Γιώργος Σεφέρης: Το πρώτο Νόμπελ από τη γενιά του '30

Το πέρασμα ενός ανθρώπου από αυτό τον κόσμο το διατρέχουν γεγονότα που αν τα παρατάξει κάποιος σχηματίζουν τη ραχοκοκαλιά της ζωής του.

Γιώργος Σεφέρης: Το πρώτο Νόμπελ από τη γενιά του '30

Το πέρασμα ενός ανθρώπου από αυτό τον κόσμο το διατρέχουν γεγονότα που αν τα παρατάξει κάποιος σχηματίζουν τη ραχοκοκαλιά της ζωής του. Κι αν αυτός ο άνθρωπος τύχει να είναι ταυτόχρονα ποιητής και διπλωμάτης και πατά έτσι με το ένα πόδι στη μικρή Ιστορία της καθημερινότητας και με το άλλο στη Μεγάλη Ιστορία, τότε αναζητώντας τον νομίζεις πως αναζητείς τον εαυτό σου

Ποίηση και ποδόσφαιρο

Ο αστικός μύθος λέει ότι επιστρέφοντας ο Σεφέρης από τη βράβευσή του στη Στοκχόλμη βρήκε πολύ κόσμο να τον περιμένει στο αεροδρόμιο και εντυπωσιάστηκε. «Τόσος κόσμος ενδιαφέρεται για την ποίηση;» αναρωτήθηκε. Ήταν η μέρα που επέστρεφε και ο Ολυμπιακός Πειραιώς δαφνοστεφανωμένος βαλκανιονίκης. Για μια στιγμή η τέχνη και το ποδόσφαιρο συναντήθηκαν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Ύστερα η ποίηση, σεμνή και διακριτική, πέρασε απαρατήρητη από το πλήθος που περίμενε να αποθεώσει την αγαπημένη ομάδα του. Λίγες μέρες αργότερα η βιτρίνα του βιβλιοπωλείου των εκδόσεων «Ίκαρος» ξεχείλιζαν από τα βιβλία του Σεφέρη. Οι περαστικοί στέκονταν και κοίταζαν και ο ένας ρωτούσε τον άλλο: «Αυτός δεν είναι ο στιχουργός του Θεοδωράκη;». Όλα αυτά συνέβαιναν το 1963.

Η «Στροφή» και ο κόσμος που δεν είναι για τους ποιητές

Το 1930 ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης τυπώνει με δικά του έξοδα την πρώτη ποιητική συλλογή του με τον τίτλο: «Στροφή». Η «Στροφή» θα πουλήσει τις πρώτες μέρες μόλις είκοσι αντίτυπα και μέχρι τη στιγμή που ο Σεφέρης την αποσύρει από την κυκλοφορία, παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχει πουλήσει το πολύ ενενήντα αντίτυπα. Μέχρις ότου να γίνει διάσημος, ο Σεφέρης στενοχωριέται που δεν έχει εμπορική επιτυχία ως λογοτέχνης. Το γεγονός πάντως ότι, λίγο μετά την κυκλοφορία της «Στροφής», ο Αντρέας Καραντώνης γράφει ένα βιβλίο διπλάσιο σε όγκο από την ίδια την ποιητική συλλογή με τον προφανή τίτλο «Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης», είναι σχεδόν σκανδαλώδες. Πίσω από αυτή τη φαινομενικά αυθόρμητη κίνηση υπάρχει ο κύκλος Κατσίμπαλη που ενορχηστρώνει μια επιχείρηση δημοσιότητας. Για τον νεαρό ποιητή μιλά ακόμα και ο Κωστής Παλαμάς, μολονότι από τα λόγια του δεν φαίνεται ιδιαίτερα ενθουσιασμένος, όμως ο Κατσίμπαλης μεριμνά για τη μετάφραση των ποιημάτων του στο εξωτερικό και ο Παλαμάς δεν θέλει να του χαλάσει χατίρι. Αρνητική κριτική -με όλη τη σημασία της λέξης- ο Σεφέρης δέχεται από τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και από κάποιον μαρξιστή κριτικό, που βρίσκει τα ποιήματα της «Στροφής» αντιδραστικά. Λίγους μήνες μετά την πρώτη εμφάνιση στον χώρο των γραμμάτων, ο κατά κόσμον Γεώργιος Σεφεριάδης πληροφορείται τον πρώτο διορισμό του στη ελληνική διπλωματική αποστολή στη Μεγάλη Βρετανία και φεύγει από τον Πειραιά με πλοίο για το Λονδίνο.

Η μυστηριώδης Λου, ο διπλωμάτης και η «Στέρνα»

Στο Λονδίνο της δεκαετίας του ’30 ο νεαρός Σεφέρης έχει να αντιμετωπίσει την οικονομική στενότητα που προκαλεί η ακλόνητη απόφασή του να στηρίξει έναν έρωτα εξ αποστάσεως με το αινιγματικό πρόσωπο που φέρει το όνομα Λου. Η μυστηριώδης γυναίκα δεν είναι άλλη από τη Λουκία Φωτοπούλου, παντρεμένη-χωρισμένη, που η ερωτική της ελευθερία σοκάρει, αλλά ταυτόχρονα θέλγει απίστευτα τον νεαρό ποιητή. Πρόκειται για ένα αισθησιακό βάσανο που κρατά εγκλωβισμένο τον Σεφέρη σε ένα αδιέξοδο πάθος. Πριν από τη Λου ο Σεφέρης είχε ζήσει έναν άρτιο έρωτα με τη Γαλλίδα Ζακλίν, αλλά η σχέση τους ευδοκίμησε μάλλον σε λάθος χρόνο, αφού η Ζακλίν ήθελε γάμο και ο ποιητής έφυγε μακριά με ελαφρά πηδηματάκια. Τα δυόμισι χρόνια παραμονής του στο ελληνικό προξενείο είναι γεμάτα από τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει ένας νέος στην ηλικία του, αλλά κυρίως είναι η ιστορία μιας ερωτικής σχέσης διά αλληλογραφίας που θα καταλήξει στη «Στέρνα», τη δεύτερη ποιητική συλλογή του. Η «Στέρνα» είναι αφιερωμένη στον φίλο Κωνσταντινουπολίτη Γιώργο Αποστολίδη, αλλά στην πραγματικότητα είναι διαποτισμένη από τον ερωτικό του οίστρο για τη Λου. Ο τίτλος υποδηλώνει τους τόπους κρυφών ερωτικών συνευρέσεων, καθώς λένε οι ειδικοί. Το ποίημα αυτό, παρά τη μουσικότητά του, δεν ενθουσιάζει τους φίλους του. Ο ίδιος ο Κατσίμπαλης ανακαλύπτει νοηματικά και ρυθμικά χάσματα και η αποδοκιμαστική στάση του εξοργίζει τον ποιητή, που δεν δέχεται εύκολα κριτική και κυρίως όταν αυτή προέρχεται από φίλους.

Η δεκαετία του ’30 είναι για τον Σεφέρη τα χρόνια της ποιητικής ενηλικίωσής του. Κάθε ταξίδι, κάθε δραστηριότητα, κάθε γνωριμία, φιλία ή έρωτας, κάθε πτυχή πολιτικής ή κοινωνικής επικαιρότητας λειτουργεί ως έμπνευση για τον ποιητικό κόσμο που μας επιφυλάσσει. Ο ποιητής είναι κληρονόμος της ελληνικής παράδοσης, σε σημείο ώστε και η γεωγραφία ακόμα να του ξυπνά μνήμες προαιώνιες. Σ’ ένα ταξίδι στο Πήλιο, για παράδειγμα, ανακαλύπτει το προσχέδιο για έναν από τους πιο γνωστούς στίχους του: «Όπου και ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». Ο αρχαίος θρύλος του Πηλίου μιλά για τον φαρμακερό χιτώνα του Νέσσου, τον οποίο φόρεσε ο ανυποψίαστος Ηρακλής και πέθανε από φρικτούς πόνους. Ο Σεφέρης χρησιμοποιεί σύμβολα και μύθους για να σχολιάσει την εποχή του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ως διπλωμάτης γνωρίζει άριστα την τέχνη της κρυπτογραφίας. Επίσης ως εραστής παντρεμένων γυναικών παίζει στα δάχτυλα τους κανόνες της ερωτικής συνωμοσίας. Όταν βγαίνει στον κόσμο κυκλοφορεί με την προσωπίδα του Γιώργου Σεφεριάδη, του νεαρού διπλωματικού υπαλλήλου. Η πολιτική επικαιρότητα τον απωθεί, αλλά δεν μπορεί να την καυτηριάσει παρά με πλάγιο τρόπο. Τη γενιά του διχασμού διαδέχεται η μεταξική δικτατορία. Ο Ιωάννης Μεταξάς προλαβαίνει τη γενική απεργία της 5ης Αυγούστου 1936, διαλύει τη Βουλή και αναιρεί μεγάλο μέρος του Συντάγματος. Η Ελλάδα εισέρχεται σε μια μακρά περίοδο στρατιωτικού νόμου, επιβάλλεται λογοκρισία και αρχίζουν οι εκτοπίσεις των αντιφρονούντων. Στο μεταξύ πλησιάζει ο πόλεμος.

«Μυθιστόρημα», 1935

Γιατί άραγε να ονομάσει κανείς «Μυθιστόρημα» μια ποιητική συλλογή, αν όχι για να υποδηλώσει πως κατά βάθος και ο ίδιος είναι πεζογράφος και όχι ποιητής; Είναι αλήθεια ότι ο Σεφέρης παζάρεψε με τη γλώσσα ως γνήσιος διπλωμάτης και προτίμησε να πάρει τον στρωμένο δρόμο της ποίησης παρά να σπαταλήσει το ταλέντο του στην πρόζα. Η ίδια η ελληνική γλώσσα, με την προαιώνια προφορική ποιητική παράδοση, σε σπρώχνει προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο Σεφέρης προτίμησε να μην πάει κόντρα στο ρεύμα. Με το καινοτόμο πνεύμα του αλλά και τον αδιαμφισβήτητο σεβασμό στην παράδοση χάραξε τη βασιλική στράτα της νεοελληνικής ποίησης παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη και τον Σικελιανό. Με την ποιητική του συλλογή «Μυθιστόρημα», που κυκλοφόρησε το 1935, δικαίωσε όλους εκείνους που είδαν στο πρόσωπό του τον ανανεωτή του ποιητικού λόγου στη χώρα μας. Και όσο για αυτούς που τον υπονόμευσαν συστηματικά μέσα στα χρόνια, το έφερε έτσι η τύχη να θυμίζουν τους τελευταίους στίχους από το ποίημα οι «Αργοναύτες»:

Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,

με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους

δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.

«Το όνομά της είναι Μαρία Ζάννου, γνωστή στους φίλους και στην οικογένειά της ως Μαρίκα. Είναι καλλονή, με αθλητική και λεπτή κατατομή και με μακριά χρυσόξανθα μαλλιά τα οποία έχει πάντα πλεγμένα σε σφιχτή κοτσίδα… Είναι ήδη παντρεμένη και έχει δύο κόρες… Ο πατέρας της Μαρίκας, ο Μιλτιάδης, ήταν γόνος της εύπορης οικογενείας Ζάννου από την Κωνσταντινούπολη…». Έτσι περιγράφει ο βιογράφος του Σεφέρη, Ρόντρικ Μπίτον, τη Μαρώ, που μετά τη Ζακλίν και τη Λου θα γίνει η επίσημη αγαπημένη του ποιητή.

«Η Μαρίκα ήταν είκοσι δύο ετών και ζούσε στον Πόρο, αρραβωνιασμένη ήδη, έτοιμη να παντρευτεί, όταν γνώρισε και ερωτεύθηκε έναν αξιωματικό που υπηρετούσε στον Ναύσταθμο του νησιού. Τον έλεγαν Αντρέα Λόντο και στις φωτογραφίες δείχνει μια εκπληκτική ομοιότητα με τον κινηματογραφικό αστέρα Κλαρκ Γκέιμπλ… Η Μαρίκα εγκαταλείπει τον αρραβωνιαστικό της για να παντρευτεί τον Λόντο… Σχεδόν αμέσως μετά, ο Λόντος παραιτείται από τη θέση του και φεύγει με τη γυναίκα του για γαμήλιο ταξίδι στην Ευρώπη, το οποίο διήρκεσε επτά μήνες και απορρόφησε σημαντικό μέρος της περιουσίας τους».

Στη συνέχεια ο Μπίτον εξιστορεί τα βήματα ενός χρεοκοπημένου γάμου μέχρι εκείνο το βράδυ του 1936, όταν η Μαρίκα ακολουθεί την αδερφή της στο σπίτι της οδού Κυδαθηναίων, όπου θα συναντήσει τη μοίρα της. Η ένωσή της με τον Γιώργο Σεφέρη φαντάζει αναπόφευκτη, αν και ο ποιητής τής εξομολογείται ύστερα από λίγο καιρό: «Έχω μια αμφιβολία αν, φεύγοντας από τη ζωή που συνήθισες με τον κόσμο σου, τα κότερα και τα γλέντια, δε θα έπληττες, δεν θα βαριόσουν». Στο ίδιο κεφάλαιο ο Μπίτον αναφέρεται στις εμφανείς ρωγμές που εμφανίζει ο γάμος της αδερφής του Σεφέρη, Ιωάννας, με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο. «Η ατμόσφαιρα στο σπιτικό των Τσάτσων εκείνο τον Αύγουστο είναι εξαιρετικά τεταμένη. Σχεδόν αμέσως μετά τη γέννηση του μικρότερου παιδιού τους, ο Κωστάκης φαίνεται πως επιστρέφει στις παλιές του συνήθειες, του γυναικοκατακτητή. Αντίθετα με τον σύζυγό της η Ιωάννα παραμένει πάντοτε απολύτως διακριτική στα θέματα της ιδιωτικής της ζωής… θα βρεθεί αρκετές φορές αργότερα στη ζωή της κοντά σε χαρισματικούς και ισχυρούς άντρες, οι οποίοι παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή της χώρας, καίριο επίσης για τη ζωή του Γιώργου. Το καλοκαίρι εκείνο του 1936, την Ιωάννα τη μαγεύει ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός».

Αναρωτιέται κανείς γιατί ένας σοβαρός βιογράφος, όπως ο Ρόντρικ Μπίτον, σπαταλά πληθώρα σελίδων για να τυλίξει τον Σεφέρη σ’ έναν ιστό από μικρά σκάνδαλα κάθε είδους;

Θα ήταν λιγότερο σημαντικό το έργο του αν πράγματι αποδεικνυόταν ότι πίσω από τις ποιητικές συλλογές υπήρχε πάντα το έναυσμα του πόθου για μια γυναίκα; Ή μήπως είναι έγκλημα για έναν ποιητή να αγαπά τις γυναίκες; Και από την άλλη κατηγορούν κάποιοι τον Σεφέρη ότι «κατασκεύασε» τη μεγαλοσύνη του με ίντριγκες πολλές και ποικίλες, εξαργυρώνοντας τις σχέσεις του στους υψηλούς κύκλους της διανόησης, αλλά και της πολιτικής. Είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι η μεγαλοσύνη στην τέχνη δεν υπάρχει και απλώς κατασκευάζεται. Γιατί οι ίδιοι δεν μπορούν προφανώς να την προσεγγίσουν.

«Μέρες» Σεφέρη

Οι «Μέρες» του Σεφέρη είναι ένα εκτενές ημερολόγιο που καλύπτει με συνεχείς καταχωρίσεις το πιο ζωντανό κομμάτι της ζωής του. Στην πραγματικότητα είναι ένα είδος μυθιστορήματος από αυτά που θα ήθελε να γράψει, αλλά δεν τόλμησε ποτέ. Γραμμένο σε μια αφήγηση λιτή και αποσπασματική, κατακερματισμένη σε άπειρα επεισόδια, το «μυθιστόρημα» αυτό του Σεφέρη φωτίζει ιδανικά τις μέρες της ειρήνης και του πολέμου που διέτρεξε η ύπαρξή του. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ματιά του ποιητή στην κατάσταση που κυοφόρησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και στα γεγονότα της νεοελληνικής Ιστορίας που σχετίζονται με αυτόν.

Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Σεφέρης γράφει:

«Κοιμήθηκα δύο το πρωί διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: “Έχουμε πόλεμο”. Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει».

Πέμπτη, 10 Απριλίου, 1941, μέρα κατάληψης της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, σημειώνει στο ημερολόγιό του:

«Χτες το βράδυ στο τραπέζι, καθώς μιλούσαμε για άλλα πράγματα η Μαρώ μου λέει:

“Θα ’πρεπε ίσως να παντρευτούμε”

“Κοίταξε αύριο για τις άδειες”, της αποκρίθηκα».

Ύστερα από αυτό ο ποιητής έλεγε χαριτολογώντας: «Κουμπάρος μας στάθηκε ο Χίτλερ».

Στις 29 Μαΐου του ’41, όταν πια η Μάχη της Κρήτης είχε κριθεί, ο Σεφέρης απαθανατίζει τα λόγια της γυναίκας του:

«Η Κρήτη μια μεγάλη πληγή. “Όλοι μας φταίμε. Εσύ, εγώ, η Κυβέρνηση, οι Εγγλέζοι” έλεγε η Μαρώ σήμερα το μεσημέρι. Είναι αλήθεια, είμαστε όλοι μέσα στο μεγάλο φταίξιμο».

Ο Σεφέρης έζησε τα χρόνια του πολέμου μέσα στο θερμοκήπιο της ειρήνης που συμβόλιζε για τους περισσότερους διπλωμάτες η Αφρική. Για όποιον θέλει να κατανοήσει τη ζωή του σε αυτό το διάστημα, αλλά και σε όλο το άλλο θα αρκούσε ίσως να διαβάσει τα ημερολόγιά του. Όμως οι άνθρωποι είμαστε δύσπιστοι, θεωρούμε ότι ο ποιητής γνώριζε εκ των προτέρων πως οι «Μέρες» του προορίζονταν για δημοσίευση και φρόντισε να «μακιγιάρει» τις σκέψεις του και τον εαυτό του. Πιθανόν να είναι αλήθεια. Πιθανόν να μην είναι…

Ο Σεφέρης μιλά για τον Σεφέρη

Τα ημερολόγια του ποιητή είναι ένας καλός τρόπος για να ξεκλειδώσει κάποιος τα ποιήματά του, όπου αυτά χρειάζονται ξεκλείδωμα. Και είναι αλήθεια ότι ακόμα και οι άνθρωποι των γραμμάτων έχουν πάρει από φόβο τον Σεφέρη. Όμως η ποίησή του είναι συχνά τόσο καθαρή όσο και το διάφανο νερό και μας αιφνιδιάζει, όταν, για παράδειγμα, γράφει:

«Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας πώς πάει και λιγοστεύει…»

Ή όταν στις «Φωτιές του Αη Γιάννη» προεξοφλεί: «Η μοίρα μας χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν’ αλλάξει, δεν μπορεί να γίνει τίποτα».

Ή ακόμα όταν περιγράφει τα τοπία της πατρίδας μας: «σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς».

Φαντάζει σοφός όταν αναρωτιέται:

«Πώς τόσος πόνος, τόση ζωή

πήγαν στην άβυσσο

για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη»

Γίνεται συγκινητικά ειλικρινής όταν παραδέχεται:

«Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας».

Ο Σεφέρης δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει ποιήματα και ήταν αυτό η παρηγοριά του σ’ έναν κόσμο που δεν έχει προβλέψει για τους ποιητές. Ήταν η παρηγοριά του αλλά ήταν και βάσανο, όπως είναι η τέχνη για καθέναν που την υπηρετεί με σεβασμό.

Η άρνηση

Λένε πως όταν ο Θεοδωράκης παρουσίασε στον Σεφέρη την «Άρνηση» μελοποιημένη, ο ποιητής θύμωσε που άκουσε μπουζούκι και τη φωνή του Μπιθικώτση. Μοιάζει στ’ αλήθεια απίστευτο για τον Σεφέρη, που αγαπούσε τόσο τον Μακρυγιάννη και τους απλούς ανθρώπους του λαού. Ο ίδιος βέβαια είχε ζητήσει από τον Θεοδωράκη να σεβαστεί την άνω τελεία στον στίχο «…Πήραμε τη ζωή μας·λάθος», κάτι που δεν έγινε. Στη κηδεία του Σεφέρη το 1971, που ήταν πάνδημη, λαμβάνοντας αντιδικτατορικό χαρακτήρα, το πλήθος τραγούδησε με πάθος και συγκίνηση τον ίδιο στίχο. Για ακόμα μια φορά, όπως και στον Παλαμά, σε τούτο το φέρετρο ακουμπούσε η Ελλάδα.

Το κερδισμένο Νόμπελ

Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κάποιοι έχουν δημιουργήσει εσχάτως ολόκληρο κίνημα για το απολεσθέν Νόμπελ του Νίκου Καζαντζάκη. Η αλήθεια είναι ότι ο Κρητικός συγγραφέας παραμένει ένα από τα λιγοστά διαβατήρια που χρησιμοποιεί η εγχώρια διανόηση προκειμένου να διευρύνει τα σύνορα της πεζογραφίας μας στον παγκόσμιο χάρτη. Το έργο του συνδυάζει τον ορίζοντα των ιδεών, αλλά και μια suis generis ελληνικότητα που καταφέρνει να συγκινήσει αναγνώστες ανά τον κόσμο. Αυτό είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη αφορά προφανώς μια «βιομηχανία υστεροφημίας» που έχει στηθεί στο όνομα του Καζαντζάκη. Επιστολές από διάσημους συγκαιρινούς του, ανέκδοτες ιστορίες για την αναγνώρισή του στους διεθνείς κύκλους και άλλα παρόμοια. Αναρωτιέται κανείς σε τι χρησιμεύουν όλα αυτά. Υπάρχει κάποιος λόγος να αναδείξουμε την εγνωσμένη αξία του δημιουργού του «Τελευταίου πειρασμού»; Θα βοηθήσει σε κάτι τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία αυτή η ατέρμονη ιερεμιάδα για το «χαμένο Νόμπελ»;

Τα λογοτεχνικά βραβεία είναι για να κερδίζονται και για να χάνονται, χωρίς να σημαίνει τίποτε απολύτως για τον νικητή ή για τον χαμένο. Μήπως ο Τολστόι ή ο Προυστ είναι λιγότερο σημαντικοί χωρίς το επίζηλο βραβείο στο δισάκι τους; Μήπως έτσι αποκρύπτουμε απλά το αγκάθι μιας εσωστρεφούς και αγοραφοβικής πεζογραφίας που μαστίζεται από διεθνή ανυποληψία;

Κι από την άλλη, αυτός ο ακήρυκτος πόλεμος εναντίον του Σεφέρη και του πρώτου Νόμπελ που απέσπασε η ελληνική ποίηση σε τι εξυπηρετεί; Δεν ήταν αρκετός ο «φθόνος και η μουγκαμάρα» που αντιμετώπισε ο μεγάλος ποιητής όσο και η «ερημιά του αεροδρομίου» επιστρέφοντας τροπαιούχος από τη Στοκχόλμη το 1963; Έκτοτε έχουν ακουστεί ένα σωρό ανοησίες εις βάρος του με πρώτη και καλύτερη ότι πούλησε την πολύπαθη Κύπρο για να πάρει το Νόμπελ. Κάποιοι, και είναι αυτοί που ούτε τα κορδόνια των παπουτσιών του Σεφέρη δεν είναι ικανοί να δέσουν, διερωτώνται πώς ο Έλληνας ποιητής παρέκαμψε υποψηφίους ολκής, όπως ο Μπέκετ, ο Όντεν και ο Νερούδα, και έφτασε στην πολυπόθητη διάκριση. Μικρόνοια, αδαημοσύνη, μικροπρέπεια που χαρακτηρίζει τη λογοτεχνική ασημαντότητα. Και η απάντηση είναι απλή: Μα ο Σεφέρης μπορούσε κάλλιστα να τους κοιτάξει ίσα στα μάτια. Η φειδωλή ποιητική παραγωγή του κάθε άλλο παρά κακέκτυπο ενός Πάουντ ή ενός Έλιοτ υπήρξε, όπως ισχυρίζονται μερικοί. Ο Σεφέρης δίδαξε στην Ελλάδα της εποχής του πώς διαβάζεται και πώς γράφεται η μοντέρνα ποίηση. Θιασώτης της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, θεμελίωσε με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο τη συνέχεια της γλώσσας μας, όπως αυτή αποδεικνύεται από την αέναη χρήση της. Και για να το πω ποδοσφαιρικά, μια που φιλοξενούμαι σε αθλητική εφημερίδα, όταν ο Γιώργος Σεφέρης κέρδιζε το Τσάμπιονς Λιγκ εκείνοι συνέχιζαν να παίζουν στη Γ’ Εθνική. Και δεν είναι κακό να παίζει κανείς εκεί. Κακό είναι να νομίζει πως είναι προορισμένος να παίξει στα μεγάλα γήπεδα του κόσμου ενώ δεν είναι.

Ο Γιώργος Σεφέρης ή Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό όνομά του, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900 και είναι το πρώτο παιδί του Στέλιου Σεφεριάδη και της Δέσποινας Τενεκίδη. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Παρίσι και επιστρέφοντας στην Αθήνα διορίστηκε στη διπλωματική υπηρεσία. Ζώντας μια ζωή με διπλό προσανατολισμό, προσπάθησε να συνδυάσει το πάθος του για την ποίηση με τις υποχρεώσεις του διπλωμάτη. Έζησε από κοντά τα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα και όρισαν την πορεία της στον εικοστό αιώνα, αλλά ταυτόχρονα μυήθηκε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνική πρωτοπορία. Οι γνώσεις, το ταλέντο, η ευφυΐα και οι μοναδικές εμπειρίες του Σεφέρη δίνουν στην ποίησή του τον ιδιαίτερο χαρακτήρα με τον οποίο έπεισε την επιτροπή της Σουηδικής Ακαδημίας να του απονείμει το 1963 το βραβείο Νόμπελ «διάα το υπέροχον λυρικόν ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από εν βαθύ αίσθημα διάα το ελληνικόν πολιτιστικόν ιδεώδες», Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι ο Σεφέρης είναι ο καλύτερος ποιητής της γενιάς του ’30. Ωστόσο είναι αυτός που εισήγαγε στην ελληνική ποίηση καινά δαιμόνια και της επέτρεψε να εξελιχθεί σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Η ανάμιξή του στις διαπραγματεύσεις για την Κύπρο από τη θέση του Έλληνα πρέσβη στο Λονδίνο ώθησε κάποιους ζηλόφθονους να ισχυριστούν ότι πούλησε την Μεγαλόνησο για να πάρει το Νόμπελ. Οι λογοτεχνικές φιλοδοξίες του είναι προφανείς όπως και η δίψα του για διακρίσεις, κάτι απολύτως φυσιολογικό για έναν ποιητή του διαμετρήματός του. Ο Σεφέρης υπήρξε φιλόδοξος στον βαθμό που υπήρξε φιλόδοξος και ο Παλαμάς και ο Καβάφης και ο Ρίτσος και ο Ελύτης. Η εμπλοκή του ως διπλωμάτη αλλά και η φήμη του ως ποιητή δημιούργησε προσδοκίες για μια παρέμβασή του εναντίον της χούντας. Ο Σεφέρης δεν διέψευσε αυτές τις προσδοκίες. Στις 28 Μαρτίου 1969 καταφέρθηκε δημόσια εναντίον του Απριλιανού καθεστώτος με επίσημη δήλωση που μεταδόθηκε από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC, τον ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την «Ντόιτσε Βέλε». Γι’ αυτό τον λόγο του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή, καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου. Στην τρισέλιδη επιστολή του Πιπινέλη προς τον Σεφέρη, αυτό δικαιολογούνταν επειδή η Δήλωσή του είχε μεταδοθεί από τη σοβιετική ραδιοφωνία και άρα ήταν αντεθνική προπαγάνδα.

Το καλοκαίρι του 1971 ο Σεφέρης εισάγεται στον «Ευαγγελισμό» με έλκος του δωδεκαδακτύλου, υποβάλλεται σε επέμβαση και πεθαίνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές στις 20 Σεπτεμβρίου.