Τσεκούρι που σπάει την παγωμένη θάλασσα

Η Όλγα Νικολαΐδου γράφει για τον Φραντς Κάφκα, για το βιβλίο του «Η Δίκη» και απλές λέξεις, συνηθισμένες που όμως σε κάνουν να νιώσεις αυτόματα ότι έχεις εισβάλλει σε ένα τοπίο εφιαλτικό. 

Τσεκούρι που σπάει την παγωμένη θάλασσα

Στις 3/6 του 1924, φεύγει από αυτή τη ζωή, ένας από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες του 20ου αιώνα. Μολονότι δεν πιστεύω στην αξία των «προσωπικών απόψεων» -πιο πολύ ως «προσωπική μου αλήθεια» - θα ήθελα να πω ότι για μένα, είναι ο σημαντικότερος. Αν θα έπρεπε «σώνει ντε και καλά» να απαντήσω στο ερώτημα «ποιος είναι ο αγαπημένος σου συγγραφέας», δίνοντας ένα μόνο όνομα, θα ήταν το δικό του: Φραντς Κάφκα.

Με την ίδια λογική, αν θα έπρεπε ένα και μοναδικό βιβλίο να ξεχωρίσω -φριχτά οδυνηρή διαδικασία την πράξη- θα διάλεγα ένα δικό του: Την Δίκη.

«Τα βιβλία θα πρέπει να είναι το τσεκούρι που σπάζει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας».

Η πρόταση αυτή που είναι επίσης δική του, μας είχε δοθεί στην πρώτη λυκείου, ως θέμα έκθεσης. Θυμάμαι με είχε εντυπωσιάσει τότε και με είχε εμπνεύσει με αποτέλεσμα να αναλωθώ σε ένα σωρό υπερβολές και βερμπαλισμούς, καταλήγοντας σε δήθεν «καλοφτιαγμένες προτάσεις» που αν και δε λένε απολύτως τίποτα, συνήθως παίρνουν καλό βαθμό από τους φιλολόγους, κάνοντας και τους μαθητές να νιώθουν περήφανοι για το «πόνημά τους». Ήταν βλέπετε η εποχή που ήμουν πολύ ερωτευμένη με τις λέξεις, «τους την έπεφτα κανονικά», αγνοώντας ότι εκείνες, ως γνήσιες μοιραίες γυναίκες, εκδικούνται όποιον νομίζει ότι μπορεί να τις χρησιμοποιήσει, αφήνοντάς τον να εκτίθεται ανεπανόρθωτα. Ήταν η εποχή που ακόμα, δεν είχα διαβάσει Κάφκα.

Για τη «Δίκη»- που έχει και την πολύ ενδιαφέρουσα κινηματογραφική εκδοχή του Όρσον Γουέλς - έχουν γραφτεί πάρα πολλά. Όχι τόσο για την υπόθεση του έργου. Αυτή, ούτως ή άλλως, μπορεί να χωρέσει σε μία και μόνο πρόταση: Ο ήρωας, ο κύριος Κ., είναι ένας τραπεζικός υπάλληλος που συλλαμβάνεται, περνάει από μια δίκη και τελικά πεθαίνει από το μαχαίρι δύο μαυροντυμένων αγνώστων.

Τα πολλά έχουν γραφτεί για να καλύψουν την ανάγκη μας να «αποκωδικοποιήσουμε» τα όσα διαβάζουμε. Σε αυτό το πλαίσιο, άλλοι ισχυρίζονται ότι η «Δίκη» είναι μια αλληγορία που στόχο έχει να επισημάνει την αδυναμία του ατόμου απέναντι σε ένα πανίσχυρο δικαστικό σύστημα, άλλοι ότι θέτει το ζήτημα της a priori ενοχής του ανθρώπου.

Το βιβλίο ναι, τιτλοφορείται «Η Δίκη». Ωστόσο ποια δίκη; Τι δίκη είναι αυτή; Σε τι είδους δικαστήριο γίνεται η εκδίκαση της υπόθεσης; Ποια είναι η υπόθεση; Για ποιο πράγμα κατηγορείται ο κύριος Κ.;

Αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα διατρέχουν τον αναγνώστη από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Αυτά τα ερωτήματα, για να μιλήσω προσωπικά, κάθε φορά που διαβάζω το συγκεκριμένο βιβλίο, αισθάνομαι ότι ο συγγραφέας μου τα παραδίδει για να τα κουβαλήσω ως «ψυχικό φορτίο» που μου αναλογεί. Κι εγώ αυτό το «ψυχικό φορτίο», κάθε φορά, το παραλαμβάνω αγόγγυστα, χωρίς να θυμώνω καθόλου με τον Κάφκα που δεν μου προσφέρει τη λύτρωση και την κάθαρση μέσα από ασφαλείς απαντήσεις. Ίσα-ίσα, όσο μεγαλώνω, αισθάνομαι να τον ευγνωμονώ όλο και περισσότερο γι’ αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα που μοιάζουν με αναμμένα κεριά μπρος στο εικονοστάσι «της αγίας σκέψης». Της «αγίας σκέψης» που καθαγιάστηκε, ακριβώς επειδή ταπεινώθηκε, τη στιγμή που κατάλαβε ότι δεν μπορεί να καταλάβει.

Ξέρω ότι πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν τη «Δίκη», ένα βιβλίο δύσκολο και ακατανόητο. Συμφωνώ μαζί τους, θέλοντας ωστόσο να προσθέσω ότι ανήκει στη σπάνια εκείνη κατηγορία των βιβλίων που ήδη από την πρώτη φράση, με απόλυτη ακρίβεια και σαφήνεια, σου δίνουν το θέμα, την ιστορία :

«Κάποιος πρέπει να είχε διαβάλει τον Γιόζεφ Κ., γιατί ένα πρωινό, δίχως να έχει κάνει τίποτα κακό, ήρθαν και τον συνέβαλαν».

Απλές λέξεις, συνηθισμένες που όμως σε κάνουν να νιώσεις αυτόματα ότι έχεις εισβάλλει σε ένα τοπίο εφιαλτικό. Παρόλο που ο Έρμαν Έσσε κάνει λόγο «για ένα υφαντό από άπιαστα όνειρα», η προσωπική μου αίσθηση είναι η καταβύθιση σε μια σκοτεινή σπηλιά, όπου οι εφιάλτες είναι απόλυτα χειροπιαστοί. Πρόκειται για ένα περιβάλλον εξοργιστικά παράλογο κι όμως απίστευτα οικείο, ακόμη και για τον φανατικότερο οπαδό της ορθολογικής σκέψης.

Ο Κάφκα δεν πιστεύει στα βιβλία που μας κάνουν ευτυχισμένους. Όπως έχει γράψει σε επιστολή του προς τον φίλο του Όσκαρ Πόλλακ «ακόμη κι αν δεν είχαμε καθόλου βιβλία, θα μπορούσαμε να είμαστε ευτυχείς».

Από την στιγμή πάντως που δόξα τω Θεώ, έχουμε βιβλία, αξίζει να λειτουργούν έτσι όπως το θέτει ο Κάφκα κι έτσι όπως για να πω την αλήθειά μου, έχω νιώσει τη «Δίκη»:

Ως το τσεκούρι που σπάζει την παγωμένη θάλασσα μέσα μου αποκαλύπτοντας έναν υπέροχα τρομακτικό, απύθμενο βυθό.

Υ.Γ : Το κομμάτι αυτό είναι αφιερωμένο σε έναν άνθρωπο που του «χρωστάω τον Κάφκα», -καθώς και άλλες σπουδαίες λογοτεχνικές… ανακαλύψεις- γιατί εκείνος με παρακίνησε στα 18 μου να τον διαβάσω και εκείνος με βοήθησε να τον «γνωρίσω». Το κομμάτι είναι αφιερωμένο στη μνήμη του δημοσιογράφου Τάκη Λαμπρία.