Άσκηση και ορμονική αλληλεπίδραση

Πολλοί αθλητές πιστεύουν ότι για να έχουν την απαιτούμενη ενέργεια πριν από τον αγώνα ή μια προπόνηση χρειάζεται να έχει προηγηθεί ένα γεύμα. Η ανθρώπινη μηχανή έχει αποθηκευμένες τεράστιες ποσότητες ανενεργού καυσίμου υπό μορφής λίπους, ένα μέρος του οποίου μπορεί να κινητοποιήσει με την κατάλληλη άσκηση και την αυξημένη κινητική δραστηριότητα.

Άσκηση και ορμονική αλληλεπίδραση

Όσες περισσότερες ώρες λειτουργεί τόσο περισσότερο χρησιμοποιεί το λίπος ως καύσιμο και τόσο καλύτερα τα όργανα και τα κύτταρα απαντούν στις ορμόνες που κινητοποιούν το καύσιμο, όπως η ινσουλίνη. Η άσκηση σε κατάσταση νηστείας μειώνει τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα και αυξάνει τα επίπεδα της αυξητικής ορμόνης GH και της τεστοστερόνης που παράγει ο οργανισμός. Μετά την άσκηση αυξάνεται τόσο η αυξητική ορμόνη όσο και η ινσουλίνη.

Υπάρχει μια ιδεώδης σχέση μεταξύ αυξητικής ορμόνης και ινσουλίνης που προάγει την άριστη υγεία. Η άσκηση βοηθά την ιδανική αναλογία αυξάνοντας την παραγωγή της αυξητικής ορμόνης και βοηθώντας την ανάπλαση του μυϊκού ιστού (αναβολισμός). Αντίθετα, η αυξημένη ινσουλίνη με χαμηλή αυξητική ορμόνη οδηγεί στην αυξημένη εναπόθεση λίπους και την παχυσαρκία. Δεκαπέντε λεπτά μετά την έναρξη της άσκησης αρχίζει να αυξάνεται η αυξητική ορμόνη και να μειώνεται ταυτόχρονα η ινσουλίνη.

Επομένως, η αυξητική ορμόνη παίζει βασικό ρόλο στον σχηματισμό, τη διατήρηση και την αναγέννηση-υπερτροφία που παρατηρείται στους μύες που ασκούνται. Η χαμηλή αυξητική ορμόνη επιβραδύνει τον ρυθμό ανάκτησης, λόγω καθυστερημένης ανασύνθεσης του μυϊκού ιστού.

Η άσκηση σε συνθήκες νηστείας επηρεάζει-σταθεροποιεί τον μεταβολισμό και τη βιοχημεία των μυών και τη στάθμη της γλυκόζης του αίματος. Η μακροπρόθεσμη νηστεία όμως επιβραδύνει τον μεταβολισμό και την απόδοση, λόγω διάσπασης και απώλειας του μυϊκού ιστού, εξαιτίας της χρησιμοποίησης της πρωτεΐνης ως καύσιμο. Για να χρησιμοποιηθεί, λοιπόν, το λίπος ως καύσιμο χρειάζεται την πυροδότηση (γόμωση) μέσω υδατανθράκων γι’ αυτό σε άσκηση μέτριας ή μεγάλης έντασης, όπως διαλειμματικές ή τέμπο είναι ωφέλιμη η πρόσληψη υδατανθράκων.

Ύστερα από ένα γεύμα η αύξηση του σακχάρου του αίματος διεγείρει το πάγκρεας προς έκκριση ινσουλίνης η οποία μειώνει το σάκχαρο του αίματος επειδή το εισάγει στα μυϊκά και λιπώδη κύτταρα. Όταν η γλυκόζη μειωθεί στο αίμα μία αντίθετη ορμόνη της ινσουλίνης, η γλυκαγόνη, διεγείρει το ήπαρ να παραγάγει γλυκόζη και ταυτόχρονα μειώνεται σημαντικά η έκκριση ινσουλίνης.

Εν τω μεταξύ, τα μυϊκά κύτταρα γίνονται πιο ευαίσθητα στην υπάρχουσα ινσουλίνη, οπότε προσλαμβάνουν πιο αποτελεσματικά τη γλυκόζη. Με άλλα λόγια, όταν τρέχουμε γίνεται ταυτόχρονα πρόσληψη γλυκόζης από τους μύες μέσω της ινσουλίνης και παραγωγή γλυκόζης μέσω της γλυκαγόνης. Είναι σαφής η αντίθετη-αντιρροπιστική δράση των δύο ορμονών.

Οι διαβητικοί δρομείς που δεν κάνουν χρήση ινσουλίνης ή χρησιμοποιούν ελάχιστη ποσότητα δεν παθαίνουν υπέρ ή υπογλυκαιμικά επεισόδια, λόγω της άριστης ισορροπίας μεταξύ ινσουλίνης και γλυκαγόνης. Αν όμως καταναλώσουν μεγάλη ποσότητα υδατανθράκων πριν ή κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε άσκησης μπορεί να αναπτύξουν υπεργλυκαιμία. Επίσης, πολύ έντονη αναερόβια άσκηση προάγει την υπεργλυκαιμία όταν η γλυκόζη είναι ήδη αυξημένη.

Ο κίνδυνος της υπεργλυκαιμίας μειώνεται όταν η έντονη αναερόβια άσκηση παρεμβάλλεται στα ενδιάμεσα διαστήματα της αερόβιας άσκησης. Υπογλυκαιμικά επεισόδια μπορούν να συμβούν 6-15 ώρες μετά την άσκηση και συμβαίνουν τις νυχτερινές ώρες σε άτομα που λαμβάνουν μεγάλες δόσεις ινσουλίνης. Κατά τη μέτριας έντασης αερόβια άσκηση, περιοδική αύξηση της ταχύτητας για λίγα λεπτά, όπως υψηλής έντασης αναερόβια άσκηση διάρκειας δέκα λεπτών, καθώς και άσκηση με βάρη μειώνουν τον κίνδυνο της υπογλυκαιμίας.

Δρόσος Βενετούλης

Πνευμονολόγος, τ. Δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά