Μάνος Χατζιδάκις: Το παιδί του Πειραιά (pics, vids)

Το αφιέρωμα του «ΦΩΤΟΣ» στον Μάνο Χατζιδάκι: Η άποψή του για το ρεμπέτικο, το Όσκαρ για τα «Παιδιά του Πειραιά», ο ύμνος του Ολυμπιακού, το «φάουλ» στον Μητσάκη.

Μάνος Χατζιδάκις: Το παιδί του Πειραιά (pics, vids)

Στις 31 Ιανουαρίου του 1949, σε κλίμα Εμφυλίου και διχοστασίας ο Μάνος Χατζιδάκις δίνει στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν μια εμβληματική διάλεξη για το ρεμπέτικο. Στην ουσία συστήνει το τραγούδι που ήδη προπολεμικά έχει αρχίσει να εξαπλώνεται στις λαϊκές γειτονιές και τώρα απειλεί να «μολύνει» -με τον μεταδοτικό του τρόπο- και τα αστικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, μα και τη διανόηση.

Τι ήταν το ρεμπέτικο μέχρι εκείνη τη στιγμή; Μια κατατρεγμένη μορφή λαϊκής τέχνης, σχεδόν καταζητούμενη από τις αρχές και περιφρονημένη από την καλή κοινωνία, αλλά και τον πνευματικό κόσμο της χώρας. Ο νεαρός Μάνος -με το θράσος και τον ενθουσιασμό της νεότητας- ανοίγει την αυλαία του λαϊκού πολιτισμού και μπροστά στα έκπληκτα μάτια των αστών όχι μόνο θα μιλήσει ο ίδιος με πάθος για την αγνοημένη παράδοση, αλλά θα συστήσει και τους πιο εκλεκτούς εκπροσώπους της.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η Σωτηρία Μπέλλου παίζουν και τραγουδούν για το αμήχανο κοινό του Θεάτρου Τέχνης. Εντέλει αυτή η ιστορική διάλεξη δεν θα είναι παρά ο πρόλογος σε μια σειρά εξελίξεων που θα ακολουθήσουν και θα μεταμορφώσουν πλήρως το μουσικό σκηνικό της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ο Χατζιδάκις θα πληρώσει την ιταμή του πρόκληση. Οι πεφωτισμένοι της εποχής (Μελάς, Ψαθάς και λοιποί) σπεύδουν να τον λοιδορήσουν. Εκείνος παραμένει απτόητος. Άλλωστε, αναζητώντας το ρεμπέτικο στα χρόνια της Κατοχής, όπως εξομολογείται, αντιμετώπισε πολύ πιο άγριες συνθήκες. Πηγαίνοντας πρώτη φορά στην ταβέρνα όπου έπαιζε ο Μάρκος τα χρειάστηκε από την επίθεση που του έκαναν κάποια κουτσαβάκια από την «ευγενή» πελατεία. Ευτυχώς ο Βαμβακάρης, που εκείνη την εποχή δεν αστειευόταν, τους πρόγκηξε και τον γλίτωσε από περαιτέρω μπελάδες.

Τι έκανες, Μάνο, στα χρόνια του Πενήντα;

Στη δεκαετία του Πενήντα ο τολμηρός και οραματιστής Μάνος θα γεμίσει το δημιουργικό χαρτοφυλάκιό του με ένα σωρό επιφανείς συνεργασίες για το θέατρο, το αρχαίο δράμα, αλλά και για τον κινηματογράφο της εποχής. Η μουσική του συμμετοχή στην ταινία «Στέλλα», του Μιχάλη Κακογιάννη, βρίσκει τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γιώργο Φούντα στη νιότη της υποκριτικής τους. Η αιχμηρή ενορχήστρωση στο τραγούδι «Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι» κουβαλά όλη τη φωτισμένη άποψή του για το τραγούδι και τη λαϊκή παράδοση.

Η μελωδία του τραγουδιού είναι δανεισμένη από το τραγούδι «Τρελέ τσιγγάνε», δημιουργία της Ιωάννας Γεωργακοπούλου, παλιάς ρεμπέτισσας, η οποία συνεργάστηκε με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Με τον Τρικαλινό συνθέτη συνεργάστηκε και ο Μάνος Χατζιδάκις για να γράψει το τραγούδι-σύμβολο μιας ταινίας που άφησε εποχή. Να θυμίσουμε πως στη «Στέλλα» ο Φούντας, παναθηναϊκών φρονημάτων, ερμηνεύει τον ρόλο του αψίκορου Μίλτου, επιθετικού στην τότε θρυλική ομάδα του Ολυμπιακού. Την ίδια χρονιά ο Χατζιδάκις ντύνει μουσικά τη μεγάλη επιτυχία της «Φίνος Φιλμ» «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», όπου ακούγεται ένα αγαπημένο λαϊκό μοτίβο: «Γαρύφαλλο στ’ αυτί». Για την Ιστορία, στις εισπράξεις εκείνης της σεζόν πρώτευσε η «Στέλλα» και ακολούθησε το «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο».

«Τα παιδιά του Πειραιά»

Αν λάβει κάποιος σοβαρά τα ποδοσφαιρικά φρονήματα του Μάνου Χατζιδάκι, που ο ίδιος διατράνωσε σε μια συνέντευξή του στο «ΦΩΣ», μπορεί εύκολα να συναγάγει συνειρμούς πάθους και λατρείας όχι μόνο στην πόλη στην οποία είναι η έδρα του Ολυμπιακού, αλλά και σ’ εκείνη την ανίκητη ομάδα των «ερυθρολεύκων» που σάρωνε τα πρωταθλήματα στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια.

Το «Ποτέ την Κυριακή» γυρίστηκε από τον Ζυλ Ντασσέν με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη. Το σενάριο της ταινίας κατάφερε να συγκεράσει τη λούμπεν μικροκοινωνία μιας πόλης, που ως λιμάνι αγκάλιαζε τη μαγκιά και την αλητεία της εποχής. Έμμεσες αναφορές στην πορνεία, στον κόσμο της νύχτας, στη λαϊκή μουσική που καταγόταν από τους παλιούς τεκέδες και τα χαμαιτυπεία, αλλά και σ’ εκείνη την άδολη, σχεδόν παιδική στάση των ανθρώπων που χαίρονταν τη φτώχεια και τη δυστοπία της ζωής.

Η παγκόσμια αναγνώριση στο πρόσωπο του Χατζιδάκι, με το Όσκαρ για τα «Παιδιά του Πειραιά», ήταν σίγουρα μια έκπληξη για τον συνθέτη. Ο ίδιος τη χαρακτηρίζει δυσάρεστη απαξιώνοντας ένα τραγούδι που συμπύκνωνε τα πιστεύω του για την αξία της λαϊκής παράδοσης αλλά και την αγάπη και το πάθος για μια λαϊκή ομάδα, όπως ήταν τότε ο Ολυμπιακός. Ένας άνθρωπος που αγάπησε τόσο το ρεμπέτικο και το υποπρολεταριάτο που το δημιούργησε δεν θα μπορούσε να είναι Παναθηναϊκός.

Τα χρόνια εκείνα υπήρχαν διαχωριστικές γραμμές που σήμερα ίσως έχουμε λησμονήσει αλλά στη δεκαετία του Πενήντα όπως και στα επόμενα χρόνια μέχρι τουλάχιστον τη μεταπολίτευση, ο Ολυμπιακός δεν ήταν σε καμία περίπτωση το ποδοσφαιρικό κατεστημένο. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που τον αγκάλιασε η πλειοψηφία του κόσμου. Στα «Παιδιά του Πειραιά» βέβαια δεν κινηματογραφείται ο μαγικός κόσμος του ποδοσφαίρου, αλλά η σκηνή με τη Μερκούρη να άδει το τραγούδι του Μάνου κρατώντας τη φωτογραφία της «ερυθρόλευκης» ομάδας είναι... όλα τα λεφτά.

Σε μια ελεύθερη ερμηνεία θα μπορούσε να πει κάποιος πως το εν λόγω ενσταντανέ θα πρέπει να ενταχθεί διαχρονικά στον θρύλο του Ολυμπιακού ως μέρος της Ιστορίας του. Και επειδή ο Μάνος στη συνέντευξή του στο «ΦΩΣ» είχε υποσχεθεί έναν ύμνο για τον Ολυμπιακό, θα μπορούσε να θεωρηθεί πως με «Τα παιδιά του Περαιά» έκανε το χρέος του.

Το μπουζούκι στο Παρίσι

Παίξε μπουζούκι μου τρελά τις πιο γλυκιές πενιές σου/
Να μάθει ο κόσμος κι ο ντουνιάς τις τόσες ομορφιές σου./
Ακόμα και στο φεστιβάλ σε κάλεσαν στις Κάννες/
Με τις πενιές σου γλέντησαν όλες οι Παριζιάνες.

Συνθέτει ο Μάρκος Βαμβακάρης και τραγουδά ο Μπιθικώτσης στο γλυκοχάραμα της δεκαετίας του ’60.

Ο Μάρκος υπήρξε από την αρχή της καριέρας του καυστικός σχολιαστής της επικαιρότητας, μουσικής, ερωτικής αλλά και πολιτικοκοινωνικής. Το εν λόγω τραγούδι, γραμμένο στην ύστερη φάση της δημιουργικής πορείας του έρχεται να προσθέσει μια τελευταία πινελιά στο ήδη περίφημο «ρωμαϊκό» γλέντι στο ελληνικό κέντρο «Ζορμπάς» στις Κάννες το 1960, με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη και σολίστ τον αμίμητο Γιώργο Ζαμπέτα.

Γράφει σχετικά ο Ζαμπέτας: «Μέσα εκεί ήτανε όλοι οι μεγιστάνες του πλούτου. Όλα τα λεφτά. Ολοι οι μεγιστάνες της κονόμας, του πρες, του κινηματογράφου, του θεάτρου. Από τα πέρατα της Γης, και Κινέζοι και Αμερικανοί, Εγγλέζοι, Ρώσοι. Η σοσάιετι του χρήματος. Ροκφέλερ, Ωνάσης και δεν συμμαζεύεται. Όλοι οι μεγιστάνες της τέχνης, της μόδας και όλοι οι μεγιστάνες να πούμε του σινεμά και του θεάτρου: η Ιμπέριο Αρχεντίνα από Ισπανία, η Γκρέις Κέλι του Μονακό, ο Ρενιέ, η Τζίνα Λολομπριγκίτα, η Σοφία Λόρεν. Κάτι γούνες, κάτι πράγματα! Να δεις χρυσαφικό, να δεις διαμαντικό! Όλες οι Μπριζίτ Μπαρντός ήτανε μαζεμένες εκεί. Μπουκάρω με το μπουζούκι στα ίσια κι αρχινάω…».

Το μπουζούκι λοιπόν πήγε στο Παρίσι, αλλά έκανε μια γενναία στάση στις Κάννες, εκεί όπου το ζεύγος Ζυλ Ντασσέν και Μελίνα έμαθαν σε όλο τον καλό κόσμο τι σημαίνει ελληνικό γλέντι με μπουζούκια, με σπασίματα, με χορό και με τσακίρ κέφι μέχρι πρωίας. Και καταλήγει ο Γιώργος Ζαμπέτας: «Με είχε πιάσει το πατριωτικό μου κάργα και λέω: Τώρα, μπαγάσηδες, θα σας πάρουμε τους κοντυλοφόρους κι αύριο θα γίνει της τρελής. Είχε πάει ώρα εφτάμισι το πρωί, είχε βγει ο ήλιος και δεν είχε φύγει ούτε ένας. Και να ληφθεί υπόψη ότι από τις δωδεκάμισι έπαιζα τελείως μόνος. Εντέλει, απόκαμα. Δεν άντεξα. Λέω: Παιδιά, τελειώσαμε».

Στην πραγματικότητα εκείνο το γλέντι στις Κάννες ήταν μια παράσταση, μια πρόγευση, αν θέλετε, από τη θρυλική ταινία «Ποτέ την Κυριακή», για έναν λαό ναΐφ που προσπαθούσε να ενώσει τα κομμάτια της μεταπολεμικής Ελλάδας και να ζήσει στην αγκαλιά της. Και ο Ζαμπέτας με το μπουζούκι του ήταν ο σημαιοφόρος αυτής της προσπάθειας. Ήταν, ας πούμε, ένα γλυκό όνειρο μιας βραδιάς που είχε αίσιο τέλος, αν σκεφτεί κανείς πως ένα χρόνο μετά ο Μάνος κέρδισε το Όσκαρ για τα πολύκροτα «Παιδιά του Πειραιά».

Ένα Όσκαρ στα σκουπίδια

«Πάλεψα χρόνια για ν’ αφαιρέσω αυτό τον "τίτλο τιμής" από την πλάτη μου…». Μια δήλωση από τις πολλές, με τις οποίες ο Μάνος Χατζιδάκις προσπάθησε να αποποιηθεί την τιμή της διάκρισης που ήρθε από εκεί που δεν το περίμενε, για κάτι στο οποίο ο ίδιος δεν έδινε και πολλή σημασία. Είναι γνωστή η ιστορία σύμφωνα με την οποία το χρυσό αγαλματίδιο, σύμβολο του περίβλεπτου βραβείου Όσκαρ, βρέθηκε στα σκουπίδια της οικίας του συνθέτη και διασώθηκε την τελευταία στιγμή από την αδερφή του.

Ακόμα κι αν αποτελεί αστικό μύθο, η στάση του Μάνου απέναντι στο Όσκαρ ήταν δεδομένη. Η δύστροπη στάση του απέναντι στο βραβείο συμπαρέσυρε και τη Μαρία Κάλλας, με την οποία συνέτρωγε το 1963 σε ρεστοράν των Παρισίων, όταν κάποια στιγμή ήρθαν από πάνω τους τέσσερις μουσικοί και έπαιζαν τα «Παιδιά του Πειραιά». Η Ελληνίδα σοπράνο, ως δείγμα φιλοφρόνησης προς το πρόσωπό του, άρχισε να το τραγουδά, με αποτέλεσμα να καθηλώσει την πελατεία του ρεστοράν. Όταν τελείωσε το τραγούδι, ο Μάνος Χατζιδάκις έσκυψε και της είπε στο αυτί: «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου θα τραγουδούσε τόσο μέτρια αυτό το μέτριο τραγούδι».

Το... φάουλ του Μάνου στον Μητσάκη

Η συλλογή κλασικών λαϊκών τραγουδιών σε ορχηστρική μορφή, που παρουσίασε ο Χατζιδάκις με τίτλο «Πασχαλιές Μέσα από τη Νεκρή Γη», άναψε φωτιές. Σε αυτά συγκαταλέγονταν δημιουργίες του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου και του Μητσάκη.

Στο εξώφυλλο του δίσκου ωστόσο έλειπαν οι συνθέτες. Κάποια τραγούδια επίσης είχαν μετονομαστεί. Για παράδειγμα, η «Φραγκοσυριανή» έγινε «Επιμονή», αφού, όπως εξηγούσε ο Χατζιδάκις, στη φράση «μια φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά» ο Βαμβακάρης μελοποιεί εννέα συλλαβές με μία και μόνη νότα. Εκείνος που αντέδρασε ήταν ο Γιώργος Μητσάκης για το… ορφανό «Φτωχό κομπολογάκι», που περιλαμβανόταν στον δίσκο. Ο συνθέτης μήνυσε τον Χατζιδάκι, ζητώντας αποζημίωση ενός εκατομμυρίου δραχμών.

Παρά τις προσπάθειες συμβιβασμού, η υπόθεση οδηγήθηκε στο δικαστήριο, όπου δόθηκε «ρεσιτάλ μπουζουκιού», όπως έγραφε ο Τύπος της εποχής. Στη δίκη, που αναβλήθηκε ουκ ολίγες φορές, ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι δεν ανέφερε τα ονόματα των συνθετών «για να μη χάσει η δημιουργία του την ενότητά της».

«Το λαϊκό τραγούδι δεν είναι μπαξέ τσιφλίκι» υποστήριξε ο Μίκης Θεοδωράκης ως μάρτυρας κατηγορίας. Ο Μίκης δήλωσε ευθαρσώς: «Δεν έπρεπε να το κάνει αυτό στον Μητσάκη». Ο Μητσάκης μέσα στην αίθουσα αποκάλεσε «κλέφτη» τον Χατζιδάκι. «Τα ποσοστά μου τα εισέπραξα, αλλά η ηθική βλάβη που μου προκαλέσατε είναι μεγάλη. Το "Κομπολογάκι" είναι το πρώτο μου τραγούδι, αυτό που με έκανε Μητσάκη» διατράνωσε ο ενάγων.

Η κόντρα είχε αποτέλεσμα ο δίσκος να αποσυρθεί και να επανακυκλοφορήσει την επόμενη χρονιά με «Το τραγούδι του γερο-ναύτη» ή «Ναύτη γερο-ναύτη» του Χατζιδάκι και του Ιάκωβου Καμπανέλλη, από το θεατρικό έργο του δεύτερου «Παραμύθι χωρίς όνομα», αντί για το «Φτωχό κομπολογάκι μου». Ο Μητσάκης ήρθε σε ρήξη με τον τότε ισχυρό άνδρα της «Κολούμπια» και έφυγε από την εταιρεία,υπογράφοντας συμβόλαιο με την «αντίπαλη» «Οντεόν-Πάρλοφον» του Μίνωα Μάτσα. (Πηγή πληροφοριών mixanitouxronou.gr).

Το κουρασμένο παλικάρι

Ο Μίκης Θεοδωράκης αρέσκεται να μιλά συχνά για το τέλος της συνεργασίας του με τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα. Υποτίθεται ότι πήγαν μια μέρα και τον βρήκαν εντελώς σκασμένοι. Είχε προηγηθεί ένα ραντεβού στο σπίτι του Χατζιδάκι. Ο διευθυντής της «Κολούμπια» ο Τάκης Λαμπρόπουλος είχε ζητήσει από το λαοφιλές ντουέτο να επισκεφθεί τον συνθέτη και να ακούσει τα τραγούδια που προόριζε για αυτούς. Η εμπειρία της επίσκεψης καταγράφεται από τον ίδιο τον Θεοδωράκη που μετέφερε τα λόγια του Στέλιου και της Μαρινέλλας:

«Πήγαμε σήμερα στις 10, χτυπήσαμε το κουδούνι και μας άνοιξε η μητέρα του, η οποία μας οδήγησε στο σαλόνι. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και είχε ημίφως. Αφού περιμέναμε πάνω από μισή ώρα, μπαίνει ο κ. Μάνος, ο οποίος φορούσε μια μαύρη ρόμπα και μαύρα γυαλιά. Μας χαιρέτησε ευγενικά και κάθισε στο πιάνο. Φαινόταν πως δεν είχε ξυπνήσει ακόμα, γιατί έπαιζε πολύ σιγά, τα δε τραγούδια του ήταν πολύ παράξενα για μας».

Τον παρακάλεσαν έκτοτε να τραγουδούν μόνο δικά του τραγούδια, αλλά δεν ήθελαν κιόλας τον Μπιθικώτση στα πόδια τους. Ο Θεοδωράκης, που ετοίμαζε το «Άξιον Εστί» για τον Στέλιο και τον Γρηγόρη, δεν τους έκανε αυτό το χατίρι κι έτσι χώρισαν οι δρόμοι τους.

Ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα βέβαια ερμήνευσαν τα τέσσερα κομμάτια που προόριζε για αυτούς ο Μάνος και τα ερμήνευσαν σύμφωνα με τη θεοδωρακική εκδοχή, που περιελάμβανε και το λαμπερό μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη. Λέγεται μάλιστα πως ο Χατζιδάκις ενθουσιάστηκε από τα σιγόντα της Μαρινέλλας, αλλά και από τον όγκο της φωνής του Καζαντζίδη. Προέβλεψε ότι θα χρειαστούν εκατό χρόνια για να ξαναβγεί τέτοιος τραγουδιστής και μάλλον δεν είχε άδικο.

Σκληρός Απρίλης του '45

Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας/
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας/
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας/
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές…

Η αρχή από την «Έρημη Χώρα» του Έλιοτ, σε μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη, πρώτη έκδοση, «’Ικαρος», Ιούλιος 1936.

Ο δίσκος του Μάνου Χατζιδάκι «Σκληρός Απρίλης του '45», ηχογραφημένος το σωτήριο έτος 1974, αναφέρεται σε εκείνη τη σκληρή αλλά ρομαντική εποχή. «Τότε ακριβώς που ανακαλύψαμε τα ρεμπέτικα», όπως γράφει στο εισαγωγικό κείμενο ο Κώστας Ταχτσής.

Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά, ακόμα ένας σκληρός Απρίλης προβάλλει στον ορίζοντα. Ας ευχηθούμε κι ας ελπίσουμε πως θα είναι ο τελευταίος.