο παρισινό Grand Palais Éphémère, αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στο έργο του Πάουλ Τσέλαν, ο οποίος τον επηρέασε βαθιά σε όλη την καριέρα του. Τα ποιήματά του είναι «σαν σημαδούρες στη θάλασσα», αναφέρει ο Γερμανός ζωγράφος, που είχε σκεφτεί να γίνει συγγραφέας πριν στραφεί στη ζωγραφική. «Κολυμπάς από το ένα στο άλλο», γράφει στο ημερολόγιό του το 2017, «και χωρίς αυτά χάνεις τον προσανατολισμό σου. Είναι τα σημεία από όπου μπορείς να κρατηθείς μέσα στην έκταση του απείρου». Καθώς εργάζεται, ο ζωγράφος κρατά στο μυαλό του αποσπάσματα ποιημάτων, «μετατρέποντας την ηχητική εγγραφή σε απείκασμα που εντυπώνεται στον αμφιβληστροειδή», σχολιάζει η ιστορικός τέχνης Αντρεά Λοτερουάν.
Στο ευρύ και πλούσιο καλλιτεχνικό του έργο του, ο Ανσελμ Κίφερ ασχολείται με την ιστορία και τη μνήμη, τον τρόπο που έχουν οι κοινωνίες να τη διατηρούν και να την ξεχνούν. Γεννήθηκε το 1945 στη Γερμανία, όταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του. Μεγάλωσε κοντά στην ανατολική όχθη του Ρήνου, στην περιοχή του Μέλανος Δρυμού, σε μια εποχή κατά την οποία πολλοί στη Γερμανία πάλευαν να αντιμετωπίσουν όσα έζησαν, και να αναγνωρίσουν τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν στο Ολοκαύτωμα. Τα έργα του αναδύονται μέσα από αυτά τα χρόνια της σιωπής, μνημεία του τραύματος μιας ολόκληρης γενιάς. Το 1992 μετακόμισε στη Γαλλία, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε νομικά, λογοτεχνία και γλωσσολογία πριν παρακολουθήσει την Ακαδημία Καλών Τεχνών στην Καρλσρούη. Ως νέος καλλιτέχνης συνάντησε τον Γιόσεφ Μπόις και επηρεάστηκε από το έργο του. Το 1980, ο Κίφερ εκπροσώπησε την τότε Δυτική Γερμανία στην 39η Μπιενάλε της Βενετίας, και έκτοτε τα έργα του έχουν παρουσιαστεί σε μεγάλες ατομικές εκθέσεις διεθνώς.
Οι πίνακές του τιμούν τους ποιητές Iνγκεμπορ Μπάχμαν, Πάουλ Τσέλαν, Οσιπ Μαντελστάμ και Aουγκουστ Γραφ φον Πλάτεν.
Ομως παρότι εξακολουθεί με τη δουλειά του να επιτίθεται στα μεταπολεμικά ευρωπαϊκά ταμπού του ολοκληρωτισμού, με τα χρόνια γίνεται λιγότερο επιθετικός και περισσότερο εσωτερικός, πιο σκοτεινός. Το βάρος της ιστορίας για εκείνον παραμένει δυσβάστακτο. Τα ποιήματα της Μπάχμαν και του Τσέλαν έδωσαν φωνή στο κενό και στη θλίψη που άφησε ο Μεγάλος Πόλεμος, γι’ αυτό τα λόγια τους αντηχούν σε όλα τα έργα της έκθεσης που τώρα παρουσιάζεται στην παρισινή γκαλερί. Αλλωστε ο Κίφερ είναι μανιώδης αναγνώστης και ενδιαφέρεται βαθιά για το πώς παράγονται και διαδίδονται η λογοτεχνία και η φιλοσοφία.
Αλχημιστής…
Η καλλιτεχνική διαδικασία του είναι αλχημική, επιτρέποντας σε λέξεις, εικόνες και υλικά να συγχωνεύονται και να μεταλλάσσονται επάνω στον καμβά. Σε κάποια έργα ενσωματώνει στοιχεία που αναφέρονται άμεσα στη θεματολογία των πινάκων: άχυρο για τα σιταροχώραφα, κομμάτια πορσελάνης για τις σκηνές του χιονιού. Σε κάποια άλλα έργα το βερνίκι που χρησιμοποιεί καίγεται πάνω στον πίνακα για να δημιουργήσει ένα ιριδίζον αποτέλεσμα, και δίπλα στο μαύρο που λάμπει, μορφές σαν καπνός δίνουν στην εικόνα μεταφυσική διάσταση.
Ο καλλιτέχνης επιστρέφει συχνά στους πίνακές του κατά τη διάρκεια των ετών, προσθέτοντας και αφαιρώντας στοιχεία, καταστρέφοντας μέρος της επιφάνειας με φωτιά και οξύ ή αφήνοντας τα έργα έξω από το εργαστήριο για να υποστούν τα καιρικά φαινόμενα. «Νομίζω ότι ένας πίνακας δεν τελειώνει ποτέ, είναι πάντα σε κίνηση», δήλωσε ο ίδιος σε μια πρόσφατη συνέντευξή του. Αυτός ο κύκλος δημιουργίας και η καταστροφή βρίσκονται στο επίκεντρο της πρακτικής του καλλιτέχνη, που μερικές φορές προσθέτει συμβολικά τρισδιάστατα αντικείμενα στις συνθέσεις του, όπως ένα δρεπάνι στον πίνακα «Oh Halme der Nacht» (2020). Στην έκθεση, ο Κίφερ αποτίει φόρο τιμής όχι μόνον στους ποιητές αλλά και στην ποίηση –συμπύκνωμα μνήμης και εμπειρίας–, που εκφράζεται έξω από την ιστορική και υλική πραγματικότητα κατά τον ίδιο. Στους πίνακές του, πάνω σε αλλεπάλληλα ζωγραφικά στρώματα, συγκεντρώνει ποιήματα, μύθους και θραύσματα της ιστορίας που κατοικούν στη φαντασία του, κατασκευάζοντας έναν χώρο στον οποίο η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη με τα θεμελιώδη υπαρξιακά ερωτήματά της.
πηγή: «Κ»