Ο Φάρος: Η εκκωφαντική σιωπή της μοναξιάς

Το δεύτερο φιλμ του Ρόμπερτ Έγκερς, «Ο Φάρος», αποτελεί ουσιαστικά ένα συναρπαστικό remakeτης βρετανικής ταινίας του 2016 με τον ίδιο τίτλο, ενώ βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που εξιστορούνται με περίγραμμα μια ανολοκλήρωτη ιστορία του Έντγκαρ Άλαν Πόε.

Ο Φάρος: Η εκκωφαντική σιωπή της μοναξιάς

Δύο φαροφύλακες βρίσκονται αποκλεισμένοι σ’ ένα απομονωμένο νησί της Νέας Αγγλίας - λίγο πριν το πέρασμα στον 19ο αιώνα.Η έλλειψη συμπάθειας ανάμεσα στους δύο άντρες επιταχύνει την αργόσυρτη πορεία του νου τους προς την τρέλα.

Πρόκειται για ένα σύγχρονο κλειστοφοβικό φιλμ που προκύπτει τόσο από την θεματική της απομόνωσης όσο και από το τετράγωνο κάδρο που από το πρώτο λεπτό εντείνει το συναίσθημα του περιορισμού και της απουσίας διεξόδου. Με τον πρώτο διάλογο να λαμβάνει χώρα μετά το 7ο λεπτό, η πορεία των δύο πρωταγωνιστών είναι προδιαγεγραμμένη από τη στιγμή που πατούν το πόδι τους στο νησί. Το ομιχλώδες τοπίο, ο αέρας που νιώθεις πως διαπερνά και σένα ως θεατή και η αριθμητική υπεροχή των γλάρων έναντι του ανθρώπινου είδους, φαντάζουν ως τραγική ειρωνεία σε αυτό που τους περιμένει. Οι λιγοστοί διάλογοι δίνουν τη σκυτάλη στον αέρα που λυσσομανά, στα πουλιά που περιμένουν το τραγικό τέλος και την επαναλαμβανόμενη κόρνα ομίχλης με τρόπο που κάθε άνθρωπος θα πάλευε να διακρίνει τη λογική από την παραίσθηση.

Η απομόνωση φιλτράρεται από τα βιώματα κάθε χαρακτήρα που αν και δεν αναδύονται, υφέρπουν σμιλεύοντας την οριστική σχέση των δύο αντρών.Η έντονη, γεμάτη κοφτερές γωνίες προσωπικότητα που χτίζει ο Νταφόε μυρίζει αρμύρα από τις σελίδες του Χέρμαν Μέλβιλ ενώ στις σκιές βλέπεις σχεδόν να διαγράφεται η μορφή του Φρίντριχ Μούρναου, με την ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα απόκοσμα πλάσματα να οδηγεί τη φαντασία στα αριστουργήματα του Λάβκραφτ. Μιλώντας για το Νταφόε, αξίζει να αναφέρουμε πως θα βρίσκεται και στην επόμενη ταινία του Έγκερς The Northman,που καταπιάνεται με την εποχή των Βίκινγκ, σε μια ιστορία που εκτυλίσσεται – ξανά – σε μια απόμερη μεριά του κόσμου, την Ισλανδία του 10ου αιώνα.

Η εικαστική ματιά στο ζήτημα της απομόνωσης μέσα από τον περιορισμό που apriori ορίζει η εικόνα ενός φάρου δεν είναι καινούργια. Σε μια γρήγορη αναδρομή μπορούμε να βρούμε φιλμ όπως τα The Light Between Oceans (2016), To Keep the Light (2016), το πρόσφατο The Vanishing (2018) και - αν κοιτάξουμε ακόμη πιο πίσω - το The Phantom Light (1935). Από μια τέτοια λίστα βέβαια δεν θα μπορούσε να λείπει το The Fog (1980)του Τζον Κάρπεντερ με την πυκνή ομίχλη να αποτελεί απαραίτητο στοιχείο τρόμου, ψυχολογικού πνιγμού και αγωνίας.

Οφείλω να ομολογήσω πως από την ταινία δεν λείπουν οι στιγμές όπου κάποιος μπορεί να δει με χιούμορ τη συμπεριφορά των δύο αντρών, στιγμές που συνήθως αντιπαραβάλλονται από εικόνες ανατριχιαστικής ηδονής οι οποίες προδιαθέτουν για τα δεινά της μοναξιάς.

Οι συνθέσεις που ντύνουν το φιλμ ανακατεύονται με τους φυσικούς ήχους και φαντάζουν ουρλιαχτά εγχόρδων σε απόλυτη συμφωνία. Ο αέρας σφυρίζει μουσικές που τρυπάνε το κρανίο, η κόρνα ομίχλης μπορεί να σε τρελάνει και οι γλάροι μιλούν ακατάπαυστα και ακατανόητα οδηγώντας κάθε λογικό ον στην παραφροσύνη. Η τελευταία έρχεται αργά μέσα από διαδοχικές παραισθήσεις, σφραγίζοντας τον άξονα του έργου που αν και το φινάλε του φαντάζει προβλέψιμο, τραβάει το πέπλο της πραγματικότητας μακριά από τους δύο άντρες αποκαλύπτοντας το υπερβατικό, το απόκοσμο, το τρομακτικό.

Το τέλος του έργου αν και αινιγματικό βάζει τα πράγματα στη θέση τους τοποθετώντας τον νεαρό φαροφύλακα στη θέση ενός σύγχρονου Προμηθέα που πρέπει να τιμωρηθεί για την πράξη του.

Το φιλμ έκανε πρεμιέρα τον περασμένο Μάιο στις Κάννες και είναι υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Διεύθυνσης Φωτογραφίας με τον Τζάριν Μπλάσκε να συμμετέχει στο θεσμό για πρώτη φορά. Θα είναι βέβαια αρκετά δύσκολο να ανταγωνιστεί το επίτευγμα του Ρότζερ Ντίκινς στο 1917. Για την ιστορία, ο τελευταίος έχει υπάρξει υποψήφιος 14 φορές στην καριέρα του ενώ έχει στην κατοχή του και ένα αγαλματίδιο για τη δουλειά του στο Blade Runner 2049.

Για έναν περίεργο λόγο το ζοφερό αυτό φιλμ μου έφερνε στο νου το Clair de Lune του Κλοντ Ντεμπισί, αποδεικνύοντας πόσο λεπτή είναι η γραμμή από τον ρομαντισμό στη μελαγχολία, τη γαλήνη στον τρόμο, την λογική στην τρέλα.