Riphagen: Ο Ευρωπαίος Αλ Καπόνε!

Το όνομα αυτού του κακοποιού, που ορθότερα προφέρεται Ριφάγκεν αντί Ριπάχεν, έγινε γνωστό εσχάτως σε όλο τον κόσμο χάρις στην ολλανδική ταινία πολέμου παραγωγής 2016 με τον ομώνυμο τίτλο.

Riphagen: Ο Ευρωπαίος Αλ Καπόνε!

Η ζωή του αμίμητου κακού στον Ευρωπαϊκό μεσοπόλεμο είναι εξίσου εντυπωσιακή με αυτή του αρχιμαφιόζου στο Σικάγο σε βαθμό ώστε ο Ολλανδός κακοποιός να χαρακτηριστεί δικαίως Καπόνε της Ευρώπης. Σκληρός και εξαιρετικά χειροδύναμος, με θανάσιμες γροθιές, ο Ντρις Ριφάγκεν οπλοφορούσε στα χρόνια της αθωότητας, την δεκαετία του τριάντα. Εξαρχής δεν δίσταζε να αφαιρέσει ανθρώπινες ζωές προκειμένου να κερδίσει σε δύναμη και χρήμα. Όταν οι Ναζί σάρωσαν τα πάντα στις Κάτω Χώρες, ο Ριφάγκεν δεν δίστασε να τους προσεταιριστεί ως κατακτητές. Υπήρξε ανοιχτά συνεργάτης των Γερμανών και πληροφοριοδότης τους.

Με αυτή του την ιδιότητα βρήκε μια προσοδοφόρα επιχείρηση, τον εκβιασμό και την καταλήστευση των Εβραίων. Τα περισσότερα από τα θύματά του κατέληξαν στα στρατόπεδα θανάτου τη στιγμή που ο ίδιος έγινε πάμπλουτος. Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον θρίαμβο των συμμάχων, και την επιστροφή της ολλανδικής κυβέρνησης, ο σεσημασμένος δωσίλογος δεν έχασε το ηθικό του. Προσπάθησε αρχικά να «πουλήσει» πληροφορίες για άλλους συνεργάτες κι όταν ο κλοιός της δικαιοσύνης έσφιξε γύρω του, διέφυγε μέσω Γαλλίας στην Ισπανία του Φράνκο και από εκεί στην Αργεντινή. Αφού έγινε έμπιστος του δικτάτορα Περόν, αναγκάστηκε να επιστρέψει το 1955 στη Δυτική Γερμανία

Κι ενώ το 1973 με την παλιννόστηση του τυραννικού κράτους στην Αργεντινή ετοιμαζόταν να επιστρέψει στη Λατινική Αμερική βρέθηκε αντιμέτωπος με τη μοίρα του. Πέθανε ύστερα από μάχη με τον καρκίνο την οποία όμως έδωσε σε πανάκριβη κλινική στην Ελβετία πάντα σε συνθήκες απόλυτης ελευθερίας με την Ολλανδία να ζητά συνεχώς την έκδοσή του προκειμένου να δικαστεί. Μερικοί άνθρωποι είναι πιο έξυπνοι από το νόμο. Στο μεταξύ αν παρατηρήσει κανείς την ταινία και τον πρωταγωνιστικό ρόλο αυτού του κακούργου, θα βρει αρκετές ομοιότητες με το λογοτεχνικό αρχέτυπο του Δημήτρη Καραμάζοφ που δημιούργησε ο Ντοστογιέφσκι στο τελευταίο μεγάλο του μυθιστόρημα. Η λογοτεχνία πολύ συχνά προοικονομεί την ίδια τη ζωή από την οποία υποτίθεται πως εμπνέεται.