Χειμερινή κολύμβηση (μέρος Β’)

Κατά την είσοδο του σώματος στο κρύο νερό εκδηλώνεται άμεσα μια αντανακλαστική απάντηση από το καρδιοκυκλοφορικό, αναπνευστικό, νευροορμονικό και μεταβολικό σύστημα, που πυροδοτείται από ειδικούς υποδοχείς (θερμογόνοι δέκτες) που βρίσκονται στο δέρμα.

Χειμερινή κολύμβηση (μέρος Β’)

Από τους υποδοχείς το ερέθισμα μεταφέρεται μέσω νεύρων στον εγκέφαλο (υποθάλαμο) όπου βρίσκεται το θερμορυθμιστικό κέντρο, ρόλος του οποίου είναι η διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματος σε ανεκτά για τη ζωή επίπεδα. Άμεσα εκδηλώνονται ταχυκαρδία, γρήγορες αναπνοές (ταχύπνοια) και αύξηση της αρτηριακής πίεσης, ενώ σε 3 έως 6 λεπτά οι αντιδράσεις αυτές μειώνονται κατά το ήμισυ. Αυτό οφείλεται στο ότι οι δερματικοί υποδοχείς αναισθητοποιούνται (μουδιάζουν). Ταυτόχρονα κινητοποιούνται μηχανισμοί σύσπασης των αγγείων του δέρματος και των άκρων και προκαλείται παραγωγή θερμότητας (θερμογένεση). Κατά την αγγειοσύσπαση των επιφανειακών αγγείων το αίμα παροχετεύεται στους βαθύτερους ιστούς, δηλαδή στον πυρήνα του σώματος (καρδιά, εγκέφαλος, νεφρά, σπλάχνα). Αυτό συνεπάγεται την παρεμπόδιση της απώλειας θερμότητας στο κρύο νερό από τα αγγεία του δέρματος και έτσι κατορθώνεται καλύτερη μόνωση. Ταυτόχρονη είναι η θεαματική αύξηση του μεταβολισμού, μέσω του μηχανισμού του ρίγους και της σύσπασης των μυών. Στην εκτόξευση του μεταβολισμού και στην παραγωγή θερμότητας συμβάλλουν σημαντικά και το έντονο κολύμπι και, σε κάποιον βαθμό, το φαιό λίπος.

Στην υποθερμική προσαρμογή η δυσανεξία, το ρίγος και η σύσπαση των μυών καθώς και η αυξημένη αρτηριακή πίεση και οι σφίξεις μετά από λίγες εβδομάδες τείνουν να μειώνονται και το υποθερμικό σοκ γίνεται πιο ανεκτό. Αυτό σημαίνει ότι ο οργανισμός γίνεται πιο φειδωλός στην κατανάλωση ενέργειας και μπορεί να ανεχθεί καλύτερα τις χαμηλές θερμοκρασίες. Επομένως με την επαναλαμβανόμενη έκθεση στο κρύο το νευρικό σύστημα ενοχλείται λιγότερο, οι αντιδράσεις του σώματος είναι ηπιότερες, η ενεργοποίηση των ορμονών του στρες, αδρεναλίνης, νοραδρεναλίνης και ορμονών του θυρεοειδούς είναι μικρότερες και το σώμα μπορεί να επιβιώσει περισσότερο σε χαμηλές θερμοκρασίες πυρήνα.

Όταν η θερμοκρασία του νερού είναι ιδιαίτερα χαμηλή, τότε οι μηχανισμοί προσαρμογής ανεπαρκούν και η απώλεια θερμότητας είναι μεγαλύτερη της θερμογένεσης, οπότε η θερμοκρασία του σώματος αρχίζει να πέφτει. Αν και ο κολυμβητής αυξάνει την ένταση της κολύμβησης, οι απώλειες θερμότητας είναι μεγαλύτερες, οι μύες αρχίζουν να παγώνουν, τα επίπεδα του γαλακτικού οξέως αυξάνονται απότομα και οι κινήσεις γίνονται ασύγχρονες και δύσκολες, λόγω μεταβολών στις φυσικές και χημικές ιδιότητες των μυών. Διαταράσσονται ο συντονισμός των κινήσεων, η νευρική μετάδοση των ερεθισμάτων στους μυς και ελαττώνεται η ενζυματική δραστηριότητα των μυών, με συνέπεια να ελαττώνεται η παραγωγή δύναμης και αποδοτικότητας.

Σε θερμοκρασίες νερού κάτω από 12 βαθμούς Κελσίου την αρχική ταχυκαρδία διαδέχονται βραδυκαρδία, βραδεία αναπνοή, μεγάλη πτώση της θερμοκρασίας των μυών και περαιτέρω πτώση της θερμοκρασίας του πυρήνα σε επίπεδα κάτω από 35,5 βαθμούς Κελσίου, με συνέπεια τη δυσλειτουργία των οργάνων (υποθερμία). Η πτώση της θερμοκρασίας του εγκεφάλου επηρεάζει το επίπεδο συνείδησης, με συμπτώματα απώλειας προσανατολισμού, μνήμης, κολλώδη ομιλία. Αυτό οφείλεται στη μείωση της αιμάτωσης και στην κακή οξυγόνωση του εγκεφάλου, που μπορεί να οδηγήσουν σε τετανικούς σπασμούς, αρρυθμίες ή καρδιακή ανακοπή και πνιγμό. Στην υποθερμία η ρύθμιση της αναπνοής είναι διαταραγμένη και η (θεραπευτική) χορήγηση οξυγόνου μπορεί να επιφέρει περαιτέρω μείωση των αναπνοών και αναπνευστική ανακοπή

Δρόσος Βενετούλης

Πνευμονολόγος, τ. δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά