Πέτρος Κασιμάτης: Πολεμικός ανταποκριτής με ποιητική φλέβα

Οι ιστορίες ενός ποιητή- δημοσιογράφου, του Πέτρου Κασιμάτη που μίλησε με Οτσαλάν, Κάρατζιτς, μουτζαχεντίν και Μπόρχες

Πέτρος Κασιμάτης: Πολεμικός ανταποκριτής με ποιητική φλέβα

Οτσαλάν, Κάρατζιτς, Αραφάτ, Τζορτζ Χαμπάς, Αμπού Αμπάς, Χασίμ Θάτσι, Ντον Μικέλε Πάτσο, Αντόλφο Γκαλέρο Πορτοκαρέρο, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Καλβίνο, Τζίμι Κάρτερ, σεΐχης Σαγέν είναι μερικοί από τους ανθρώπους που συνάντησε ο ποιητής-δημοσιογράφος ερευνητής-λογοτέχνης Πέτρος Κασιμάτης, που τιμήθηκε με το Δημοσιογραφικό Βραβείο Μπότση για τους αγνοούμενους της Κύπρου και με το Πρώτο Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας από την Ένωση Αργεντινών Συγγραφέων στο Μπουένος Άιρες, στην Αίθουσα «Μπόρχες». Κείμενά του αναδημοσίευσαν η «Le Monde», το BBC, το CNN και όλα τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία. Προτιμά πάντως τον χαρακτηρισμό «ποιητής».

Ομολογούμε ότι είχαμε ως όνειρο να γίνουμε πολεμικοί ανταποκριτές, η ζωή όμως μας έφερε στο αθλητικό ρεπορτάζ, αλλά τουλάχιστον απολαύσαμε τα σημαντικά προνόμια του δημοσιογράφου, τα ταξίδια σε όλο τον κόσμο και το πρωινό ξύπνημα χωρίς ξυπνητήρι. Συναντήσαμε τον Πέτρο Κασιμάτη παραμονή Χριστουγέννων, στο βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Λιβάνη, και είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση εφ’ όλης της ύλης. Ξετυλίγοντας το κουβάρι της ζωής του, ξεκινήσαμε με το βιογραφικό του.

«Σπούδασα στις Σέρρες Διοίκηση Επιχειρήσεων και ταυτόχρονα έγραφα στα περιοδικά “Παρατηρητής” και “Γιατί”. Στη συνέχεια στην Αθήνα (γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία, μεγάλωσε στη Νέα Σμύρνη) στο περιοδικό “Ομπρέλα”, όπου έκανα κριτική βιβλίου, μεταξύ των άλλων στους σπουδαίους Μπόρχες, Καλβίνο, τους οποίους είχα την τύχη να τους συναντήσω. Οι πρόγονοί μου δεν είχαν λογοτεχνικές ρίζες, προέρχομαι από τη βυζαντινή οικογένεια Κασιμάτι που τον 19ο αιώνα εγκαταστάθηκε στην Κρήτη και στα Κύθηρα».

Ο Πέτρος Κασιμάτης μαζί με τον διευθυντή του «ΦΩΤΟΣ» Σπύρο Κερκύρα (δεξιά) στο Βιβλιοπωλείο Λιβάνης.

Η συνέχεια των σπουδών σας;

Στην Πάντειο όπου γνώρισα τους δασκάλους Γιανναρά, Βέλτσο αλλά και τον Νεοκλή Σαρρή, του οποίου υπήρξα άμισθος βοηθός Πανεπιστημίου και ξεκίνησα διατριβή με τον τίτλο «Το απόρρητο της ελληνικής κοινωνίας».

Με τη δημοσιογραφία;

Στη «Βραδυνή» του Τζώρτζη Αθανασιάδη στο ελεύθερο ρεπορτάζ και στη συνέχεια υπαρχηγός του Τράγκα, όπου λόγω της σκληρότητας και της διεισδυτικότητάς μου με αποκάλεσαν «δολοφόνο» και «τρυποκάρυδο». Τότε έβγαλα και το τσιτάτο «ζεις κατά τύχη, αγαπάς κατ’ επιλογή, σκοτώνεις κατ’ επάγγελμα».

Δημοσιογραφικές επιτυχίες;

Έκανα μυθική καριέρα με μεγάλες αποκαλύψεις, όπως «τι έκανες στον πόλεμο Βαγγέλη» που κατέστρεψε την καριέρα του Βαγγέλη Γιαννόπουλου, τα σκάνδαλα Τσοχατζόπουλου, την εποχή όπου όλοι διάβαζαν εφημερίδες. Το 1988 πήγα στον «Ελεύθερο Τύπο», ασχολήθηκα με την ερευνητική δημοσιογραφία και κάθε αποκλειστικό που γινόταν πρωτοσέλιδο είχε μπόνους έναν μισθό. Τότε πουλούσαμε 250.000 φύλλα.

Και εδώ μαζί με τον δημοσιογράφο του «ΦΩΤΟΣ», Στέφανο Λεμονίδη (αριστερά) στον ίδιο χώρο

Πρώτη λογοτεχνική απόπειρα;

Η ποιητική συλλογή «Το χρυσάφι του παγονιού» που προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Ελύτη και γι’ αυτό με κάλεσε στο σπίτι του στη Σκουφά για συζήτηση με ουίσκι και με επαίνεσε ως σπουδαίο πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα-ποιητή.

Πρώτο μεγάλο δημοσιογραφικό ταξίδι;

Στη Λατινική Αμερική, στη Νικαράγουα, για να συναντήσω τους Κόντρας. Πήγα Μεξικό-Γουατεμάλα-Ονδούρα μόνος μου κι εκεί ένιωσα κάτι πρωτόγνωρο όταν μια οικογένεια Μεξικανών με ρώτησε αν είδα με τα μάτια μου τον «Τύμβο του Μαραθώνα». Με άκουγαν με δάκρυα στα μάτια και υμνούσαν το κάλλος της αρχαίας Ελλάδας. Δύο φορές βίωσα τέτοια κατάσταση.

Η δεύτερη;

Όταν ένας οπαδός του Ολυμπιακού με ρώτησε αν γνωρίζω τον Μιχάλη Νομικό, τον συντάκτη του «ΦΩΤΟΣ», που ήταν δύο ορόφους κάτω από τη «Βραδυνή». Βούρκωσε και μου μιλούσε για ένα άρθρο του, μια μεταγραφή με τον τίτλο «Μια τίγρης στη μηχανή του Θρύλου».

Γυρίζουμε στο πρώτο ταξίδι…

Πέταξα με τη μεξικάνικη εταιρεία Τάκα Ερλάινς με σήμα τον παπαγάλο και το αεροπλάνο έφευγε μόλις γέμιζε πριν από την προκαθορισμένη ώρα. Εκεί έφαγα το πιο νόστιμο φαγητό της ζωής μου. Να μην πολυλογώ, με τη βοήθεια ενός Έλληνα, κι αφού αλλάξαμε πολλές φορές αυτοκίνητα, συνάντησα την ηγεσία των Κόντρας που μου είπαν «όπως οι Έλληνες κατατρόπωσαν τους Πέρσες, έτσι κι εμείς θα σταματήσουμε τους επαναστάτες».

Συναντήσατε και τους Σαντινίστας;

Όχι. Όταν γύρισα, δημοσιεύσαμε το άρθρο με επιμέλεια του μετέπειτα υπουργού Γιάννη Μιχαλάκη με τίτλο «Οι κομάντος του Θεού».

Ποιες οι κορυφαίες στιγμές που σας έρχονται τώρα στον νου;

Όταν παίζαμε βόλεϊ με τον Οτσαλάν στην κοιλάδα Μπεκά και η συνάντηση με τον Κάρατζιτς (πρόεδρος της Σερβικής Δημοκρατίας, ενός από τα δύο συστατικά μέρη της Βοσνίας/Ερζεγοβίνης, που τότε βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο). Τότε ήταν επικηρυγμένος από το ΝΑΤΟ και πήγαμε μαζί με τον ευρωβουλευτή Νικήτα Κακλαμάνη. Τον συνάντησα και τον φοβήθηκα. Με θεόρατα μαλλιά και μάτι που γυάλιζε, προκαλούσε τρόμο, τον έλεγαν «ο ψυχίατρος του Πάλε». Η συνέντευξή του προκάλεσε πάταγο και ο γγ του ΝΑΤΟ τη χαρακτήρισε «χαστούκι στη Δύση», ενώ υπήρξαν εκτενείς αναφορές στον παγκόσμιο Τύπο γιατί δεν τον έβρισκε το ΝΑΤΟ και τον ανακάλυψε ένας Έλληνας δημοσιογράφος. Το CNN μού τη ζήτησε προσφέροντας ένα μυθικό ποσό, αλλά αρνήθηκα γιατί ήμουν απεσταλμένος του «Ελεύθερου Τύπου». Για τη συνέντευξη έκανε αναφορά και ο εκπρόσωπος Τύπου στον Λευκό Οίκο. Έκανε πάταγο.

Άλλη επικίνδυνη αποστολή;

Στο Αφγανιστάν επί μουτζαχεντίν που ήταν αγριεμένοι. Στα νοσοκομεία υπήρχαν επιγραφές «Μην μπαίνετε με τα όπλα» και δεν πίναμε νερό για να μην πάθουμε δυσεντερία. Ξαναπήγα στην Καμπούλ με αντιπροσωπεία της Βουλής το 2000. Προσπαθήσαμε να επισκεφθούμε το μουσείο τους που είχε πολλά ελληνικά ευρήματα, προτομές του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και απαίτησαν να φορέσουμε κελεμπία. Φυσικά αρνηθήκαμε λέγοντας «δεν θα μπούμε σε δικό μας μουσείο μεταμφιεσμένοι». Θυμάμαι επίσης τον Αμερικανό διοικητή στρατοπέδου που μας είπε «καλά, έπρεπε να έρθετε εδώ για να αυτοκτονήσετε; Γιατί δεν το κάνατε στον τόπο σας;». Το 1989 πήγα στο Βουκουρέστι με την ανατροπή Τσαουσέσκου και γύρισα με μια ματωμένη ρουμανική σημαία, ενώ έφτασα στην περιοχή των Κούρδων πάνω σε άλογο.

Πότε φοβηθήκατε περισσότερο;

Στη Βοσνία, στην περιοχή Μπρτσκο. Τότε άλλαζε κατοχή κάθε μέρα, κάθε ώρα, ανάμεσα σε Σέρβους, Κροάτες, μουσουλμάνους Βόσνιους. Με πέρασαν από ανάκριση και ρώτησαν «τι δουλειά έχεις εδώ;» κι όταν απάντησα «να βοηθήσω τους αδελφούς Σέρβους», πάγωσα όταν μου είπαν «μα εμείς είμαστε μουσουλμάνοι» και με κέρασαν αράκ (ρακί). Κατάλαβα ότι μου έκαναν φάρσα γιατί οι μουσουλμάνοι δεν πίνουν και είπαν «είμαστε Κροάτες», τελικά με τα πολλά ήταν Σέρβοι και ανακουφίστηκα. Ήταν την εποχή που δημοσίευσα φωτογραφίες με κομμένα κεφάλια ως τρόπαια. Κάθε φορά που έφευγα για τέτοια ταξίδια έγραφα τη διαθήκη μου.

Το πιο ευπώλητο βιβλίο σας;

«Τα δεκατρία περιστέρια», που αναφερόταν στους αγνοούμενους Κύπριους. Έκανα έρευνα για τον Στιβ Λάλας και ένας Αμερικανός στρατιωτικός στη Βόρεια Ελλάδα μού αποκάλυψε ότι υπάρχουν ακόμη ζωντανοί αγνοούμενοι στην Τουρκία. Βρέθηκε ένα μήνυμα σε φορτίο από λεμόνια που έγραφε «είμαστε ζωντανοί, σώστε μας, είμαι ο τάδε». Ξεκίνησα έρευνα σε στρατιωτικά έγγραφα, σε στρατόπεδα Κούρδων και υπήρχαν μαρτυρίες ότι σε τουρκικές φυλακές άκουγαν ελληνικές φωνές. Τους είχαν σε στρατιωτικές φυλακές μακριά από τους ποινικούς που κάποια στιγμή θα έβγαιναν και θα έκαναν αποκαλύψεις. Συναντήθηκα με τριμερή διακομματική επιτροπή, Βιργινία Τσουδερού, Γιάννη Χαραλαμπόπουλο, Αντώνη Σαμαρά, και τους έδωσα στοιχεία. Συναντήθηκα μυστικά στις 6 το πρωί με τον πρόεδρο της Κύπρου Γλαύκο Κληρίδη. Έγινε σάλος. Και ο Ετσεβίτ ρωτήθηκε και απάντησε «υπάρχει κάποιο κενό». Είναι πάγια τακτική να κρατούν έναν μικρό αριθμό ως αιχμαλώτους για να τους χρησιμοποιούν σε ανταλλαγές.

Απωθημένο;

Μια συνέντευξη με τον Φιντέλ Κάστρο. Είχα προγραμματίσει ταξίδι στην Κούβα, αλλά δεν το πραγματοποίησα. Αν πήγαινα στο νησί, θα τον έβρισκα. Όπως μου έλεγε ο δάσκαλος Πασαλάρης «πήγαινε και θα τους βρεις. Έχεις στο DNA σου τον Οδυσσέα, τον Όμηρο, τον Καζαντζάκη. Οι Δυτικοί τι έχουν; Έναν Δάνδη.

Θαυμαστής του Τζον Λε Καρέ;

Του Ζεράρ Ντε Βιλιέ. Τον συνάντησα και μου έκανε αφιέρωση σε βιβλίο του «στον πιο πιστό αναγνώστη μου».

Μπλέκετε τις αληθινές ιστορίες σε μυθοπλασία;

Ναι, το κάνω περισσότερο στο βιβλίο «Φοίνιξ» με αλλαγμένα ονόματα. Μαύρες υποθέσεις των μυστικών υπηρεσιών. Μπλέκω τη «17 Νοέμβρη», τον Οτσαλάν, ένα στέλεχος του υπουργείου Εξωτερικών που πούλησε αρχεία στους Σκοπιανούς αντί 1 εκατομμυρίου δολαρίων. Για ένα δίκτυο κατασκοπείας Αλβανών και Τούρκων που άκουγαν τα πάντα σε απόσταση 100 χιλιομέτρων από τα σύνορα. Για ξένη τράπεζα που χρηματοδοτούσε μαύρες επιχειρήσεις της ΜΙ6.

Φίλος του αμφιλεγόμενου στρατηγού Γρυλλάκη;

Ναι, ένας άνθρωπος που βοήθησε την πατρίδα, ένας άνθρωπος που διάβαζε πίσω από τις λέξεις.

Τελικά πώς θα χαρακτηρίζατε τον Πέτρο Κασιμάτη; Δημοσιογράφο, ποιητή, λογοτέχνη;

Ποιητή, με κορυφαίο έργο το «Ου τόπος παράδεισος, πρόσωπον». Ο Γιάννης Μαρκόπουλος μελοποίησε ποιήματά μου και είπε ότι είμαι σημαντικός και θα ξεπεράσω τους Παλαμά, Σολωμό. Πιστεύω ότι είμαι κακός φωτογράφος, μέτριος δημοσιογράφος και καλός ποιητής. Γράφω για τους φίλους μου, για να απαλύνω τη ροή του χρόνου και για μια γυναίκα.

Σχέδια για το μέλλον;

Υπέγραψα με έναν σκηνοθέτη για να μεταφέρει στον κινηματογράφο τα βιβλία μου «Πορφυρός Λύκος» και «Αλέξανδρος Υψηλάντης».