Στο περιθώριο ενός έπους

Η διετία 1940-41 αποτελεί  αναμφίβολα για την Ελλάδα σημείο αναφοράς και εθνικής υπερηφάνειας. Μια μικρή χώρα κατάφερε να αντισταθεί σθεναρά στις δυνάμεις του Άξονα καταφέρνοντας πλήγματα όχι μόνο στη στρατιωτική μηχανή Χίτλερ-Μουσολίνι αλλά και στο γόητρο των δύο φιλόδοξων τυράννων. Το «ΦΩΣ» επισημαίνει δέκα  χαρακτηριστικές λεπτομέρειες στο περιθώριο της τιτάνιας αυτής αναμέτρησης.

Στο περιθώριο ενός έπους

Το «ΟΧΙ» εις τη γαλλικήν

Ο Ιωάννης Μεταξάς, παρότι φιλογερμανός και εμπνευστής ενός καθεστώτος συγγενικού με τα αντίστοιχα της Γερμανίας και της Ιταλίας, δεν θέλησε να συνταχθεί με τους εισβολείς, καθώς πίστευε ότι τον πόλεμο θα κέρδιζε η χώρα που είχε την υπεροχή στη θάλασσα, δηλαδή η Βρετανική Αυτοκρατορία, και δικαιώθηκε έστω κι αν χρειάστηκε η αμερικανική παρέμβαση. Όταν ο Ιταλός πρέσβης Εμανουέλε Γκράτσι τού επέδωσε τη διακοίνωση γεμάτη από κατηγορίες προς την Ελλάδα, ο Μεταξάς έπρεπε να αποδεχθεί την εγκατάσταση σε στρατηγικά σημεία της ελληνικής επικράτειας ιταλικών δυνάμεων που θα εξασφάλιζαν την «ουδετερότητα» σε εθνοτικά ζητήματα, όπως η καταπίεση των Αλβανών της Τσαμουριάς, την οποία είχε αίφνης ανακαλύψει ο επίδοξος εισβολέας. Το «ΟΧΙ» του Μεταξά ήταν πέντε λέξεις ειπωμένες στα γαλλικά «Alors, c’est la guerre». Σε απλά ελληνικά σήμαινε: «Έχουμε πόλεμο, λοιπόν!» Ο Έλληνας δικτάτορας συμβουλεύτηκε το ρολόι του. Η ώρα ήταν 3 το πρωί και στις 6 εξέπνεε το τελεσίγραφο.

Η Αθήνα του '40, Πανόραμα της οδού Πανεπιστημίου

Ο δούρειος ίππος ήταν ο Πουτσίνι

Στις 25 Οκτωβρίου 1940 δόθηκε η πρεμιέρα της «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Τζάκομο Πουτσίνι στην Αθήνα από τη νεοσύστατη Εθνική Λυρική Σκηνή. Η ίδια παράσταση επαναλήφθηκε την Κυριακή, στις 27 Οκτωβρίου, την οποία θα παρακολουθούσε και ο γιος του συνθέτη, πράγμα που σχολιάστηκε θετικά από τους κοσμικούς κύκλους της ελληνικής πρωτεύουσας. Στη διανομή τον ρόλο της Μαντάμα Μπατερφλάι μοιράζονταν ανάλογα την παράσταση η Ζωή Βλαχοπούλου και η Ζωζώ Ρεμούνδου-Πασχάλη. Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου ο Ιταλός πρέσβης είχε παραθέσει δεξίωση για την «αναθέρμανση των δεσμών φιλίας μεταξύ των δύο λαών» και το αριστούργημα του Πουτσίνι υποτίθεται πως ήταν μια γέφυρα που έριχνε ο πολιτισμός για την εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας-Ιταλίας. Στο τέλος όμως αποδείχτηκε πως ο πόλεμος είναι πιο ισχυρός από τον πολιτισμό και οι παραστάσεις της «Μαντάμα Μπατερφλάι» έμοιαζαν με λεπτή ειρωνεία εκ μέρους της Ιστορίας.

Κυριακή στο Σύνταγμα

Η προηγούμενη μέρα, Κυριακή 27 Οκτωβρίου, κύλησε σε μια απίστευτη για την εποχή καλοκαιρία. Είπαν πως το θερμόμετρο άγγιξε τους 28 βαθμούς. Αφύσικη ζέστη, σε μια εποχή όπου δεν είχε εκδηλωθεί ακόμα η κλιματική αλλαγή. Ο κόσμος είχε βγει για περίπατο στο Ζάππειο και στα ζαχαροπλαστεία της πλατείας Συντάγματος σημειώθηκε το αδιαχώρητο. Ευυπόληπτοι κύριοι διάβαζαν τα κυριακάτικα φύλλα των εφημερίδων στη λιακάδα μπροστά στον αχνιστό καφέ στρίβοντας αμέριμνα το μουστάκι τους. Ανδρικά και γυναικεία πρόσωπα κάθε λογής σκίαζαν τα ξεκούραστα πρόσωπα της ευγενούς αθηναϊκής πελατείας. Στον Κινηματογράφο «Ρεξ» προβαλλόταν μια ταινία με πρωταγωνιστή τον Κάρι Γκραντ, που άρεσε πολύ στον αθηναϊκό γυναικόκοσμο.

Μια τέτοια εικόνα θα παρουσίαζε η Πλατεία Συντάγματος την παραμονή του πολέμου

Οι «ποντικοί» της «Μεγάλης Βρετανίας»

Το Ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» φιλοξένησε από την πρώτη στιγμή την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας, με πρώτο και καλύτερο τον βασιλιά Γεώργιο, που απαρνήθηκε το παλάτι του για να έχει το κεφαλάκι του ήσυχο. Τα υπόγεια του ξενοδοχείου παρείχαν την αίσθηση της απόλυτης ασφάλειας που επεφύλασσαν αποκλειστικά για τους εαυτούς τους οι υψηλά ιστάμενοι του μεταξικού καθεστώτος. Σε περίπτωση αεροπορικών βομβαρδισμών δεν υπήρχε πιο σίγουρο μέρος στην Αθήνα από το πολυτελές ξενοδοχείο της πλατείας Συντάγματος.

Οι «Μουτσούνες»

Με την έκρηξη του πολέμου, οι Αθηναίοι άρχισαν να παίζουν ένα παιχνίδι που το ονόμαζαν «Μουτσούνες». Στην ουσία επρόκειτο για δύο λίστες. Στη μία απαριθμούσαν όσα τους χαροποιούσαν και στην άλλη όσα τους δυσαρεστούσαν. Για τον λόγο αυτόν στην κορυφή κάθε λίστας υπήρχε μία χαμογελαστή και μία συνοφρυωμένη μουτσούνα. Στη λίστα με τα προβλήματα πρωτοστατούσαν βέβαια τα δελτία τροφίμων και τα μέτρα συσκότισης, αλλά υπήρχαν και άλλες αιτίες γκρίνιας όπως η έλλειψη σε κάρβουνο και καύσιμα, τα ακριβά εισιτήρια, η υποτίμηση της αξίας του χρήματος, η έλλειψη σε κλεφτοφάναρα. Αυτά ήταν τα μελανά σημεία της νέας καθημερινότητας, που επισήμαιναν όλοι. Υπήρχαν και κάποιοι που διαμαρτύρονταν για τη δυσκολία στην αποκομιδή των σκουπιδιών αλλά και για την ερήμωση των καφενείων της πλατείας Συντάγματος.

Η αντίσταση των Αθηναίων στους τοίχους της πρωτεύουσας

Κάποιοι θησαύρισαν

Οι ασκήσεις της πολιτικής άμυνας είχαν εξοικειώσει τους Αθηναίους με τις υστερικές σειρήνες και ο καθένας είχε βάλει σημάδι ένα ή περισσότερα καταφύγια στις καθημερινές του διαδρομές. Τη μέρα επικρατούσε ανησυχία, τη νύχτα συσκότιση. Μια σειρά κανόνες έπρεπε να τηρούνται απαρέγκλιτα χωρίς να εγγυάται κανείς την ασφάλεια των πολιτών. Για τη συσκότιση είχαν βαφεί μπλε ακόμα και τα εσωτερικά φώτα των τραμ. Λες και ο πόλεμος γινόταν για να θησαυρίσουν οι τεχνικές εταιρείες που διαφήμιζαν την κατασκευή καταφυγίων σε σπίτια ή κοινόχρηστους χώρους ή οι μαγαζάτορες που κατέβαζαν από τα αραχνιασμένα ράφια τις γαλάζιες κόλλες που προορίζονταν για να καλύψουν τα τζάμια των παραθύρων αλλά και κάποια ξενοδοχεία που διέθεταν απόρθητα υπόγεια.

Στον Πειραιά έβρεξε βόμβες

Εντέλει με τους βομβαρδισμούς την πλήρωσε ο Πειραιάς, αφού η Αθήνα τη γλίτωσε χάρις στα μνημεία της. Ωστόσο είχε χαθεί η εμπιστοσύνη στον ουρανό κι όλοι κοίταζαν κάθε λίγο ανήσυχα προς τα πάνω μήπως και διακρίνουν κάποιο απειλητικό σημάδι προτού αρχίσει και βρέχει βόμβες στα καλά καθούμενα. Με τη γερμανική επίθεση, εντείνονται οι βομβαρδισμοί του Πειραιά και οι βομβόπληκτοι αναγκάζονται να καταφύγουν σε συγγενείς και φίλους στην Αθήνα αναζητώντας ένα ασφαλέστερο καταφύγιο. Για να αναχαιτίσουν το κύμα της μαζικής εξόδου από το μεγάλο λιμάνι, πότε ο βασιλιάς και πότε ο αρχιεπίσκοπος κατεβαίνουν στον Πειραιά για να δώσουν θάρρος στους πληγέντες.

Ελληνικά αεροπλάνα πάνω από τον Πειραιά στο πλαίσιο της προετοιμασίας ενόψει του πολέμου

Ο θάνατος του Μεταξά

Ο αιφνίδιος θάνατος του Ιωάννη Μεταξά μεσούντος του πολέμου έβαλε δύσκολα στο παλάτι και στους Βρετανούς προστάτες. Η επιλογή του Αλέξανδρου Κορυζή προκάλεσε απορία. Υπήρχε η αίσθηση ότι τον επέβαλαν οι Άγγλοι. Η αλήθεια είναι ότι ο νέος πρωθυπουργός δεν διέθετε τίποτε άλλο πέρα από γοητεία και αριστοκρατικούς τρόπους έτσι που κάποιοι τον παρουσίαζαν ως «κούκλα παραγεμισμένη με αέρα!». Ο θάνατός του τη Μεγάλη Παρασκευή του 1941 κι ενώ όλα βρίσκονταν υπό κατάρρευση κουβαλά έκτοτε την άποψη της επίσημης Ιστορίας περί αυτοκτονίας, παρότι υπάρχουν και σενάρια συνωμοσίας που μιλούν για τη δολοφονία του από πράκτορες της βρετανικής κατασκοπίας. Το σίγουρο είναι ότι πίσω από τις κλειστές πόρτες του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία» Κορυζής και βασιλιάς είχαν έρθει σε σύγκρουση λίγο πριν από το μοιραίο.

Καφές με ρεβίθι και κατεψυγμένο κρέας

Ένα από τα είδη πρώτης ανάγκης που έλειψαν σχεδόν αμέσως ήταν ο καφές. Στις 27 Ιανουαρίου 1941 οι Αθηναίοι μερακλήδες πανηγύριζαν για την άφιξη μεγάλου φορτίου καφέ που θα επέτρεπε την ελεύθερη πώλησή του. Ωστόσο η συνήθης νοθεία του καφέ με ρεβίθι έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Οι ίδιες οι νοικοκυρές τον νοθεύουν με καβουρντισμένο όσπριο για να εξασφαλίσουν την επάρκεια μέχρι την επόμενη διανομή.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στα τέλη Μαρτίου του 1941 γίνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα εισαγωγή κατεψυγμένου κρέατος από την Αυστραλία και οι Έλληνες καταναλωτές καλούνται να ξεπεράσουν τη φοβία τους για αυτό το νεόφερτο προϊόν και να εξοικειωθούν με την εικόνα του ξυλιασμένου κρέατος που κρεμόταν από τα τσιγκέλια των χασάπηδων. Η αγορανομία και οι υγειονομικές υπηρεσίες προσπαθούν να κατανικήσουν τη συνωμοσιολογία που αναπτύσσεται γύρω από το κατεψυγμένο κρέας, ότι δήθεν προέρχεται από σφάγια πολλών χρόνων και είναι γεμάτο σκουλήκια και ούτω καθεξής. Σιγά σιγά, και με τις διαβεβαιώσεις των αγγλικών αρχών, για την ποιότητά του ο κόσμος αρχίζει να το εμπιστεύεται, θέλοντας και μη.

Μεγάλη Παρασκευή, 1941

Μεγάλη Παρασκευή απέπλευσε και το επιταγμένο «Κορινθία», πρώην κρουαζιερόπλοιο, μεταφέροντας στην Αλεξάνδρεια το προσωπικό της βρετανικής διπλωματικής αποστολής αλλά και μέλη της βρετανικής κοινότητας στην Αθήνα αλλά και αγγλόφιλους Έλληνες που ήταν πρώτοι στη λίστα των υπό σύλληψη πολιτών κατά την είσοδο των γερμανικών δυνάμεων στην ελληνική πρωτεύουσα. Στις 25 Απριλίου διέφυγε και η ελληνική κυβέρνηση, με επικεφαλής τον βασιλέα Γεώργιο, με προορισμό την Κρήτη. Όταν ύστερα από απίστευτες γκάφες τόσο της βρετανικής διοίκησης όσο και της ελληνικής ηγεσίας χάθηκε το νησί, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση φυγαδεύτηκαν στην Αίγυπτο και έγινε η γνωστή «Κυβέρνηση του Καΐρου», ελεγχόμενη απόλυτα από τον βρετανικό παράγοντα.