Επιστροφή από τις διακοπές: Να πας και να μη γυρίσεις...

Λίγο πολύ όλοι έχουμε ταλαιπωρηθεί κατά τα το ταξίδι της επιστροφής από τις διακοπές. Σκηνές οικείες σε όσους έχουν ταξιδέψει με πλοίο...

 

Επιστροφή από τις διακοπές: Να πας και να μη γυρίσεις...

Το «Να πας και να μη γυρίσεις…» δεν είναι κατάρα. Ευχή είναι, όταν μιλάμε για την αυγουστιάτικη επιστροφή από διακοπές, και δη από νησί… Είναι τέτοια η ταλαιπωρία του ταξιδιού με το πλοίο, που μέσα σε λίγες ώρες αδειάζεις όση ενέργεια έχεις αντλήσει από τις δέκα μέρες ξεγνοιασιάς.

Ξεκινάς το ταξίδι με την καλύτερη διάθεση. Καλές οι διακοπές αλλά σαν το σπίτι σου, πουθενά… Κατεβαίνεις στο λιμάνι, στην ώρα σου. Το πλοίο δεν είναι εκεί αλλά «θα έρθει». Παρκάρεις και περιμένεις… Πίσω, μπρος, δεξιά, αριστερά, παντού αυτοκίνητα. Είναι ντάλα μεσημέρι, ο ήλιος καίει και δεν υπάρχει ούτε ένα μέτρο σκιας…

Άνθρωποι και ζώα ξεροσταλιάζουν στην προβλήτα. Περνάει ο ντελάλης του νησιού. Το μεγάφωνο στη διαπασών, η φωνή του τρυπάει τα αυτιά: «Ελάτε στο πανηγύρι του χωριού…» Σκέφτεσαι, δεν μπορεί, πλάκα θα κάνει για να προσκαλεί εμάς που φεύγουμε...

Στο διπλανό αυτοκίνητο, ξαφνικά πανικός. Φωνές, κακό. Μεμιάς όλα τα βλέμματα στρέφονται κατά κει. Μια γυναίκα χειρονομεί και ωρύεται. Ο σύζυγος σπεύδει ανήσυχος. Τρέχουν κι άλλοι. Μαζεύεται κόσμος που θέλει να δει, περίεργος να μάθει τι έχει συμβεί.

Ωστόσο, τέλος καλό, όλα καλά. Το χαμένο τάπερ με τα κεφτεδάκια που είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά για το ταξίδι, βρέθηκε. Είχε κυλήσει κάτω από το κάθισμα… Ο κόσμος γελάει. Κι εσύ μαζί...

Όσο προχωράει το μεσημέρι ο ήλιος καίει όλο και πιο πολύ… Η δίψα βασανίζει δίποδα και τετράποδα. Το περίπτερο στο λιμάνι κάνει χρυσές δουλειές. Σε λίγο, «εμφιαλωμένα τέλος».

Μα να που το πλοίο μπαίνει –επιτέλους- στο λιμάνι. Οι οδηγοί τρέχουν όλο φούρια στα αμάξια. Ο έλεγχος των εισιτηρίων γίνεται στο πάρκινγκ. Κάποιος δεν βρίσκει τα εισιτήρια. Κάνει άνω-κάτω το αμάξι. Αρπάζεται με τη γυναίκα του. Τα παιδιά κλαίνε. Ο λιμενικός συνιστά ψυχραιμία. Τελικά τα βρίσκει, ο συναγερμός λήγει…

Αρχίζει η επιβίβαση. Το πλήρωμα καθοδηγεί τις μανούβρες στο γκαράζ. «Έλα, έλα, έλα κι άλλο, πιο δεξιά, ώπα, καλώς». Τι καλώς; Έχουν παρκάρει τα αυτοκίνητα τόσο κολλητά το ένα στο άλλο που είναι αδύνατο να ανοίξει η πόρτα για να βγει ο οδηγός.

Για να βγουν από το γκαράζ οι επιβάτες στριμώχνονται σαν τα ζώα στο παχνί περνώντας ανάμεσα στα Ι.Χ . Οι αποσκευές τους γρατζουνάνε πόρτες και φτερά, οι φαναρτζήδες τρίβουν τα χέρια τους, κι άλλα έξοδα, μη προϋπολογισμένα αυτά, του ταξιδιού.

Πάνω, σε περιμένει νέα πρόκληση. Πρέπει να γίνεις Σέρλοκ Χολμς για να ανακαλύψεις την αριθμημένη θέση σου. Τριγυρίζεις σαν χαμένος με το εισιτήριο στο χέρι, πάνω-κάτω, ψάχνοντας το κάθισμα αριθμός τάδε Κι όταν επιτέλους το βρίσκεις, εννιά στις δέκα φορές είναι κατειλημμένο.

Εκείνος ή εκείνη κάνει πάντα την ανήξερη και πρέπει να επιστρατεύσεις όλη σου την ευγένεια για να της εξηγήσεις. Θα σηκωθεί, όχι πάντως χωρίς να σου δείξει την ενόχλησή της (του) και θα πάει να θρονιαστεί λίγο παρακάτω στο πρώτο αδειανό κάθισμα που θα βρει μπροστά του (της).

Με αυτά και με αυτά, έχεις ξαναδιψάσει. Πας στο μπαρ να πάρεις νερό αλλά βλέποντας την ουρά που έχει σχηματιστεί, αλλάζεις γνώμη. Η κύστη σου στο μεταξύ σε πιέζει και πρέπει να την αδειάσεις. Στην τουαλέτα όμως άλλη ουρά. Οκτώ καμπίνες και όλες γεμάτες. Κι απ΄εξω περιμένουν άλλοι τόσοι για να ξαλαφρώσουν…

Θέλοντας και μη, στήνεσαι στην ουρά. Μετά από ώρα, έρχεται επιτέλους η σειρά σου. Δεν προλαβαίνεις όμως να ξεκουμπωθείς και κάποιος βροντάει την πόρτα. Ανοίγεις με επιφύλαξη. Ο τύπος απολογητικός. «Συγγνώμη, άφησα το κινητό μου πάνω στο καζανάκι».

Πάει κι αυτό. Τώρα θα αράξεις, σκέφτεσαι. Έχεις μαζί και το καινούργιο βιβλίο που αγόρασες στο νησί και το έχεις ψιλοαρχίσει. Να διαβάσεις όμως είναι αδύνατο. Τα γράμματα χορεύουν μπροστά στα μάτια σου γιατί το πλοίο κάνει ένα φοβερό τρέμουλο. Σε πιάνει απελπισία. Πώς θα περάσουν τόσες ώρες δίχως διάβασμα;

Έστω, να κοιμηθείς. Τυλίγεις στο σβέρκο το σούπερ ντούπερ φουσκωτό μαξιλαράκι, ρίχνεις το κάθισμα αλλά πάνω που κλείνεις τα μάτια, ανοίγουν τα… ρουθούνια σου από μια έντονη μυρωδιά που σου ανακατώνει το στομάχι. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, που έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι… Κάποια, εκεί κοντά, έχει ανοίξει το τάπερ με τα κεφτεδάκια…