Dark Waters (Σκοτεινά Νερά) - Δαβίδ εναντίον Γολιάθ
Πρόκειται για την δεύτερη φορά που ο Μαρκ Ράφαλο έρχεται αντιμέτωπος με την οικογένεια DuPont μετά το Foxcatcher (2014). Εδώ εμφανίζεται περισσότερο ως ο κοιμισμένος αντιήρωας που τον ξυπνάει το ήθος και η συνείδηση.
Ο Τοντ Χέινς (Κάρολ, Ο Παράδεισος Είναι Μακριά) αφήνει για λίγο τις συνηθισμένες του αποχρώσεις και μας οδηγεί στο ξεθωριασμένο τοπίο των πολυεθνικών με ένα φιλμ που οδηγεί τον θεατή σε ένα γαϊτανάκι παραλληλισμών με την περίοδο που διανύουμε. Μπορεί το κύριο θέμα να μην είναι κάποιος ιός, αλλά ο τρομακτικός ρεαλισμός ότι στο αίμα σχεδόν κάθε ζωντανού οργανισμού ρέουν τα περίφημα «παντοτινά χημικά».
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή, που δεν είναι άλλη από το σενάριο.
Ένας δικηγόρος που εργάζεται για μεγάλο γραφείο που αναλαμβάνει υποθέσεις υπεράσπισης μεγάλων εταιριών, καταθέτει μήνυση εναντίον της μεγάλης εταιρείας χημικών DuPont αποκαλύπτοντας ένα περιβαλλοντικό σκάνδαλο πολλών ετών. Αν και η κεντρική ιδέα σίγουρα θα θυμίσει τον Κατήγορο (1998) του Στήβεν Ζαίλιαν και φέρει διαδικαστικές ομοιότητες με τo Insider (1999) του Μάικλ Μαν, η πραγματικότητά της φέρεται να είναι το συστατικό που σοκάρει.
Ολυμπιακός: Κινήσεις επίθεσης από την αρχή χωρίς τέλος
Η πραγματική ιστορία, δηλαδή, που έρχεται στην επιφάνεια και εμφανίζει το πραγματικό πρόσωπο μιας εταιρείας που κατασκεύαζε, παρήγαγε και απελευθέρωνε στο περιβάλλον τόνους καρκινογόνων χημικών που έχουν πια επηρεάσει ανεπιστρεπτί το 99% της ζωής του πλανήτη. Μάλιστα, σε ένα άρθρο του στην Guardian στις 3 Φεβρουαρίου, ο δημοσιογράφος Τομ Πέρκινς αναφέρει πως ο πρόεδρος Τραμπ βάζει τα συμφέροντα των εταιρειών σαν την DuPont πρώτα, καθώς τα περσινά έσοδά τους ξεπέρασαν τα 6,6 δισεκατομμύρια δολάρια.
Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς πως το φιλμ δεν είναι απλώς μια σεναριακή επιλογή βασισμένη σε κάποιο άρθρο εφημερίδας αλλά μια ευκαιρία καλλιτεχνικής και ακτιβιστικής αντεπίθεσης, καθώς τόσο ο Μαρκ Ράφαλο όσο και ο Τιμ Ρόμπινς που πρωταγωνιστεί στο πλευρό του, έχουν δημόσια πάρει θέση σε παρόμοια ζητήματα με τον πρώτο να απευθύνει τον περασμένο Νοέμβριο στο Καπιτώλιο των Ηνωμένων Πολιτειών το σημαντικό θέμα που πραγματεύεται η ταινία. Η κάνη της έβδομης τέχνης γυρίζει προς άβολες αφηγηματικές για την αμερικανική πραγματικότητα, όσο βέβαια – θα πω εγώ – το χάδι δεν γίνεται νυχιά. Από την άλλη, όπως είχε πει και ο Πικάσο, «Η τέχνη δεν δημιουργήθηκε μόνο για να διακοσμεί τοίχους διαμερισμάτων. Είναι και ένα όπλο ενάντια στον εχθρό».
Πρόκειται για την δεύτερη φορά που ο Μαρκ Ράφαλο έρχεται αντιμέτωπος με την οικογένεια DuPont μετά το Foxcatcher (2014). Εδώ εμφανίζεται περισσότερο ως ο κοιμισμένος αντιήρωας που τον ξυπνάει το ήθος και η συνείδηση. Στο πλευρό του η Αν Χάθαγουεϊ με μια ώριμη και συγκρατημένη ερμηνεία ως σύζυγος του δικηγόρου, o Τιμ Ρόμπινς στο μόλις τρίτο του φιλμ από το 2015 - αν εξαιρέσει κανείς τις σειρές Here and Now και Castle Rock - και ο πάντα καλός Μπιλ Πούλμαν.
Αισθητικά αξίζει να αναφερθούμε στην χρωματική παλέτα που όσο περνάει η ώρα αντιλαμβάνεται κανείς πως έχει άμεση σχέση με την τοξικότητα των χημικών, λες και αυτά επηρεάζουν και την εμπειρία του θεατή που αισθάνεται το πνιγηρό περιβάλλον να τον περιβάλλει. Όμορφη και καθόλα νοσταλγική η στιγμή της έναρξης με τα εισαγωγικά πλάνα να θέλουν να μας μεταφέρουν στη Δυτική Βιρτζίνια του 1975, εμείς όμως να ταξιδεύουμε στην πόλη Άμιτυ όπου την ίδια χρονιά κάνει την εμφάνισή του ο διάσημος καρχαρίας του Στήβεν Σπίλμπεργκ, μιας και η ομοιότητα, ως και το διάσημο υποβρύχιο πλάνο, είναι ξεκάθαρη.
Ο Τοντ Χέινς, που ίσως μερικοί των θυμούνται και από το Velvet Goldmine του 1998, σκηνοθετεί εστιάζοντας περισσότερο στον κεντρικό χαρακτήρα και λιγότερο στο ίδιο το πρόβλημα επιλέγοντας να κρατήσει την αφήγηση μακριά από τις αίθουσες των δικαστηρίων. Είναι κάτι που του καταλογίζουν ως αρνητικό, με κύριο επιχείρημα πως το ζήτημα που πραγματεύεται η ταινία είναι εξαιρετικά ευαίσθητο και δικαιούται επιπλέον αφηγήσεις από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Αυτό όμως είναι και η απάντηση. Κάθε σκηνοθέτης φιλτράρει την ιστορία με τον δικό του μοναδικό τρόπο μέσα από την καλλιτεχνική του πορεία και το μοναδικό του ένστικτο. Αυτό που τον δικαιώνει είναι το φινάλε που προσωρινά ανακουφίζει αλλά γρήγορα δημιουργεί ερωτήματα όπως το πόσο κάθε άνθρωπος στον κόσμο μπορεί να επηρεαστεί από τις αποφάσεις μιας και μόνο εταιρείας, ενός και μόνο ανθρώπου. Δεν τρομάζει η ιδέα πως στέκουμε κομμάτια ενός γιγαντιαίου ντόμινο;