Το ενεργειακό αδιέξοδο της Ευρώπης

Η Ευρώπη βιώνει τη μεγαλύτερη ενεργειακή κρίση μέσα στη νέα χιλιετία, καθώς το φυσικό αέριο μοιάζει αγαθό ακριβοθώρητο και οι εναλλακτικές λύσεις περιορίζονται δραματικά μέρα με τη μέρα.

 Το ενεργειακό αδιέξοδο της Ευρώπης

Με φόντο τον επικείμενο χειμώνα, η Ενωμένη Ευρώπη τρέχει και δεν φτάνει προσπαθώντας μάταια να καλύψει το έλλειμμα ενέργειας που απειλεί να καταστρέψει εθνικές οικονομίες, βιομηχανία αλλά και τους ίδιους τους καταναλωτές.

Δεν είναι μόνο οι τιμές του φυσικού αερίου που πήραν την ανηφόρα με τις αστοχίες του διευθυντηρίου των Βρυξελλών πριν και μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Είναι και η απροθυμία των Ρώσων που εκδικούνται τώρα τους Ευρωπαίους για τις κυρώσεις της Δύσης και παρέχουν το φυσικό αέριο με το σταγονόμετρο.

Μετά το φυσικό αέριο το… χάος!

Υποτίθεται ότι η Ευρώπη έχει εναλλακτικές επιλογές, τώρα που η κατάσταση με το φυσικό αέριο έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Ωστόσο όλες, χωρίς εξαίρεση, από τον άνθρακα μέχρι την πυρηνική ενέργεια και τις ανανεώσιμες πηγές, για την κάλυψη του ενεργειακού της κενού, παραμένουν εξαιρετικά περιορισμένες και δραματικά δαπανηρές. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ανακοινώνουν συνεχώς μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν μεγαλύτερες ποσότητες καυσίμων, να στηρίξουν τους καταναλωτές και να περιορίσουν τη ζήτηση ενόψει της συνεχιζόμενης κρίσης. Όμως η ενεργειακή καταιγίδα πλησιάζει και τίποτα δεν φαίνεται ικανό να τη σταματήσει.

Φυσικό αέριο, υγροποιημένο αέριο και το κοίτασμα Γκρόνιγκεν

Στα μέσα Ιουνίου ο ενεργειακός ανεφοδιασμός της Ευρώπης δέχτηκε διπλό πλήγμα. Μια μεγάλη έκρηξη στις εγκαταστάσεις του υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) του Freeport στην πολιτεία του Τέξας στις ΗΠΑ έθεσε εκτός λειτουργίας για 90 μέρες τον σημαντικό αυτόν εξαγωγέα προς την Ευρώπη. Ταυτόχρονα, ο όμιλος GAZPROM, με έδρα τη Μόσχα, μείωσε τις ροές προς την Ευρώπη από 167 εκατομμύρια κυβικά μέτρα ανά ημέρα (MMcmd) σε 67 εκατομμύρια (MMcmd), αφαιρώντας ακόμα 7,5% από το σύνολο της προσφοράς και 60% από τη δυναμικότητά του.

Οι εναλλακτικές λύσεις που προκρίθηκαν για την κάλυψη του κενού δεν φαίνεται να λύνουν το πρόβλημα. Η Νορβηγία εξάγει τα πλεονάσματά της, που όμως κρίνονται ανεπαρκή, ενώ και η αύξηση των εισαγωγών από το Αζερμπαϊτζάν και την Αλγερία αποδεικνύεται τελικά περιορισμένη. Εάν προκύψει κάποια ουσιαστική μεταβολή, αυτή θα μπορούσε να προέλθει από την Ολλανδία και το κοίτασμα του Γκρόνιγκεν, αλλά από το 2014 αυτός ο ενεργειακός γίγαντας περιορίζει συνεχώς τη συνεισφορά του στην ενεργειακή αυτάρκεια της Ευρώπης, καθώς η έντονη σεισμική δραστηριότητα που σημειώνεται στην περιοχή εδώ και δέκα χρόνια αποδόθηκε σε δραστηριότητες που έχουν σχέση με τα πλούσια κοιτάσματα φυσικού αερίου. Η Ευρώπη πιέζει τώρα για ενεργοποίηση των κοιτασμάτων του Γκρόνιγκεν, αλλά η ολλανδική κυβέρνηση έχει αποδεχθεί μια ελάχιστη παραγωγή στο επόμενο χρονικό διάστημα μέχρι τον Οκτώβριο του 2023.

Λιγνίτης και λιθάνθρακας

Αποτελεί ειρωνεία της Ιστορίας η προ καιρού δήλωση του Ολλανδού επιτρόπου ενέργειας της Ενωμένης Ευρώπης Φρανς Τίμερμανς πως το φυσικό αέριο δεν πρέπει να θεωρηθεί γέφυρα για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια. Ο κύριος Τίμερμανς δαιμονοποίησε προφανώς μια πηγή ενέργειας που σε καμία περίπτωση δεν είναι τόσο επιβαρυντική για το περιβάλλον, όπως για παράδειγμα ο λιγνίτης και ο λιθάνθρακας. Έλα όμως που το έφεραν έτσι η πολιτική και η οικονομική κατάσταση, ώστε σήμερα η Ευρώπη να αναγκάζεται να επιστρέψει στον ενεργειακό μεσαίωνα του λιγνίτη και του άνθρακα. Σε αυτήν την οπισθοδρόμηση πρωτοστατεί η Γερμανία που διαθέτει το μεγαλύτερο δίκτυο σταθμών παραγωγής ενέργειας από άνθρακα και η γερμανική κυβέρνηση είναι έτοιμη να αυξήσει το όριο των ρύπων, κίνηση καταστροφική για το περιβάλλον, προκειμένου να καλυφθεί ένα μέρος έστω της παραγωγής με τον εξαιρετικά ρυπογόνο αμερικανικό λιθάνθρακα.

Πυρηνική ενέργεια

Προ δεκαπενταετίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (συμπεριλαμβανομένης και της Βρετανίας) λειτουργούσαν 152 πυρηνικοί αντιδραστήρες, καλύπτοντας το 33% των συνολικών ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης, όταν στις ΗΠΑ καλυπτόταν μόλις το 18%. Η ενίσχυση της παραγωγής μέσω των πυρηνικών εργοστασίων θεωρήθηκε τότε ως μία σημαντική εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της εκπομπής ρύπων με φόντο την κλιματική αλλαγή.

Όμως η πυρηνική ενέργεια σταδιακά περιθωριοποιήθηκε, κυρίως λόγω των γερμανικών αντιδράσεων, προς όφελος του φυσικού αερίου που κάλυψε το 25% της πρωτογενούς κατανάλωσης ενέργειας. Αν και η ίδια η Γερμανία είχε τη δυνατότητα εγχώριας παραγωγής φυσικού αερίου με υδραυλική θραύση (fracking), το Βερολίνο απαγόρευσε την αξιοποίηση της συγκεκριμένης τεχνολογίας για περιβαλλοντικούς λόγους με αποτέλεσμα η χώρα να στραφεί σε εισαγωγές από τη Ρωσία, την Ολλανδία και τη Νορβηγία, για να καλύψει το 97% των αναγκών της.

Την τελευταία δεκαπενταετία οι πυρηνικοί σταθμοί σε όλη την Ευρώπη έκλειναν ο ένας μετά τον άλλον. Με αυτήν την τακτική η Γαλλία, που τα προηγούμενα χρόνια ήταν ισχυρός εξαγωγέας ενέργειας, κατέληξε «φτωχός συγγενής».

Τώρα η Γερμανία αναγκάζεται εκ των συνθηκών να παρατείνει τη λειτουργία πυρηνικών σταθμών που οδηγούνταν σε κλείσιμο και το παράδειγμά της θα ακολουθήσουν προφανώς και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Οι ανανεώσιμες πηγές

Όλα υποτίθεται πως έγιναν για να φτάσουμε κάποτε στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να αντιστρέψουμε την περιβαλλοντική επιβάρυνση που οδηγεί αναμφίβολα στον εφιάλτη της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο η υπεραισιοδοξία των Ευρωπαίων πολιτικών όσον αφορά την παρούσα συνεισφορά των ανανεώσιμων πηγών και τα φουσκωμένα νούμερα που δίνουν οι Γερμανοί για την αιολική και ηλιακή ενέργεια δεν βοηθούν στην αποκλιμάκωση της κρίσης.

Η δυνατότητα της Ευρώπης να διαχειριστεί χωρίς προβλήματα τις αυξημένες ενεργειακές ανάγκες της χειμερινής περιόδου θα εξαρτηθεί από το εάν και κατά πόσον θα επιτύχει ουσιαστικές μειώσεις της κατανάλωσης και εάν με την είσοδο στη φθινοπωρινή περίοδο θα έχει αυξήσει ουσιαστικά τις εισαγωγές και την εγχώρια παραγωγή. Για τον λόγο αυτόν κάθε χώρα ξεχωριστά αλλά και όλες μαζί οφείλουν να υπολογίσουν όλες τις δυνατές επιλογές, αξιοποιώντας με κάθε τρόπο ακόμα και τα τελευταία ψήγματα της ενεργειακής παραγωγής.

Όσον αφορά τις προτάσεις για την επιβολή ακόμα και δελτίου, κρίνονται επιεικώς ανόητες και ο διευθύνων σύμβουλος Mάρκους Στίλμαν του γιγαντιαίου γερμανικού ομίλου χημικών COVESTRO προειδοποιεί την κυβέρνηση για μερική ή και ολική διακοπή της λειτουργίας των βιομηχανιών και κατάρρευση των εφοδιαστικών αλυσίδων.